Ὄπισθεν ἀπό τόν ΣΥΡΙΖΑ γιά τήν Ἁγία Τριάδα

«Τό Σύνταγμα συνδέει τήν Ὀρθοδοξία μέ τήν πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ»

ΟΠΙΣΘΕΝ ὁλοταχῶς ἐμφανίζεται νά κάνει ἡ Κυβέρνησις καί τό Ὑπουργεῖο Παιδείας στό ἐπίμαχο ζήτημα τῆς διαγραφῆς τῆς ἀναφορᾶς στήν Ἁγία καί Ὁμοούσιο καί Ἀδιαίρετο Τριάδα ἀπό τό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος. Ὅπως ἀποκαλύπτει σήμερα ἡ «Ἑστία», στήν πρόσφατη ἔκθεση γιά τά περιστατικά βίας κατά θρησκευτικῶν χώρων, τήν ὁποία προλογίζει ὁ ὑπουργός Παιδείας Κώστας Γαβρόγλου, ὑπάρχει εἰδικό κεφάλαιο στήν ἔννοια τῆς ἐπικρατούσης θρησκείας. Κεφάλαιο, τό ὁποῖο περιέχει ἕως καί ἐπιστημονικές παραπομπές σέ συγγράμματα τοῦ πρώην Προέδρου τοῦ ΠΑΣΟΚ καί καθηγητοῦ Εὐάγγελου Βενιζέλου. Στό κεφάλαιο αὐτό, ἀφοῦ διευκρινίζεται πώς ὁ συνταγματικός ὅρος «ἐπικρατοῦσα θρησκεία» εἶναι διαπιστωτικός καί πώς δέν σημαίνει «κρατική θρησκεία», γίνεται εἰδική μνεία σέ δύο πρόσφατες ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας. Σέ μία ἐκ τῶν δύο ἀναφέρεται ρητῶς –καί διά τῆς ἀναφορᾶς υἱοθετεῖται ἀπό τήν Πολιτεία, συμπεραίνουμε– ὅτι ἡ ἀναφορά στήν Ἁγία Τριάδα σηματοδοτεῖ «τόν καίριο ρόλο τῆς Ὀρθοδοξίας στήν ἱστορική πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἰδίως κατά τήν προηγηθεῖσα τῆς ἐθνικῆς ἀνεξαρτησίας χρονική περίοδο τῆς τουρκοκρατίας». Στήν ἄλλη γίνεται εἰδική ἀναφορά στήν καθιέρωση τοῦ ἑορτασμοῦ θρησκευτικῶν ἑορτῶν ἐπί τῆ βάσει τῶν διατάξεων τοῦ Συντάγματος. Ὡς φαίνεται, ἐν ὄψει ἐκλογῶν, ἄρχισε τό ροκάνισμα τῆς …οὐδετεροθρησκείας. Οἱ ψῆφοι εἶναι πιό χρήσιμες στόν ΣΥΡΙΖΑ ἀπό τήν θεωρία. Ὅλο τό ἀπόσπασμα πού περιέχεται στήν σελ. 16 τῆς ἐκθέσεως τῆς Γενικῆς Γραμματείας Θρησκευμάτων τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας ἔχει ὡς ἑξῆς:

2. Ἡ ἔννοια τῆς «ἐπικρατούσας θρησκείας»

Στό ἰσχῦον Σύνταγμα, ὅπως καί σέ ὅλα τά Συντάγματα ἀπό τήν ἵδρυση τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους, γίνεται διάκριση ἀνάμεσα στήν «ἐπικρατοῦσα θρησκεία στήν Ἑλλάδα» καί τίς «γνωστές θρησκεῖες». Εἰδικώτερα, σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος: «1. Ἐπικρατοῦσα θρησκεία στήν Ἑλλάδα εἶναι ἡ θρησκεία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. […]».

Ἐπισημαίνεται ὅτι ἡ ἀναγνώριση τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ὡς «ἐπικρατούσας» θρησκείας ἔχει ἀποκλειστικά διαπιστωτικό χαρακτῆρα, ὁ ὁποῖος ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι ἡ μεγάλη πλειονότης τῶν Ἑλλήνων (σέ ποσοστό ἄνω τοῦ 95%) συνδέεται μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως ἔχει πολλές φορές διευκρινισθεῖ τόσο στόν δημόσιο λόγο ὅσο καί στίς ἐπιστημονικές ἐργασίες ἐγκρίτων Συνταγματολόγων.

Σύμφωνα μέ τόν Καθηγητή Εὐάγγελο Βενιζέλο: «… ὁ ὅρος “ἐπικρατοῦσα θρησκεία” ἔχει ἕνα περιεχόμενο ἀφενός μέν ἱστορικό καί πολιτισμικό, τό ὁποῖο δέν εἶναι νομικά κρίσιμο, ἀφετέρου δέ ἕνα περιεχόμενο πραγματολογικό, πού εἶναι νομικά κρίσιμο ἐφόσον περιγράφει τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησία ὡς τό πολυπληθέστερο συλλογικό ὑποκείμενο ἄσκησης τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ὑπό ὅλες τίς ἐκδοχές καί σέ σχέση πάντοτε μέ ὅλο τόν ἄλλο κατάλογο τῶν συνταγματικῶν δικαιωμάτων…».

Σήμερα γίνεται εὐρύτατα δεκτή ἡ ἄποψις ὅτι «ἐπικρατοῦσα θρησκεία» δέν σημαίνει «κρατική θρησκεία» ἤ «ἐπίσημη θρησκεία», οὔτε συνεπάγεται ἐκ τοῦ Συντάγματος κυριαρχικό ἤ ἡγεμονικό ρόλο μιᾶς ὁρισμένης θρησκείας.

Περαιτέρω, ἀπό νομολογιακῆς προσεγγίσεως, ἡ σκέψις 14 τῆς ἀριθμ. 660/2018 ἀποφάσεως Ὁλομελείας τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας ἀναφέρει ὅτι: «Ἐπειδή, κατά τήν κρατήσασα στό Δικαστήριο γνώμη, ἡ περιεχόμενη στό ἄρθρο 3 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος ἀναφορά ὡς “ἐπικρατούσης” στήν Ἑλλάδα, τῆς θρησκείας τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἀποτελοῦσε τήν ἐναρκτήρια διάταξη ὅλων τῶν προϊσχυσάντων Συνταγμάτων (1844, 1864, 1911, 1927, 1952) καί συνιστᾶ μέχρι σήμερα βασικό στοιχεῖο τῆς συνταγματικῆς παραδόσεως τῆς Χώρας. Ἡ ἀναφορά αὐτή –ὅπως ἄλλωστε, καί ἡ ἐπίκλησις στήν κεφαλίδα τοῦ Συντάγματος, τῆς “Ἁγίας, Ὁμοουσίου καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος”– συναρτᾶται μέ τόν καίριο ρόλο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στήν ἱστορική πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἰδίως κατά τήν προηγηθεῖσα τῆς ἐθνικῆς ἀνεξαρτησίας χρονική περίοδο τῆς τουρκοκρατίας, ἀποτελεῖ δέ καί διαπίστωση τοῦ πραγματικοῦ γεγονότος ὅτι τήν θρησκεία αὐτήν πρεσβεύει ἡ συντριπτική πλειοψηφία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἐνῶ δέν στερεῖται ἡ ἀναφορά αὐτή καί κανονιστικῶν συνεπειῶν (ὅπως π.χ. ἡ καθιέρωση χριστιανικῶν ἑορτῶν ὡς ὑποχρεωτικῶν ἀργιῶν σέ ἐθνικό καί τοπικό ἐπίπεδο, στόν δημόσιο καί στόν ἰδιωτικό τομέα (παραβ. καί Ὁλομ. ΣΕ 100/2017). […]».

Ὁμοίως, στήν ἀριθμ. 926/2018 ἀπόφαση Ὁλομελείας τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας ἀναφέρεται ὅτι: «[…] τό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος, τό ὁποῖο ὑπόκειται σέ ἀναθεώρηση κατ’ ἄρθρο 110 παρ. 1 αὐτοῦ ἀναφέρεται ἁπλῶς στό πραγματικό γεγονός ὅτι ἡ πλειοψηφία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ἀσπάζεται τό θρήσκευμα τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, περιλαμβανόμενο δέ στά ἑλληνικά συντάγματα ἀπό τήν Ἐπανάσταση καί ἑξῆς ἐτέθη καί στό Σύνταγμα τοῦ 1975 κυρίως γιά λόγους ἱστορικούς (βλ. Πρακτ. Ὁλομ. Συντ., σ. 402). Ἡ διάταξη αὐτή ἔχει περιορισμένο κανονιστικό περιεχόμενο, τό ὁποῖο συνάπτεται ἰδίως μέ τόν καθορισμό ἐπίσημων θρησκευτικῶν ἀργιῶν γιά τή διευκόλυνση τῆς ἀσκήσεως θρησκευτικῶν καθηκόντων τῶν ἐνδιαφερομένων (βλ. ΣΕ 100/2017 Ὁλομ.) κ.λπ. Ὅπως ὅμως ἔχει κριθεῖ, μέ τίς προαναφερθεῖσες ἀποφάσεις 2280-2285/2001 τῆς πλήρους Ὁλομελείας τοῦ Δικαστηρίου, ἡ διάταξη αὐτή τοῦ ἄρθρου 3, τό ὁποῖο ἄλλωστε ἐντάσσεται στό Τμῆμα Β΄ τοῦ πρώτου μέρους τοῦ Συντάγματος, πού ἀφορᾶ τίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, δέν ἐπηρεάζει τήν ἄσκηση τοῦ κατοχυρούμενου μέ τό ἄρθρο 13 ἀτομικοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, τό ὁποῖο περιλαμβάνεται στό δεύτερο μέρος τοῦ Συντάγματος μέ ἀντικείμενο τά ἀτομικά καί κοινωνικά δικαιώματα, οὔτε εἰσάγει προνομιακή μεταχείριση ὑπέρ τῶν Ἑλλήνων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν κατά τήν ἄσκηση τοῦ δικαιώματος αὐτοῦ. Κάτι τέτοιο, ἄλλωστε, θά ἀντέβαινε καί στήν εἰδική διάταξη τῆς παραγρ. 1 τοῦ ἄρθρου 13, πού ἐπιβάλλει τήν ἴση μεταχείριση στήν ἀπόλαυση καί τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων, ἀνεξάρτητα ἀπό θρησκευτικές πεποιθήσεις […]».

Κεντρικό θέμα