«Πήγα δα και στην Αθήνα, σ’ εκείνο το ”Ιππομαχικό” και μόδωκαν…
… λέει, δύο σφάκελλα, να τα πάω στο Σοκομείο, να παρουσιασθώ στην Πιτροπή. Πήγα και στην Πιτροπή, ο ένας γιατρός με ηύρε γερό, άλλος σακάτη, κια αυτοί δεν ήξευραν… Yστερα γύρισα στο υπουργηείο και μου είπαν, ”σύρε στο σπίτι σου κ’ εμείς θα σου στείλωμε τη σύνταξή σου”. Σηκώνομαι, φεύγω, έρχομαι δώ, περιμένω, περνάει ένας μήνας, έρχονται τα χαρτιά στο λιμεναρχείο, να πάω, λέει, πίσω στην Αθήνα, έουν ανάγκη να με ξαναϊδούν. Σηκώνω τριάντα δραχμές από ένα γείτονα γιατί δεν είχα να πάρω το σωτήριο για το βαπόρι, γυρίζω πίσω στην Αθήνα, χειμώνα καιρό,δέκα μέρες με παίδευαν, να με στέλνουν απο το υπουργείοστο Ιππομαχικό κι από το Ιππομαχικό στο Σοκομείο, ύστερα μου λένε ”πάαινε, και θα βγη η απόφαση”. Σηκώνομαι.φεύγω, γυρίζω στοσπίτι μου, καρτερώ…είδες εσύ σύνταξη; (απηυθύνετο προς υποτιθέμενον ακροατήν), άλλο τόσο κι εγώ. Επήρα κι εγώ την ”Πηρέτρα” και πασκίζω να βγάλω το ψωμί μου.
”Πηρέτρα” ή ”Υπηρέτρα” ήτο τὸ όνομα της λέμβου, όπερ αυτὸς τη έδιδε.
Και παύων νὰ μονολογεί, ήρχιζε νὰ τραγωδή διὰ της τραχείας καὶ μονοτόνου φωνής του: ”Βασανισμένο μου κορμί, τυραγνισμένα νιάτα!”…και δεν έλεγεν άλλον στίχον… »
Παπαδιαμάντης, από το διήγημα «Η Υπηρέτρα». Πόσο επίκαιρος! Το αμίμητο ελληνικό δημόσιο. Μήπως τώρα δεν γίνονται τα ίδια; Ενα από τα «καλά» (αν υπάρχουν καλά) του κατ’ οίκον περιορισμού μας, είναι το ότι μας εδόθη η ευκαιρία για περισσότερο διάβασμα.
Μη αντέχοντες την τηλεοπτική τρομολαγνεία (μέτρον άριστον, συνάδελφοι, μη το λησμονούμε!) προσφεύγουμε στα βιβλία, ανακαλύπουμε κρυμμένους θησαυρούς, «φρεσκάρουμε» γνώσεις που εικόνες τις οποίες είχαμε παραμελήσει… Και εκεί που δέχεσαι τα καταιγιστικά πυρά τόσο από τον φονικό ιό όσο και από τους αδίστακτους δολοφόνους (με όπλο το μικρόφωνο) της ελληνικής γλώσσας, πέφτεις στην αγκαλιά του Σκιαθίτη ιατρού της ψυχής και ανακουφίζεσαι… Βυθίζεσαι στα καταγάλανα νερά της αφηγήσεώς του και αφήνεσαι να παρασυρθείς σε έναν κόσμο τον οποίο μανιωδώς η σύγχρονη(;) Ελλάς βάλθηκε να εξοβελίσει.
Κι εκεί που κάνεις διάλειμμα, για να ξεκουράσεις και τα μάτια-καθώς από τη μια η μικρή, του υπολογιστή, από την άλλη η μεγαλύτερη, της τηλοψίας, οθόνη, συνδυαζόμενες με την ανάγνωση, προκαλούν κόπωση οφθαλμική, βγαίνεις από το γραφείο και προσπαθείς να δεις τις «Ειδήσεις»… Και από τον ρέοντα λόγο του κοσμοκαλόγερου, περνάς στην σκληρή πραγματικότητα. «Ήταν μια σαφή προειδοποίηση» λέει ο ένας «ήλθαν στο Λονδίνο και από άλλες πόλεις της Αγγλίας, την Γλασκώβη, το Εδιμβούργο, το Μπέλφαστ» λέει ο άλλος, τον οποίον αν τον ακούσουν οι Σκώτοι και οι Ιρλανδοί, θα τον επικηρύξουν!
Και αφού αισθανθείς έμπλεος τρόμου και απελπισίας, προσφεύγεις πάλι στον Παπαδιαμάντη. «Φορά βαρβαρική κατέκλυσε την Ελλάδα, βέβηλοι πόδες μολύνουσι τα ιερά εδάφη, βαρβαρόφωνοι φθόγγοι μιαίνουσι τας ηχούς. Απεσβέσθησαν της σοφίας τα νάματα, εξηράνθησαν αι πηγαί της γνώσεως,είσγησαν οι μινυρισμοί της εμμούσου αηδόνος και ο Φοίβος αφηρέθη την αινετήν λύραν και την μαντικήν δάφνην».
Φεύ, γέροντα…