Πρωί-πρωί μου ήρθε να κατεβάσω τα καλοκαιρινά ρούχα
Παρά τις αντιρρήσεις που συνάντησα από το «κόμμα» που έχουν συμπήξει γιαγιά και εγγονή («τί τα θες τώρα πρωί-πρωί, άστα για αργότερα) προχώρησα στο σχέδιό μου. Οι πλαστικές σακκούλες έτοιμες, η κολλητική ταινία το ίδιο, έτοιμος να αρχίσω το πακετάρισμα των χειμωνιάτικων, όπως κάνω κάθε χρόνο, ευχαριστώντας τον Θεό που με αξίωσε…
Κι εδώ αρχίζουν τα δράματα, καθώς ο κορωνοϊός έχει βάλει το χέρι του πια στην σκέψη μας. Τί τα θέλω τόσα πουλόβερ; Ούτε τα μισά δεν φόρεσα! Καθώς τα συσκεύαζα, σκεπτόμουν πόσο επιπόλαια -στα χρόνια της ευημερίας- μόλις μου «γυάλιζε» ένα πουλόβερ, έμπαινα στο κατάστημα, έδινα την κάρτα και το έφερνα στο σπίτι. «Πάλι πουλόβερ; Αφού θα το φορέσεις δυο φορές και θα το ξεχάσεις» έλεγε η πάντα προνοητική συμβία, αλλά όταν είσαι όλη μέρα στο γραφείο και τον υπολογιστή το μάτι σου διψάει για κατανάλωση και οι συνέπειες φαίνονται σήμερα… Ύστερα έφθασε η ώρα των πανταλονιών. Αφόρετα τα περισσότερα! Κάτι κοτλέ, κάτι καρό, κάτι άλλα, ετοιματζήδικα. «Γιατί αγοράζεις πανταλόνια αφού φοράς ή μπλου-τζιν ή κοστούμι;» με ρωτούσε. Αλλά κάποια πανταλόνια μου άρεσαν. Και τα αγόραζα. Τα έχω φορέσει -αν θυμάμαι καλά- μερικές φορές. Αλλά… Και τα κοστούμια! Εκεί να δεις τί γίνεται! Είχα έναν καλό φίλο, τον Λάμπη Σαραντίτη, ο οποίος- το είχε έθιμο- κάθε χρόνο, στις Γιορτές, μου χάριζε ένα εγγλέζικο ύφασμα για κοστούμι. «Πάλι θα ράψεις κοστούμι; Τόσα έχεις πια!» έλεγε η αντιρρησίας. Έλα, όμως, που μου άρεσε η όλη διαδικασία της ραφής! Η πρόβα, οι «βάτες», το γιλέκο, τα σκέρτσα και τα παράπονα του ράφτη. Πρώτα ο Κωστάκος, στην πλ. Καρύκη κι ύστερα ο Καταϊφάκης στον Πειραιά! ‘Όσα χρόνια μου έδινε το ύφασμα ο Λάμπης, χρόνος και κοστούμι! Σταυρωτό, δίκουμπο, τρίκουμπο, με φαρδιά ή λεπτά πέτα! Ανάλογα με την μόδα! Ζήτημα αν φορώ δυο-τρία κάθε χρόνο. Τα άλλα μένουν αφόρετα και τα ανεβο-κατεβάζω κάθε χρόνο! «Χάρισε μερικά, τί τα κρατάς;» λέει η φωνή της λογικής. «Άμα πέθάνω, δώστε τα!» απαντώ μιας και τα αγαπώ τα κοστούμια κι ας μην τα φορώ συχνά. Όπως και τα μπλαίηζερ και τα γκρι-φανελένια πανταλόνια! Κι ύστερα, οι καμπαρντίνες και τα δυο παλτά. Κι αυτά υπεράριθμα, αλλά αγορασμένα σε Λονδίνο, Παρίσι, Ν. Υόρκη, Μιλάνο, στα ταξίδια που έκανα με την εφημερίδα! Κάθε ρούχο και ανάμνηση. Και τα πουκάμισα! Πολλά, πολύ περισσότερα από όσα χρειάζομαι! Και εκείνες οι γραβάτες, που αν τις ενώσεις θα φθάσουν στην Παταγωνία! Και παπούτσια, που στέκουν όλη την σαιζόν, καθώς μάθαμε πλέον στα «αθλητικά» και στα ευκολοφόρετα, χωρίς κορδόνια…
Και μετά τα καπέλα! Έχω καμμιά δεκαριά κομψές ρεπούμπλικες του πατέρα μου, που δεν τις φορώ ποτέ! Άντε, καμιά φορά, να βάλω μία. Κι ένα όμορφο μπορσαλίνο. Αλλά τα κρατώ! Είναι κι εκείνα μέρος της ιεροτελεστίας του «ανέβασε-κατέβασε»… Κι ας απορούν γιαγιά και εγγονή κι ας λέει «όχι» ο γιος μας στα κοστούμια, καθώς ντύνεται πάντα «κάζουαλ» εκτός σπανίων εξαιρέσεων. Και ο χρόνος κυλάει…