Η ΔΙΨΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΕΙΩΝ

Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 17 Νοεμβρίου 1923

Εἰς τό κουρεῖον, ὅπου ἐπεριμέναμεν τήν σειράν μας –εὐτυχῶς καθισμένοι– κἄποιος πελάτης ἐπέμεινε νά περιμένῃ τήν ἰδικήν του ὄρθιος, μολονότι τά καθίσματα ἐπερίσσευαν.

-Καθῆστε, κύριε! Δέν θ’ ἀργήσουμε. Ἕνα ξουρισματάκι ἀκόμη καί παίρνετε σειρά… τοῦ εἶπεν ἕνας ἀπό τούς ὑπαλλήλους, ποῦ τόν ἐξύριζε φαίνεται τακτικά.

-Εὐχαριστῶ… Δέν κάθομαι… τοῦ ἀπήντησε ξηρά ὁ ὀρθοστατῶν κύριος.

-Καθῆστε! τοῦ εἶπεν ὁ διεθυντής τοῦ κουρείου, ἀνησυχήσας μήπως ὁ πελάτης, ἀπελπισθείς νά περιμένῃ, τό ἔσκαζεν ἀπό τό κατάστημα. Σέ πέντε λεπτά τό πολύ θ’ ἀδειάσῃ ὁ ὑπάλληλος.

-Εὐχαριστῶ… Δέν βιάζομαι, ἄλλως τε… Θά περιμένω.

-Δέν κάθεσθε, κύριε; Ὑπάρχει ἐδῶ μιά καρέκλα… τοῦ εἶπεν ἕνας ἀπό τούς καθήμενους πελάτας, περιποιητικός ἐξ ἰδιοσυγκρασίας.

-Εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ! Μή πειράζεσθε, παρακαλῶ.

Ἐπί τέλους, ἀφοῦ ἦλθεν ἡ σειρά ὅλων μας, ἐτελείωσε καί τό «ξουρισματάκι», περί τοῦ ὁποίου εἶχεν ὁμιλήσει εἰς τόν ἀκάθιστον κύριον ὁ τακτικός του τεχνίτης καί προσεκλήθη νά καταλάβῃ τήν ἕδραν του. Ἀλλά ὁ ἀκάθιστος κύριος δέν ἐννοοῦσε καί πάλιν νά καθίσῃ.

-Μπορεῖς, Μῆτσο, παιδί μου, νά μέ ξουρίσῃς ὄρθιον; Εἶπε χαμηλοφώνως εἰς τόν ὑπάλληλον.

-Ὄρθιον εἴπατε; ἐρώτησεν ἔκθαμβος ὁ ὑπάλληλος.

-Εἶνε ἀνάγκη, βλέπεις… τοῦ ἐξήγησε. Δέν μπορῶ διαφορετικά. Ἔχω κάνει μιά μικρά ἐγχείρησι καί ὁ ἐπίδεσμος… τέλος πάντων… εἶνε ἀδύνατον νά καθίσω. Ἤ ὄρθιον λοιπόν θά μέ ξουρίσῃς ἤ ξαπλωμένον. Καί ἐπειδή τό κατάστημα δέν ἔχει κρεββάτι, κατ’ ἀνάγκην… Κατάλαβες, τέλος πάντων!

Ὁ καλός ὑπάλληλος εἶχεν ἐννοήσει τό δύσκολον τῆς θέσεως, εἰς τήν ὁποίαν εὑρίσκετο ὁ πελάτης του καί ἐπροθυμοποιήθη νά τόν εὐχαριστήσῃ.

-Πολύ εὐχαρίστως, κύριε. Ἐλᾶτε μόνο λίγο παράμερα νά μή ἐμποδίζουμε τήν κυκλοφορία.

Τόν παρέλαβε, πράγματι, εἰς μίαν γωνίαν τοῦ κουρείου καί ἄρχισε νά τόν ξουρίζῃ ἐκ τῶν ἐνόντων.

Τήν στιγμήν ἐκείνην ἀκριβῶς, ἕνας γνωστός, νεοπλουτικοῦ ἐξωτερικοῦ, εἰσῆλθεν εἰς τό κουρεῖον, μέ ὕφος κατακτητοῦ.

-Ποιός θά μέ ξουρίσῃ; ἐρώτησε μέ τόνο στρατιωτικῆς διαταγῆς.

-Ὁρίστε, κύριε, καθῆστε! τοῦ εἶπεν ἕνας ὑπάλληλος, ὑποδεικνύων μίαν σχολάζουσαν ἕδραν.

Ὁ ἄγνωστος ἔρριψεν ἕνα ἄγριον, ἕνα τρομερόν βλέμμα πρός τόν ὑπάλληλον, ὁ ὁποῖος ἔμεινε κεραυνόπληκτος.

-Δέν μοῦ λές σέ παρακαλῶ; ἐβρυχήθη ἐν συνεχείᾳ. Ἐμεῖς δέν πληρώνουμε τάχα;

-Τί θέλετε νά πῆτε, κύριε; ἐρώτησεν εὐγενέστατα ὁ πτωχός νέος.

-Αὐτό ποῦ σοῦ λέω ἐγώ!

Ὁ διευθυντής τοῦ κουρείου ἔσπευσε νά ἐπέμβῃ.

-Τί τρέχει, κύριε; Ἔχετε κανένα παράπονο;

-Βεβαιότατα, κύριε. Δέν φέρονται ἔτσι στούς πελάτας. Δέν εἶνε κατάστασις αὐτή!

-Μά τί συμβαίνει, ἐπί τέλους;

-Συμβαίνει, ὅτι κ’ ἐμεῖς πληρώνουμε καί μέ τό παραπάνω, μάλιστα. Αὐτό συμβαίνει! Ἐκτός ἄν τά δικά μας λεφτά δέν εἶνε λεφτά σάν τοῦ κυρίου ἀποκεῖ…

Καί ἔδειξε τόν ἐξ ἀνωτέρας βίας ξυριζόμενον εἰς τά ὀρθά πελάτην.

-Χαίρετε! Κι’ ἄν μέ ξαναϊδῆτε στό μαγαζί σας νά μέ γράψετε Καραμπουρνιώτη!

Ἅρπαξε τό καπέλλο του καί τό μπαστούνι του καί ἐξηφανίσθη, ἀπειλῶν γῆν καί οὐρανόν.

Ἁπλούστατα, ὁ ἀγαθός ἄνθρωπος εἶχε φαντασθῇ, ὅτι τό ὄρθιον ξύρισμα ἀποτελεῖ εἶδος μεγαλείου τῆς τελευταίας ὥρας.

Καί μέ τήν δίψαν τῶν μεγαλείων, ποῦ ἔφλεγε τά στήθη του, δέν ἐννοοῦσε νά εἶνε κατώτερος κανενός.

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

Απόψεις

Νέο 1-1-4 ἀπό τόν Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας: Οἱ πολῖτες, θεματοφύλακες τοῦ Συντάγματος!

Εφημερίς Εστία
Αἴσθησις ἀπό τήν ἀναφορά τοῦ Κωνσταντίνου Τασούλα, στήν αἴθουσα Γερουσίας τῆς Βουλῆς, σέ «πολῖτες μαχητές τῆς Δημοκρατίας», καθώς ὁ Καταστατικός Χάρτης «δέν εἶναι ἀρκετός», ὅπως εἶπε, ἄν καί βοήθησε νά ξεπεραστοῦν ἀρκετές κρίσεις – Ὁ ἀνώτατος ἄρχων παρεμβαίνει στόν δημόσιο διάλογο μέ ἀπό στήθους ὁμιλία

Τό Κέντρο ἐγκαταλείπει τόν Πρωθυπουργό

Μανώλης Κοττάκης
Χωρίς σύνδρομα καί ἐπιφυλάξεις κατά τῆς πολιτικῆς εὐλογιᾶς

Ἀπ’ εὐθείας διώξεις ὑπουργῶν σχεδιάζει ἡ Κοβέσι

Εφημερίς Εστία
Μέ ὅπλο τήν περικοπή τῶν ἐπιδοτήσεων

Μέ τούς δοκιμαζομένους ἀγρότες, ἀλλά ὄχι κορόιδα

Δημήτρης Καπράνος
Μᾶς ἔχει τρομάξει μέχρι βαρείας θλίψεως ἡ εἰκόνα τριῶν θηριωδῶν Κρητικῶν, νά ξυλοκοποῦν –σέ προφανῆ ἐκδήλωση θρασυδειλίας– ἕναν μικρόσωμο ἀστυνομικό, ὁ ὁποῖος τρέχει νά γλυτώσει ἀπό τά –πιθανῶς καί θανατηφόρα– χτυπήματα τῆς «κατσούνας», τήν ὁποία κραδαίνουν οἱ «ἀγανακτισμένοι ἀγρότες».

Παρασκευή, 10 Δεκεμβρίου 1965

Πρό 60 ἐτῶν
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΓΝΩΣΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ