«Πρωτομαγιά, τά λούλουδα γιορτάζουν» τραγουδοῦσε φάλτσα ἡ μητέρα μας.
«Ὁ Μάιος μᾶς ἔφθασε, ἐμπρός, βῆμα ταχύ, νά τόν προϋπαντήσουμε, παιδιά στήν ἐξοχή» σιγοτραγουδοῦσε, ὁλόσωστα, ὁ πατέρας. Ὅλα αὐτά, μέσα στό «Opel Olympia» τοῦ οἰκογενειακοῦ μας φίλου Γιάννη Μέρκου, μέ τό ὁποῖο πηγαίναμε ἐκδρομή πότε στό Μπάφι (σήμερα ὀνομάζεται Κρυονέρι) καί πότε στά Βίλλια, ὅπου ἀφθονοῦσαν οἱ ἀγροί ἀλλά καί οἱ …χασαποταβέρνες. Ὡς παιδί καί μέχρι νά μεγαλώσω ἀρκετά, γνώριζα ὅτι ἡ Πρωτομαγιά ἦταν μία ἀκόμη σχολική ἀργία.
Ἔτσι πίστευα, μέχρι πού, στήν ἐποχή τῆς «ἀποστασίας», βρέθηκα ἐρωτευμένος καί …κατηχούμενος, καθώς ἡ ἐκλεκτή (ἐκείνης τῆς ἐποχῆς) ἦταν μεγαλύτερή μου καί ἐνταγμένη στήν νεολαία τῆς ἀριστερᾶς.
Πολύ ἀργότερα, ὁ Διονύσης Σαββόπουλος εἶπε τό περίφημο «Στήν Μεταπολίτευση, ἄν δέν δήλωνες ἀριστερός, δέν ἔβγαζες γκόμενα», ἀλλά αὐτό ἴσχυε καί πρό τῆς Ἑπταετίας!
Ἔτσι, μέ τό πρῶτο χνούδι στίς παρειές, γνώρισα καί τήν «Ἐργατική Πρωτομαγιά», κάτι πού ἀνακοίνωσα στόν πατέρα μου. Δέν ἀντέδρασε, ἀλλά ἀντέδρασε ἡ βασιλόφρων μητέρα. «Ναί, ἀλλά νά πεῖς στά κουκουέδια μέ τά ὁποῖα μέ πληροφόρησαν ὅτι συναναστρέφεσαι, ὅτι τήν Ἐργατική Πρωτομαγιά, γιά τήν ὁποία κάνουν φασαρία, τήν καθιέρωσε ὁ Ἰωάννης Μεταξᾶς!».
Μέ προβλημάτισε τό ὅτι ὁ πατέρας (ἀκραιφνής βενιζελικός) δέν ἀντέδρασε, ἀλλά σκέφθηκα ἀμέσως ὅτι πολέμησε στήν Ἀλβανία καί ἴσως τό «Ὄχι» τοῦ Μεταξᾶ νά τοῦ ἦταν ἀρκετό γιά νά νερώσει τό κρασί…
Ἔτσι, ἀπό τά λούλουδα καί τά στεφάνια, ἀπό τούς ἀνθισμένους ἀγρούς τῶν Βιλλίων καί τοῦ Μπαφίου (φθάναμε καί μέχρι τά Κιοῦρκα, τά ὁποῖα ὁ πατέρας ἔκτοτε ἀποκαλοῦσε «Ἀφίδνας»), πέρασα στόν προβληματισμό καί στό δίλημμα τῆς ἐπιλογῆς μεταξύ μιᾶς ἐκδρομῆς στά λιβάδια ἤ μιᾶς συγκεντρώσεως μέ πολιτικό χαρακτῆρα.
Ὁμολογῶ ὅτι πέρασα κάποια χρόνια διχασμοῦ, μέχρι πού ἐνέσκηψαν οἱ συνταγματάρχες καί …μᾶς τελείωσαν οἱ συγκεντρώσεις!
Χθές, πού ὁ καιρός ἀποφάσισε νά ἐμφανισθεῖ μαγιάτικος, περπάτησα στό Πασαλιμάνι (Λιμήν Ζέας ἀναγγέλλει πλέον τό μεγάφωνο τοῦ τρόλλεϋ, ὅταν πλησιάζει στό «αὐγό» –ἔτσι ἀποκαλοῦμε τό περίφημο πέτρινο ὡρολόγιο τοῦ Πασαλιμανιοῦ, τό ὁποῖο τοποθετήθηκε ἐπίσης ἐπί πρωθυπουργίας Ἰωάννου Μεταξᾶ) μέ σκοπό νά συναντηθῶ μέ τούς φίλους, παλαιούς ἀθλητές τοῦ «Ἐθνικοῦ», τῆς ἀγαπημένης μας ὁμάδας. Λίγο πιό κάτω, στήν πλατεῖα Κανάρη, ἔχει στηθεῖ –ἀπό χρόνια– ἕνα μνημεῖο τιμῆς τῶν πεσόντων ἐργατῶν. Ἐκεῖ, λοιπόν, πραγματοποιήθηκε χθές συγκέντρωση (ἰδιαίτερα μικρή), ἐκφωνήθησαν λογύδρια καί κάποια σωματεῖα κατέθεσαν στεφάνια.
Αὐτομάτως, ἦλθαν στό μυαλό μου κάποιες παλαιότερες συγκεντρώσεις, στά πρῶτα μεταπολιτευτικά χρόνια. Γέμιζε τό Σύνταγμα, γέμιζε τό Πεδίον τοῦ Ἄρεως. Κι ὕστερα, ἄρχισαν οἱ «χωριστές» συγκεντρώσεις, ἀφοῦ τό ΠΑΣΟΚ τοῦ Ἀνδρέα Παπανδρέου εἶχε κατορθώσει νά ἐπικρατήσει καί νά θέσει σχεδόν στό περιθώριο τήν κατακερματισμένη ἀριστερά.
Ἀλλοῦ ἡ ΓΣΕΕ, ἀλλοῦ τό ΚΚΕ, ἀλλοῦ τό ΚΚΕ ἐσωτερικοῦ, ἀλλοῦ τό ΜΛ-ΚΚΕ, ἀλλοῦ τό ΚΚΕ-ΜΛ, ἀλλοῦ τό ΕΚΚΕ καί …δέν συμμαζεύεται!
Κοιτοῦσα τόν λιγοστό κόσμο, στό Πασαλιμάνι (διπλάσιος καί ἀκόμη περισσότερος ὁ κόσμος πού καθόταν στίς καφετέριες) καί προσπαθοῦσα νά καταλήξω ἄν «ἦταν καλύτερα τότε» ἤ ἄν «εἶναι καλύτερα τώρα».
Κατέληξα στό «τότε», ἁπλῶς ἐπειδή ἤμουν κατά πολύ νεώτερος!
Καί τοῦ χρόνου, νά ’μαστε καλά…