Βρέθηκα χθές τό πρωί στό «Δικαστικό Μέγαρο» τῶν Ἀθηνῶν, ὡς μάρτυς σέ μιά ὑπόθεση.
Ἀσφαλῶς, δέν πρόκειται γιά «Μέγαρο» ἀλλά γιά μιά περίεργη κατασκευή, σέ μιά σχεδόν ἄθλια περιοχή. Ὅποιος ἔχει ἐπισκεφθεῖ δικαστικά μέγαρα σέ ἄλλες εὐρωπαϊκές πρωτεύουσες, θά ἔχει, ἀσφαλῶς, διαπιστώσει ὅτι ἐκεῖ ἡ Θέμις στεγάζεται σέ κλασσικοῦ ρυθμοῦ κτήρια, τά ὁποῖα, χωρίς ἀμφιβολία, θά ταίριαζαν πολύ περισσότερο στήν Ἀθήνα ἀπ’ ὅ,τι σέ ὁποιαδήποτε ἄλλη εὐρωπαϊκή πόλη.
Κι ὅμως, ἐμεῖς –δίκην νεοπλούτων καί ὀπαδῶν τοῦ «κίτς»– ἐπιλέξαμε νά ἀνεγείρουμε ἕνα «Θέμιδος Μέλαθρον» τῆς κακιᾶς ὥρας, ἕνα ἄμορφο τετράγωνο κατασκεύασμα, δυσλειτουργικό, μέ προβλήματα πού κάθε τόσο ἔρχονται στήν ἐπιφάνεια, δύσκολο νά συντηρηθεῖ καί, κυρίως, χωρίς τήν ἐπιβλητικότητα καί τήν ὑποβλητικότητα πού ἀπαιτοῦν κτήρια τά ὁποῖα στεγάζουν τό «τελευταῖο καταφύγιο τῆς δημοκρατίας.»
Χθές, λοιπόν, τό πρωί, ἡ πρώτη εἰκόνα ἦταν «μαστοράντζες» μέ τρυπάνια, κατσαβίδια ἠλεκτρικά καί πριόνια, νά κόβουν καί νά βιδώνουν γυψοσανίδες, προφανῶς γιά νά ξεπεταχτεῖ κάποια νέα «αἴθουσα ἰσογείου», δηλαδή ἕνα δωμάτιο «γυψοσανιδέ», μέ λίγες καρέκλες καί μία ἕδρα, ὥστε νά ἐκδικάζονται κι ἐκεῖ μερικές ἀπό τίς χιλιάδες ὑποθέσεις, πού στίς ἄλλες εὐρωπαϊκές χῶρες λύονται ἐξωδίκως καί χωρίς ποτέ νά φθάσουν στά δικαστήρια.
Καί γιατί, ἆρά γε, ἐδῶ ἔχουμε τόσες πολλές ὑποθέσεις; Μά, γιά νά συντηρεῖται αὐτό τό περίεργο σύμπλεγμα δικηγόρων δικαιοσύνης, πού ὀφείλεται κυρίως στήν ὑπερπαραγωγή δικηγόρων ἀλλά καί στήν εὐκολία μέ τήν ὁποία ἀπιθώνονται ἐπί τῆς ἕδρας ντοσιέ ἐπί φακέλων καί σωροί χαρτιῶν, οἱ ὁποῖοι μεταφέρονται μέ καροτσάκια στύλ «Σκλαβενίτη» στούς διαδρόμους τοῦ «Μελάθρου».
Κούνια πού μᾶς κούναγε, ἀγαπητοί. Ἕνα «Θέμιδος Μέλαθρον» ὀφείλει νά προδιαθέτει τόν εἰσερχόμενο, νά τοῦ δίνει νά καταλάβει ὅτι εἰσέρχεται σέ ἕναν ἰδιαίτερο καί σημαντικό χῶρο. Νά αἰσθάνεται δέος καί σεβασμό πρός τόν χῶρο (καί πρός τούς δικαστές) «ἅμα τῇ εἰσόδῳ», πού θά ἔλεγε κι ὁ μακαρίτης ὁ θεῖος μου ὁ Βασίλης, ὅστις διετέλεσε Πρόεδρος τοῦ Ἀρείου Πάγου!
«Μήν βάζεις ἰδέες» μοῦ εἶπε, φίλος, παλαιός πολιτικός, στόν ὁποῖο ἐξέφρασα τήν ἐπιθυμία μου «νά γράψω κάτι γι’ αὐτό τό ἄθλιο πλέον “Θέμιδος Μέλαθρον”, τό ὁποῖο φιλοξενεῖ τά Δικαστήρια τῶν Ἀθηνῶν, τῆς πόλεως στήν ὁποία γεννήθηκε ἡ ἀρχιτεκτονική καί ἔλαμψε τό κλασσικό πνεῦμα, στό ὁποῖο στηρίχθηκαν κορυφαῖοι Εὐρωπαῖοι ἐπιστήμονες, προκειμένου νά σχεδιάσουν τά Δικαστήρια τρῶν δικῶν τους χωρῶν.»
Καί μήν νομίζετε ὅτι τά πράγματα εἶναι καλύτερα δίπλα, ἐκεῖ, δηλαδή, ὅπου στεγάζεται ὁ Ἄρειος Πάγος, ἐκεῖ ὅπου ἐσχάτως μπαινοβγαίνουν πολιτικοί γιά νά καταθέσουν καί νά καταγγείλουν, μέ τήν συνοδεία εἰκονοληπτῶν καί μαρκουτσοφόρων ρεπόρτερ.
Κι ἐκεῖ, διάδομοι-μακρυνάρια, γυψοσανίδες καί ξύλινες ἐπενδύσεις, χωρίς «γραμμή», χωρίς νά ὑπάρχει «τό κάτι» πού θά κάνει τόν χῶρο ὑποβλητικό καί θά θυμίζει στόν εἰσερχόμενο ὅτι, πράγματι, εἰσέρχεται «στά ἱερά καί τά ὅσια» τοῦ Δικαίου.
Ὅταν βρέθηκα σέ Δικαστήριο τοῦ Λονδίνου, γιά νά καταθέσω ὡς μάρτυς ὑπερασπίσεως τῆς ἐφημερίδος «Ἔθνος» στήν δίκη μέ τόν «Ἐκόνομιστ», μέ τό πού εἶδα τόν δικαστή στά τρία μέτρα ψηλότερα καί φέροντα τήν κόκκινη τήβενο καί τήν περούκα, αἰσθάνθηκα ὅτι «ἐδῶ κάτι σοβαρό συμβαίνει.»
Σᾶς βεβαιῶ, ὅτι δέν ἀρκεῖ μόνο ὁ «ὅρος χρήσεως» τοῦ κτηρίου. Ἀπαιτεῖται χαρακτῆρας καί πνεῦμα, πού θά ὑποχρεώνει τόν εἰσερχόμενο νά ἀντιληφθεῖ ὅτι δέν πρόκειται γιά μία ἀκόμη «Δημόσια Ὑπηρεσία» ἀλλά γιά χῶρο ἀπονομῆς Δικαιοσύνης καί δικαίας κρίσεως.