Καμπανάκι Στουρνάρα γιά τράπεζες, ἐπιτόκια, πτωχεύσεις, ἐλλείμματα

Μέ ἀστερίσκο οἱ θετικές προβλέψεις τῆς Ἐνδιάμεσης Ἐκθέσεως γιά τήν ἀνάπτυξη τῆς οἰκονομίας – Εὐάλωτη σέ ἐξωτερικές διαταραχές

ΓΙΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΥΣ κινδύνους πού ἀπειλοῦν τράπεζες, νοικοκυριά καί ἐπιχειρήσεις προειδοποιεῖ στήν ἔκθεση νομισματικῆς πολιτικῆς 2020-2021 ὁ διοικητής τῆς Τραπέζης τῆς Ἑλλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας. Ἀπηύθυνε δέ σαφές μήνυμα γιά ἄμεσο τερματισμό τῆς δημοσιονομικῆς χαλαρώσεως ἀφοῦ τά ἐλλείμματα τῆς πανδημίας ἔχουν ἐπιβαρύνει τό δημόσιο χρέος. Δίδυμα ἐλλείμματα, «κόκκινα» δάνεια, μείωσις κερδοφορίας τραπεζῶν, αὔξησις ἀνεργίας, ἀπειλή πτωχεύσεων, ἔλλειμμα ἀνταγωνιστικότητος καί αὔξησις ἐπιτοκίων δανεισμοῦ εἶναι μεταξύ τῶν κινδύνων πού μπορεῖ νά ὑπονομεύσουν τήν ἀνάκαμψη τῆς οἰκονομίας. Ἄν καί ἡ ἔκθεσις προβλέπει ἀνάπτυξη 4,2% φέτος καί 5,3% τό 2022, ὁ κ. Στουρνάρας ἐπισημαίνει ὅτι οἱ προβλέψεις ὑπόκεινται σέ κινδύνους, οἱ ὁποῖοι σχετίζονται μέ τήν ἐξέλιξη τῆς πανδημίας σέ ἐθνικό καί παγκόσμιο ἐπίπεδο, καί μία σειρά ἀπό ἄλλους παράγοντες. Παρά τό γεγονός ὅτι τό ἐμβολιαστικό πρόγραμμα ἐξελίσσεται ὁμαλῶς, ἡ ἐξάπλωσις τῶν μεταλλάξεων τοῦ κορωνοϊοῦ ἀποτελεῖ πηγή ἀβεβαιότητος, ἐνῶ ἡ ἄρσις τῶν μέτρων στηρίξεως τῆς οἰκονομίας θά μποροῦσε νά ὁδηγήσει σέ πτωχεύσεις ὁρισμένων ἐπιχειρήσεων, ἰδιαίτερα σέ κλάδους πού ἔχουν πληγεῖ ἀπό τήν πανδημία, σέ αὔξηση τῶν μή ἐξυπηρετουμένων δανείων σέ ἐπιδείνωση τῆς ἀγορᾶς ἐργασίας. Ἕνας ἐπί πλέον κίνδυνος πηγάζει ἀπό μία ἐνδεχόμενη καθυστέρηση στήν ἀπορρόφηση τῶν πόρων τοῦ εὐρωπαϊκοῦ μέσου ὅρου ἀνακάμψεως. Πρόσθετο κίνδυνο σέ μεσοπρόθεσμο ὁρίζοντα ἀποτελεῖ καί τό ἐνδεχόμενο τερματισμοῦ τῶν ἐκτάκτων, λόγω τῆς πανδημίας, μέτρων νομισματικῆς πολιτικῆς τῆς ΕΚΤ, πρίν ἀνακτήσουν τά ἑλληνικά ὁμόλογα τήν ἐπενδυτική βαθμίδα. Σέ αὐτήν τήν περίπτωση τά ἑλληνικά ὁμόλογα θά καταστοῦν εὐάλωτα σέ ἐνδεχόμενες διαταραχές στό παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οἱ ὁποῖες θά μποροῦσαν νά προκύψουν ἀπό μία ἀπότομη αὐστηροποίηση τῆς νομισματικῆς πολιτικῆς στίς ἀνεπτυγμένες οἰκονομίες ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ταχύτερης τοῦ ἀναμενομένου αὐξήσεως τοῦ πληθωρισμοῦ.

Συμφώνως πρός τήν ἔκθεση, μεσοπρόθεσμα, ἡ αὐξημένη διασύνδεσις κρατικοῦ καί τραπεζικοῦ τομέως σέ ἐθνικό καί εὐρωπαϊκό ἐπίπεδο (μέσω τῆς ηὐξημένης διακρατήσεως κρατικῶν ὁμολόγων ἐκ μέρους τῶν τραπεζῶν, τῆς παροχῆς κρατικῶν ἐγγυήσεων στό τραπεζικό σύστημα καί τῶν ἀναβαλλομένων φορολογικῶν ἀπαιτήσεων) ἐπιτείνει τούς κινδύνους γιά τήν χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Στό ἐξωτερικό περιβάλλον, τυχόν γεωπολιτικές ἐντάσεις στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Νοτιοανατολικῆς Μεσογείου ἐνδέχεται νά ὀξύνουν τήν προσφυγική κρίση καί νά ἐπηρεάσουν τό οἰκονομικό κλῖμα καί τίς ἐπενδύσεις.
Συμφώνως πρός τήν ἔκθεση, ἡ ἑλληνική οἰκονομία ἐξακολουθεῖ νά ἀντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις σέ βραχυπρόθεσμο καί μεσομακροπρόθεσμο ὁρίζοντα. Βραχυπρόθεσμα, ἡ κυρία πρόκλησις σχετίζεται μέ τόν ἔλεγχο τῆς πανδημίας καί τήν ἐπάνοδο σέ σταθερή ἀναπτυξιακή τροχιά. Σέ μεσο-μακροπρόθεσμο ὁρίζοντα, οἱ βασικότερες προκλήσεις εἶναι:

1. Ἡ ἐπιστροφή τῆς ἑλληνικῆς οἰκονομίας σέ μία κατάσταση διδύμων ἐλλειμμάτων, σέ συνδυασμό μέ τήν διόγκωση τοῦ ἰδιωτικοῦ καί δημοσίου χρέους, αὐξάνει τούς κινδύνους καί μπορεῖ νά δυσχεράνει τήν ἐπίτευξη τῶν στόχων τοῦ Ἐθνικοῦ Σχεδίου Ἀνακάμψεως καί Ἀνθεκτικότητος.

Τονίζει ὅτι «τά ἐπεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα τῆς περιόδου 2020-2021 ἔχουν ἐπιβαρύνει τό δημόσιο χρέος ὡς ποσοστό τοῦ ΑΕΠ καί τίς ἀκαθάριστες χρηματοδοτικές ἀνάγκες τοῦ Δημοσίου» ἐνῶ ἀναφέρει ὅτι ἡ μακροπρόθεσμη κούρσα γιά τήν διατήρηση τῶν χρηματοδοτικῶν ἀναγκῶν τοῦ Δημοσίου κάτω ἀπό τό κρίσιμο ὅριο τοῦ 15% τοῦ ΑΕΠ ἀρχίζει νά γίνεται ἀρκετά δύσκολη: «Ἐνῶ συνεχίζεται ἡ πτωτική πορεία τοῦ δημόσιου χρέους, οἱ χρηματοδοτικές ἀνάγκες γιά τήν ἑπόμενη δεκαετία διατηροῦνται πλέον ὁριακά στό ἐπίπεδο ἀναφορᾶς 15% τοῦ ΑΕΠ, μέ τήν προϋπόθεση ὅμως ὅτι διατηροῦνται τά ταμειακά διαθέσιμα σέ ὑψηλό ἐπίπεδο. Ὡς ἐκ τούτου, ἐξαλείφεται ὁποιοδήποτε περιθώριο χαλάρωσης τῶν μακροπρόθεσμων στόχων γιά τά πρωτογενῆ πλεονάσματα, ἐνῶ αὐξάνονται οἱ κίνδυνοι σέ περίπτωση ἀρνητικῶν διαταραχῶν».

2. Ἡ λῆξις τοῦ ἐκτάκτου λόγω τῆς πανδημίας προγράμματος ἀγορᾶς τίτλων τῆς ΕΚΤ θά μποροῦσε νά ἀσκήσει ἀνοδικές πιέσεις στό κόστος δανεισμοῦ τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου ἄν ἕως τότε ἡ πιστοληπτική ἀξιολόγησις τῆς ἑλληνικῆς οἰκονομίας ὑπελείπετο τῆς ἐπενδυτικῆς βαθμίδος. Ὁ κεντρικός τραπεζίτης τῆς Αὐστρίας ἀνέφερε χθές ὅτι ἡ ΕΚΤ θά μποροῦσε νά τερματίσει τό ἔκτακτο πρόγραμμα ἐνισχύσεως τῆς οἰκονομίας κάποια στιγμή τόν Μάρτιο καί οἱ ἀγορές μπορεῖ νά ἔχουν δίκιο πού δέν προεξοφλοῦν μία αὔξηση σέ πιό παραδοσιακές ἀγορές ὁμολόγων.

3. Οἱ τράπεζες συνεχίζουν νά ἐπιβαρύνονται ἀπό ἕνα ὑψηλό ἀπόθεμα ΜΕΔ, τά ὁποῖα ἀναμένεται νά αὐξηθοῦν μετά τήν λήξη τῶν μέτρων στηρίξεως. Παράλληλα, ἡ κεφαλαιακή βάσις τῶν τραπεζῶν ἀναμένεται νά ἀποδυναμωθεῖ περαιτέρω ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἀκολουθουμένης πολιτικῆς μειώσεως τῶν ΜΕΔ.

4. Ἡ διαρθρωτική ἀνταγωνιστικότης τῆς ἑλληνικῆς οἰκονομίας παραμένει συγκριτικά χαμηλή, παρά τήν βελτίωση σέ ὁρισμένους τομεῖς.

5. Ἡ ἀνεργία παραμένει σέ ὑψηλά ἐπίπεδα καί ἐνδέχεται νά αὐξηθεῖ μετά τήν ἄρση τῶν μέτρων στηρίξεως, ἰδιαίτερα σέ κλάδους ὑπηρεσιῶν πού ἐπηρεάσθηκαν ἀρνητικά ἀπό τήν πανδημία. Καθώς ἡ πανδημία ὁδηγεῖ σέ ἀλλαγές τῶν καταναλωτικῶν προτύπων, ἡ ἀνάκαμψις στούς κλάδους αὐτούς ἐνδέχεται νά καθυστερήσει, μέ κίνδυνο ἡ ἀνεργία νά μετατρέπεται σέ διαρθρωτικό φαινόμενο. Ἤδη, στό 17,1% ἀνῆλθε τό ποσοστό ἀνεργίας στή χώρα τό α΄ τρίμηνο ἐφέτος (ἀπό 16,2% τό α΄ τρίμηνο 2020 καί τό δ΄ τρίμηνο 2020), μέ τόν ἀριθμό τῶν ἀνέργων νά ἀνέρχεται σέ 745.414 ἄτομα.

6. Τό ὑψηλό ἐπενδυτικό κενό τῆς προηγούμενης δεκαετίας περιορίζει τίς μακροπρόθεσμες προοπτικές τῆς οἰκονομίας.

Τό α΄ τρίμηνο τοῦ 2021, οἱ τράπεζες, συνολικῶς, κατέγραψαν ζημίες (ὅπως καί τό 2020). Παρ’ ὅτι τά καθαρά ἔσοδα ἐνεφάνισαν αὔξηση, ὡστόσο, μετά τόν σχηματισμό προβλέψεων γιά τόν πιστωτικό κίνδυνο (οἱ ὁποῖες ἀντανακλοῦν κυρίως τίς ζημίες συνεπείᾳ τῆς προγραμματισμένης πωλήσεως μεγάλου ὄγκου μή ἐξυπηρετουμένων δανείων μιᾶς συστημικής τραπέζης), προέκυψαν ζημίες σέ ἐπίπεδο συστήματος. Ὅσον ἀφορᾶ τήν κεφαλαιακή ἐπάρκεια, τό α΄ τρίμηνο τοῦ 2021 τόσο ὁ Δείκτης Κεφαλαίου Κοινῶν Μετοχῶν (Common Equity Tier 1 – CET1) ὅσο καί ὁ Δείκτης Κεφαλαιακῆς Ἐπαρκείας σέ ἑνοποιημένη βάση ὑπεχώρησαν ἐλαφρῶς σέ σύγκριση μέ τό 2020, ἀλλά παρέμειναν σέ ἱκανοποιητικό ἐπίπεδο (13,6% καί 15,6% ἀντιστοίχως στό τέλος Μαρτίου τοῦ 2021.) Ὡστόσο, ὑπολείπονται πλέον τοῦ εὐρωπαϊκοῦ μέσου ὅρου. Κατά τά τελευταῖα τρίμηνα, ἀρνητική ἐπίδραση στούς δεῖκτες κεφαλαιακῆς ἐπαρκείας ἀσκοῦν οἱ τιτλοποιήσεις πού γίνονται στό πλαίσιο τῆς μειώσεως τῶν ΜΕΔ καί ἡ σταδιακή ἐνσωμάτωσις τῆς ἐπιδράσεως τοῦ Διεθνοῦς Προτύπου Χρηματοοικονομικῆς Ἀναφορᾶς 9 (ΔΠΧΑ 9).

Ἐνσωματώνοντας τήν πλήρη ἐπίδραση τοῦ ΔΠΧΑ 9, ὁ δείκτης CET1 διεμορφώθη σέ 11,8% καί ὁ Δείκτης Κεφαλαιακῆς Ἐπαρκείας σέ 13,8%. Περίπου τό 65% τῶν κεφαλαίων CET1 τῶν τραπεζῶν ἀντιστοιχεῖ σέ ἀναβαλλομένη φορολογική ἀπαίτηση ἔναντι τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου. Ἡ παροῦσα στρατηγική γιά τήν μείωση τῶν ΜΕΔ ἐκτιμᾶται ὅτι θά αὐξήσει αὐτό τό ποσοστό. Οἱ τράπεζες ὀφείλουν νά ἐνισχύσουν ποιοτικῶς καί ποσοτικῶς τά κεφάλαιά τους, μία κατεύθυνσις στήν ὁποία καταγράφονται ἤδη θετικές ἐξελίξεις. Προβληματισμό ὡστόσο δημιουργοῦν τά σχετικά ἀδύναμα μεγέθη κεφαλαιακῆς ἐπαρκείας ὁρισμένων μή συστημικῶν τραπεζῶν.

Κεντρικό θέμα