Ἤθελα νά ’ξερα τί ὑλικό ἔχουν μέσα στό κεφάλι τους αὐτοί οἱ ἄνδρες…
… πού δολοφονοῦν τίς συντρόφους τους, τίς φίλες τους, τίς συζύγους τους; Οὐδέποτε ἀπεδέχθην, ὡς πολίτης, τόν ὅρο «ἔγκλημα τιμῆς». Θεωρῶ τοὐλάχιστον γελοῖο τόν ἰσχυρισμό, πού ἔγινε καί τραγούδι: «Τήν σκότωσα γιατί τήν ἀγαποῦσα». Δέν μπορεῖ, ἐπ’ οὐδενί, νά συνδυασθοῦν αὐτά τά δύο. Ἡ ἀγάπη μέ τήν δολοφονία ἐκείνου «πού ἀγαπᾶς».
Τήν αὐτοκτονία δύο ἐρωτευμένων, τοῦ Ρωμαίου καί τῆς Ἰουλιέττας, τοῦ Μιμίκου καί τῆς Μαίρης, τοῦ παντρεμένου ἐμπόρου ὑποδημάτων ἀπό τόν Πειραιᾶ, πού, μαζί τήν ἐρωμένη του, πρίν καμία πενηνταριά χρόνια, ὅρμησαν μέ τό αὐτοκίνητο στό κενό, στή λεωφόρο Ἀθηνῶν–Σουνίου, τήν κατανοῶ καί «βγάζω τό καπέλο», ἀναλογιζόμενος, φυσικά, τήν ἐποχή.
Ἀλλά τό νά σκοτώνεις τήν γυναῖκα σου, ἐπειδή «ζήτησε νά χωρίσουμε», «ἐπειδή πῆγε μέ ἄλλον», «ἐπειδή μέ μείωσε μέ αὐτά πού μοῦ ἔλεγε», τό θεωρῶ ντροπή γιά τό ἀνδρικό φῦλο.
Δέν θά εἶχα τελειώσει τό δημοτικό, ὅταν ἄκουσα τούς γονεῖς μου νά τσακώνονται μεγαλοφώνως! Ἄνοιξα τήν πόρτα τοῦ γραφείου τοῦ πατέρα μου καί τούς εἶπα τρεῖς λέξεις: «Γιατί δέν χωρίζετε;». Οὔτε ξέρω πῶς «μοῦ ἦρθε» ἐκείνη τήν ὥρα. Πάντως, ἀπ’ ὅ,τι μοῦ εἶπε ἀργότερα ὁ πατέρας μου, ἐκείνη ἡ παρέμβασή μου τούς «προσγείωσε» καί ἀπέφυγαν νά ξανατσακωθοῦν. Τοὐλάχιστον δέν τούς ἄκουσα ἐγώ νά τό ξανακάνουν ἀπό τότε…
Τί πιό ἁπλό; Ὅταν βλέπεις ὅτι «τό πρᾶγμα δέν πάει», ὅταν ἡ συμβίωση δέν εἶναι ἀμοιβαίως ἀποδεκτή, ὅταν οἱ ἀλλεπάλληλες μικρές ἤ μεγάλες ὑποχωρήσεις, πού εἶναι ἀπαραίτητες σέ ἕναν γάμο ἤ σέ ὁποιαδήποτε συμβίωση, δέν φέρνουν ἀποτέλεσμα, ὁ χωρισμός εἶναι ἡ ἐνδεδειγμένη καί ἡ μοναδική λύση.
Ἄν θέλετε τήν ἄποψή μου, ὁ ἄνδρας εἶναι ἐκεῖνος πού –σχεδόν σέ ὅλες τίς περιπτώσεις τῶν ἐγκλημάτων μέ θύματα γυναῖκες– ἔχει τήν μεγαλύτερη εὐθύνη.
Δέν μπορῶ νά καταλάβω, κάποιες φορές, τίς σημερινές γυναῖκες. Σέ μία ἐποχή πού ἡ γυναῖκα εἶναι πλέον ἰσότιμη –γιά ἐμένα ἰσχυρότερη– μέ τόν ἄνδρα, θεωρῶ ἀπαράδεκτο νά ἀνέχεται ὁποιασδήποτε μορφῆς βία εἰς βάρος της. Ὀφείλει νά καταγγείλει ἀμέσως τήν βία στίς ἀρχές. Κυρίως, ἄν ὑπάρχουν καί παιδιά. Ἀστυνομία, αἴτημα προστασίας, προσφυγή στήν Δικαιοσύνη καί τέλος! Καί θά συμφωνήσω πλέον μέ τόν ὅρο «γυναικοκτονία», τόν ὁποῖο θεωροῦσα ἕως τώρα ἀδόκιμο. Ἄς προστατεύσουμε τήν γυναῖκα. Καί τά σημερινά κορίτσια ἄς θυμοῦνται πῶς ἔζησαν οἱ γιαγιάδες τους:
«Ἴσως οἱ σημερινές εἰκοσάχρονες ποτέ δέν ἀναλογίσθηκαν ὅτι ἐμεῖς τῆς γενιᾶς μας, γιαγιάδες πιά: Φορούσαμε κοντές μίνι φοῦστες, κολλητά παντελόνια, ψηλοτάκουνα καί δέν χρησιμοποιούσαμε σουτιέν. Ἀκούγαμε Led Zeppelin, Who, Beatles, Rolling Stones, Jimi Hendrix καί Janis Joplin. Ἀνεβαίναμε σέ Mίνι Κοῦπερ καί σέ θορυβώδεις μηχανές. Καπνίζαμε στριφτό, πίναμε τζίν-τόνικ καί οὐΐσκυ. Πηγαίναμε σέ φεστιβάλ μουσικῆς, μέσα στίς λάσπες, χορεύοντας ἀνάμεσα στό πλῆθος. Ζούσαμε ἀτέλειωτες ἡμέρες, γιατί δέν εἴχαμε τηλεόραση, internet, smartphone, social media καί δέν μᾶς καιγόταν καρφί. Μάθετέ το: δέν θά εἶστε ποτέ «φευγᾶτες» ὅπως ἡ γιαγιά σας.
Κἄποιος ἔπρεπε νά σᾶς τό πεῖ!» Τάδε ἔφη Barbara Gennaioli. Ἔτσι ἦταν τά κορίτσια μας. Καί τά σεβόμασταν!