Τό Κόνγκσμπεργκ εἶναι μία μικρή κωμόπολη, πολύ κοντά στό Ντράμμεν, μποροῦμε νά ποῦμε στήν εὐρύτερη περιοχή τοῦ Ὄσλο
Στήν Νορβηγία οἱ ἀποστάσεις εἶναι μεγάλες, ἀλλά τό ὁδικό δίκτυο εἶναι τόσο καλό, πού τίς διανύεις μέ ἀσφάλεια καί μέ –σχετική– ταχύτητα. Στό Κόνγκσμπεργκ πηγαίναμε τακτικά μέ τόν φίλο μου, τόν Ράγκναρ, συνάδελφο δημοσιογράφο, ὅταν ἐργαζόμασταν καί οἱ δύο ὡς συνεργάτες Νορβηγικῶν ἐφημερίδων καί περιοδικῶν, μέ ἕδρα τήν Ἀθήνα, περί τά τέλη τοῦ ’70 καί μέχρι τό 1983.
Εἶχε ἐκεῖ καλούς φίλους καί ἀπολαμβάναμε τήν ζεστασιά καί τό φαγητό, μέ καλή παρέα, ἡ ὁποία περίμενε «πῶς καί πῶς» κάθε καλοκαίρι νά ἔλθω ὡς «ὁ Ἕλληνας Σάντα Κλάους, μέ τά δύο πολύτιμα μπουκάλια “Μεταξᾶς μπράντι”». Δύο φορές, μάλιστα, καλοκαίρι, εἴχαμε παρακολουθήσει τό ἐτήσιο Φεστιβάλ τζάζ, πού ὀργανώνεται ἐκεῖ ἀπό τό 1964, κάθε χρόνο… Καί χθές, εἶδα στήν τηλεόραση τίς φοβερές σκηνές, μέ τόν τοξότη ἀπό τήν Δανία, νά δολοφονεῖ μέ τά βέλη του πέντε ἀνθρώπους στό κέντρο μιᾶς φιλήσυχης, τυπικῆς νορβηγικῆς κωμοπόλεως, ὅπου τά σπίτια κλείνουν τίς πόρτες τους νωρίς τό βράδυ καί μόνο μερικές πάμπ παραμένουν ἀνοιχτές, ἀλλά κι αὐτές μέχρι τίς ἕντεκα, τό πολύ…
Δέν εἶναι τυχαῖο μέρος τό Κόνγκσμπεργκ (σημαίνει: Τό βασιλικό βουνό). Ἦταν γιά πολλά χρόνια (σχεδόν ἑκατό) ἡ πολυπληθέστερη πόλη τῆς περιοχῆς, καθώς ἐκεῖ ὑπῆρχαν ὀρυχεῖα ἀργύρου καί (ὀλίγου) χρυσοῦ.
Γιά τόν λόγο αὐτό, στό Κόνγκσμπεργκ, λειτουργεῖ μέχρι καί σήμερα τό Νομισματοκοπεῖο τῆς Νορβηγίας, πού δέν κόβει μόνο νορβηγικά νομίσματα (κορῶνες) ἀλλά παίρνει καί ἐργολαβίες ἀπό τό ἐξωτερικό, «κόβοντας» ἀναμνηστικά νομίσματα ἄλλων χωρῶν. Κι ἀργότερα, ὅταν τά ὀρυχεῖα στέρεψαν, ἱδρύθηκε στήν περιοχή ἕνα μεγάλο ἐργοστάσιο κατασκευῆς ὅπλων (Kongsberg Vaapenfabrikk) μέ τά πλέον γνωστά προϊόντα του, τό Kongsberg Colt καί τό τουφέκι Krag-Jorgensen!
Σήμερα, ἔχει ἐξελιχθεῖ σέ ἕνα πλέγμα δραστηριοτήτων ὑψηλῆς Τεχνολογίας (Kongsberg Gruppen), γύρω ἀπό τήν Ναυτιλία καί τήν Ἄμυνα καί ἡ ἑταιρεία εἶναι εἰσηγμένη στό Χρηματιστήριο τοῦ Ὄσλο!
Ὑπάρχει, λοιπόν, ἕνα σπουδαῖο παρελθόν γιά τήν μικρή πόλη, πού γνώρισε δόξες καί σήμερα ἀπολαμβάνει, μέ λιγότερους κατοίκους ἀλλά ὑψηλό βιοτικό ἐπίπεδο, τούς καρπούς τῆς παλαιότερης φήμης… Δέν παύει, ὅμως, νά εἶναι …Νορβηγία! Δηλαδή μιά βόρεια, σκανδιναβική χώρα, μέ ἕξι μῆνες νύχτα καί μέ ὅλη ἐκείνη τήν μαυρίλα πού ἀποπνέουν τά ἀστυνομικά μυθιστορήματα τοῦ Γιού Νέσμπε καί οἱ «σκοτεινές» σκανδιναβικές σειρές πού μᾶς προσφέρει ἐσχάτως τό «Nέτφλιξ». Καί ὑπό αὐτές τίς συνθῆκες, δέν εἶναι πολύ δύσκολο νά «σαλτάρει» κάποιος, ἰδίως ἄν ἔχει κάποια προδιάθεση ἤ ἀνήκει σέ κάποια θρησκευτική ἤ ἄλλου εἴδους «σέχτα», ἀπό ἐκεῖνες πού εὐδοκιμοῦν στίς χῶρες τοῦ παγωμένου καί σκοτεινοῦ Βορρᾶ.
Εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ Νορβηγική Ἀστυνομία θά κάνει σωστά τήν δουλειά της. Ἀργά, χωρίς νά ἀνακοινώσει ὁτιδήποτε ἄν δέν εἶναι ἀπολύτως διακριβωμένο καί ἐπιβεβαιωμένο, θά «ξετινάξει» τόν δολοφόνο καί θά γνωστοποιήσει τά αἴτια καί τά κίνητρα τῆς πράξεώς του. Κι ἔπειτα, θά τόν κλείσει σέ μιά φυλακή πολυτελείας, μέ ὅλα τά «κομφόρ», καθώς ἐκεῖ ἡ στέρηση τῆς ἐλευθερίας –ὑπό τίς καλύτερες συνθῆκες διαβιώσεως– θεωρεῖται ἀφ’ ἑαυτῆς ὑψίστη τιμωρία…