Δέν θυμᾶμαι νά κοιμόμουν τό βράδυ τῆς προπαραμονῆς
Θυμᾶμαι ὅτι σηκωνόμουν ἀπό τό κρεβάτι ἀξημέρωτα καί πάντα συναντοῦσα τόν πατέρα νά ἔχει ἑτοιμάσει ζεστό τσάι μέ δυό μελομακάρονα «γιά νά πάρω δύναμη»… Πρίν τίς ἑπτά ἤμουν στήν γωνία τοῦ σπιτιοῦ μέ τήν φυσαρμόνικα στήν τσέπη, μιά «Hohner Marine Band» (τήν ἔχω ἀκόμη) καί ἔπαιζα μιά στροφή ἀπό τά κάλαντα, δίνοντας τό σύνθημα… Σέ ἐλάχιστο χρόνο ὁ Ἄγγελος Μαστοράκης καί ὁ Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, φίλοι καί συμμαθητές, βρίσκονταν ἐκεῖ, πανέτοιμοι γιά τήν ἐξόρμηση. Ἡ μικρή ὀρχήστρα διέθετε φυσαρμόνικα, ἕνα «τρίγωνο» καί μιά «μελόντικα». Δηλαδή εἴχαμε τό «κάτι» πού δέν εἶχαν οἱ ἄλλες «κομπανίες» τῆς γειτονιᾶς μας. Καί, καθώς ἄρχιζε νά φωτίζει, κινούσαμε γιά τήν ἐπιχείρηση «Καλήν ἡμέραν ἄρχοντες»…
Ἡ ἀρχή γινόταν ἀπό τά πέριξ τῆς γειτονιᾶς. Χτυπούσαμε τό κουδοῦνι καί μᾶς ἄνοιγαν ἀμέσως. Δέν θυμᾶμαι νά μᾶς εἶχε πεῖ κάποιος ἐκεῖνο τό φοβερό «μᾶς τά ’παν ἄλλοι». Βέβαια, τά χρήματα πού μᾶς ἔδιναν ἦταν λίγα, καθώς ἦταν μιά περιοχή ἐργατική, χαμηλῶν εἰσοδημάτων… Ὅταν εἶχε πιά περάσει ἡ ὀγδόη πρωινή, εἴχαμε βρεθεῖ πρός τό κέντρο καί ὅλα ἦταν διαφορετικά. Μπαίναμε στά λαμπερά καταστήματα, στοῦ Καλαμίτση-Κοκκώνη, στήν «Μοντέρνα Γωνιά», στοῦ Χαραμῆ (ἄχ, πόσο μοῦ λείπει ἡ παιδική μου φίλη Μαρία), στοῦ Βουγιάλα, στήν «Στάνη» ἀλλά καί στά «Ἡνωμένα Βουστάσια». Ὅλοι οἱ ἐν λόγω καταστηματάρχες ἦταν πελάτες τοῦ ἰατροῦ πατέρα μας καί μέ τό πού μέ ἔβλεπαν νά ἡγοῦμαι τῆς μουσικῆς συντροφιᾶς, χαμογελοῦσαν διάπλατα καί ἄνοιγαν τό πορτοφόλι ἤ τό συρτάρι μέ τίς εἰσπράξεις… Ἡ παρέα γνώριζε ὅτι στό κέντρο δέν θά εἰσπράτταμε κέρματα, ἀλλά χαρτονομίσματα! Καί ὅταν φθάναμε στόν ἡμιόροφο τῆς ὁδοῦ Κολοκοτρώνη, ἐκεῖ πού συστεγάζονταν οἱ θεῖοι μου, ὁ συμβολαιογράφος Ἀνδρέας καί ὁ δικηγόρος Βασίλειος Πατσουράκος, εἴχαμε ἐξασφαλισμένα δύο πενηντόδραχμα! Μεγάλη δουλειά, ἄν ἀναλογισθεῖ κανείς ὅτι τότε τό ἡμερομίσθιο ἦταν τριάντα πέντε δραχμές!
Κι ὕστερα, ἀνηφορίζαμε πρός τόν Ἅγιο Βασίλη, ἐκεῖ πού ἔμενε ἡ γιαγιά μας, γιά νά εἰσπράξουμε ἕνα ἀκόμη χαρτονόμισμα. Μπαίναμε στό τράμ τραγουδῶντας καί κατεβαίναμε στό τέρμα. Κατηφορίζαμε τήν ὁδό Ἀποστόλη, «καλαντίζαμε» στῆς γιαγιᾶς κι ὕστερα βγαίναμε στήν παραλία!
Περπατούσαμε μέχρι τήν Φρεαττύδα, μπαίναμε στό λεωφορεῖο καί, κατά τίς ἕνδεκα, φθάναμε στό κτίριο τοῦ «Οἴκου Ναύτου», ἕδρα τοῦ πατέρα μου, γιά νά ποῦμε τά κάλαντα στά ἰατρεῖα. Μεσημέρι πιά, ἐπιστρέφαμε στοῦ «Χαραμῆ», δίπλα στήν Ράλλειο, γιά νά ἀγοράσουμε τίς ὑπέροχες τυρόπιτες καί νά πιοῦμε τήν πορτοκαλάδα, πού θά μᾶς «κρατοῦσαν» μέχρι τό ἀπόγευμα, πού θά ἐπιστρέφαμε στό σπίτι…
Ἦταν μιά ἡμέρα ἀπόλυτης ἐλευθερίας, χωρίς τό «ποῦ πᾶς» καί τό «μήν ἀπομακρυνθεῖς», πού ἀκούγαμε κάθε τόσο ἀπό τούς γονεῖς. Καί τό ἀπόγευμα, στό τραπέζι, γινόταν ἡ μοιρασιά. Δίκαιη, καί ὅ,τι περίσσευε γινόταν «κορώνα-γράμματα»…
Γι’ αὐτό, μόλις χτυπήσει τό κουδοῦνι τήν παραμονή, πετάγομαι καί ἀνοίγω τήν πόρτα. Καί κάποιες φορές ὑγραίνονται τά μάτια, πίσω ἀπό τά μαῦρα γυαλιά. Γιατί θυμᾶμαι. Καί μετρῶ τά χρόνια πού πέρασαν, τόσο γρήγορα…