Προχθές, ἔφυγε ἀπό τήν ζωή ὁ δημοσιογράφος Γιάννης Βιντάλ
Ἕνας καλός καί πρᾶος συνάδελφος, ὁ ὁποῖος ἦταν μοναδικός στίς φάρσες! Σήμερα, πού οἱ ἐφημερίδες ἔχουν ἀλλάξει πλέον χέρια καί (πλήν ἐλαχίστων) βρίσκονται στά χέρια ἐπιχειρηματιῶν, δέν ὑπάρχει ἐκεῖνο τό «παρεΐστικο» κλῖμα, τό ὁποῖο ζήσαμε καί ἀπολαύσαμε ἐμεῖς, οἱ παλαιότεροι στόν χῶρο, πρίν μετατραπεῖ σέ «γαλέρα»…
Στήν «Βραδυνή» τοῦ Τζώρτζη Ἀθανασιάδη, ὁ Βιντάλ, ὁ Δημήτρης Ρίζος, ὁ Γιῶργος Λεονταρίτης (ἦταν στήν «Ἀκρόπολι», ἀλλά κάναμε παρέα), ὁ Σαράντης Μιχαλόπουλος καί ὁ Βασίλης Χριστοδούλου, ἦταν οἱ «πυρῆνες» τῆς φάρσας καί ἐμεῖς, οἱ νεότεροι, ἀκολουθούσαμε.
Ὁ Λευτέρης Γενεράλης, ὁ ἀθλητικός δημοσιογράφος πού ἔγραψε τήν δική του ἱστορία, κυρίως ὡς ρεπόρτερ τοῦ «Ἐθνικοῦ» ἀλλά καί προσωπικός φίλος τοῦ ἐπιχειρηματία Δημήτρη Καρέλλα, ἦταν μαζί μας, στήν «Βραδυνή».
Ὑπέστη κρίση χολῆς καί χειρουργήθηκε. Ὁ Βιντάλ, λοιπόν, σέ συνεργασία μέ τόν Λεονταρίτη, βρῆκε ἕναν φίλο του ἱερέα καί «τόν ἔβαλε στό κόλπο» πού ἑτοίμαζε. Πῆγε, λοιπόν, ὁ ἱερέας στό «Ὑγεία», ὅπου νοσηλευόταν ὁ Γενεράλης, μπῆκε στό δωμάτιο καί φόρεσε τό πετραχήλι του. «Τί θέλετε, πάτερ;» τόν ρωτᾶ ὁ ἀσθενής, πού ἀνέρρωνε μέ τούς ὀρούς στά χέρια. «Ἦλθα, τέκνον μου, νά σέ ἐξομολογήσω καί νά μεταλάβεις!» τοῦ λέει ὁ ἱερωμένος.
Τρελλαίνεται ὁ Λευτέρης. «Τί εἶναι αὐτά πού λέτε; Ἐγώ εἶμαι μιά χαρά!» ἀπαντᾶ. «Ναί, παιδί μου, ἀλλά ἄλλαι μέν βουλαί ἀνθρώπων, ἄλλα δέ Θεός κελεύει» τοῦ λέει ὁ παπᾶς. Καί ὁ Λευτέρης ἄρχισε νά καλεῖ σέ βοήθεια τήν γυναῖκα του, πού βρισκόταν στόν διάδρομο! «Λάθος δωμάτιο κάνατε, πάτερ!» τοῦ εἶπε ἐκείνη καί ὁ ἱερωμένος ἀποχώρησε ἐνῶ ὁ ἀείμνηστος Λευτέρης εἶχε ἤδη ὑποστεῖ …ὑποτροπή.
Ὁ Λευτέρης, ὅμως, ἦταν ἐπίσης διάολος μέ τίς φάρσες. Στόν γάμο, λοιπόν, συναδέλφου (ὄνομα δέν λέμε φυσικά) σκάρωσε τήν ἀκόλουθη φάρσα. Μίσθωσε μιά τσιγγάνα (σήμερα θά τήν λέγαμε Ρομά) καί τήν ἔστειλε, καλοντυμένη, ἀγκαλιά μέ ἕνα μωρό, ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία ὅπου παντρευόταν ὁ συνάδελφος, ὁ ὁποῖος –γιά νά λέμε τήν ἀλήθεια– εἶχε ταράξει τόν Λευτέρη στίς πλάκες! Τελειώνει ὁ γάμος, βγαίνει τό ζευγάρι μέ τούς συγγενεῖς, πέφτουν τά ρύζια καί ὁρμᾶ ἡ τσιγγάνα μέ τό μωρό στήν ἀγκαλιά. «Ἐσύ ἄτιμε, παντρεύεσαι, ἀλλά ἐμένα καί τό παιδί μας ποῦ μᾶς ἀφήνεις;» φωνάζει καί γίνεται …χαμός! Ὁ γαμπρός τά χάνει, ἡ τσιγγάνα μέ τό μωρό ἐξαφανίζεται καί στό βάθος ὁ Λευτέρης τόν Βιντάλ καί τήν «παρέα» νά ἔχουν ξεκαρδιστεῖ, καί ἐνῶ οἱ «δρᾶστες», ξεδιάντροποι, κρατοῦν τήν κοιλιά τους ἀπό τά γέλια, ὁ γαμπρός ἐξηγεῖ στήν ὁμήγυρη ὅτι «οἱ φάρσες μεταξύ μας εἶναι ἔθιμο»!
Αὐτός ἦταν ὁ Γιάννης Βιντάλ, ἡ «ψυχή» μιᾶς παρέας, ἡ ὁποία ἐργαζόταν σέ «τρελλά» ὡράρια, καθώς τότε οἱ ἐφημερίδες ἔβγαιναν καί ἀνήμερα Χριστούγεννα καί ἀνήμερα τῆς Λαμπρῆς (περνούσαμε τήν περιφορά Ἐπιταφίου στό μπαλκόνι τῆς ἐφημερίδας μέ τά κεριά ἀναμμένα) καί οἱ «πλάκες» ἦταν ἡ βαλβῖδα γιά νά φεύγει ἡ πίεση! Ποῦ νά τά βρεῖς σήμερα αὐτά! Χάθηκαν, μαζί μέ τήν «ἄλλη δημοσιογραφία»…