Ὅταν οἱ «ἄλλοι» εἶναι πιό… εὐαίσθητοι

Τήν πρώτη φορά, ὅταν ἔφθασα σπίτι, εἶχε νυχτώσει. Ἡ πόρτα ἦταν σπασμένη, τό σπίτι ἄνω-κάτω καί τά πάντα πεταμένα στό πάτωμα. Τό θέαμα ἀνατριχιαστικό!

Ἔπειτα ἀπό λεπτομερῆ καταγραφή, πού μοῦ πῆρε κανά-δυό ἡμέρες, διεπίστωσα ὅτι ἔλειπαν μόνο πολύτιμα ἀντικείμενα. Τά χρυσά μανικετόκουμπα τοῦ πατέρα μου μέ τό μονόγραμμά τους, τό ἀκριβό ρολόι-δῶρο τοῦ ἐξαδέλφου μου, δύο πολύ καλά στυλό, μεγάλης ἀξίας, ἀλλά καί ὅ,τι καλό καί ἀκριβό ἀξεσουάρ ὑπῆρχε στήν ντουλάπα. Ζῶνες, ὑποκάμισα, μέχρι καί δύο ζευγάρια παπούτσια.

«Πῆραν ὅ,τι ἀκριβό βρῆκαν. Ποῦ νά κουβαλοῦν πράγματα ἀπό τό μπαλκόνι» μοῦ εἶπαν οἱ ἀστυνομικοί, πού ἔκαναν τήν ἔρευνα. Ὁ ἀπέναντι γείτονας εἶχε δεῖ «ἕνα σκούρου χρώματος, ἀπό ἐκεῖνα τά ἀνοιχτά φορτηγάκια, σάν αὐτά πού πουλᾶνε καρπούζια» στήν γωνία καί δύο τύπους νά πηδοῦν ἀπό τό μπαλκόνι, νά ἐπιβιβάζονται σ’ αὐτό καί νά φεύγουν. «Δέν πῆρες τό νούμερο;» τόν ρώτησα.

«Μά, δέν εἶχε πινακίδες»…

Τήν δεύτερη φορά μοῦ τηλεφώνησε ὁ γείτονας ἀπό τό Ἀμπελάκι, στήν Σαλαμῖνα.

«Σαν νά βλέπω τήν πόρτα σου ἀνοιχτή. Εἴσαστε ἐδῶ;» μοῦ λέει. Σέ μιά ὥρα ἤμουν στήν Σαλαμῖνα. Εἶχαν σπάσει τήν πόρτα, εἶχαν κλέψει μιά τηλεόραση καί ἕνα στερεοφωνικό, ἀλλά καί εἶχαν ξηλώσει τό ὀρειχάλκινο φινιστίρνι ἀπό βαπόρι, δῶρο τοῦ Σπύρου Ράνη, τό ὁποῖο εἶχα κάνει παράθυρο στό γραφεῖό μου…

Τήν τρίτη φορά, Κυριακή πρωί, πῆγα στό σπίτι, στήν Σαλαμῖνα, καί εἶδα τήν πόρτα τοῦ ὑπογείου σπασμένη καί νερό νά ἀναβλύζει ἀπό τήν μισάνοιχτη εἴσοδο. Αὐτήν τήν φορά εἶχαν κλέψει …τίς βρύσες καί ὅ,τι ἄλλο χάλκινο ὑπῆρχε. Φυσικά καί τούς χαλκοσωλῆνες, μέ ἀποτέλεσμα νά πλημμυρίσει τό ὑπόγειο-γραφεῖο, νά καταστραφοῦν περισσότεροι ἀπό χίλιοι δίσκοι βινυλίου (μέ σπάνια ἐξώφυλλα) ἀλλά καί ἑκακτοντάδες πολύτιμα βιβλία. Ἔκλεψαν ἐπίσης ἕνα παλιό γραμμόφωνο καί ἕνα ραδιόφωνο τοῦ μεσοπολέμου!

Πῆγα στό ἀστυνομικό τμῆμα καί ὑπέβαλα μήνυση κατ’ ἀγνώστων. Ὁ ἀστυνομικός εἶπε πολύ ἁπλά: «Εἶναι οἱ γνωστοί “τάδε” (μέ φυλετικό χαρακτηρισμό)». «Δηλαδή τούς γνωρίζετε;» ρώτησα. «Ἔ, ὄχι ἀκριβῶς, ἀλλά εἶναι γνωστῆς ταυτότητας» μοῦ λέει καί μοῦ εἶπε ὅτι «θά στείλει τήν σήμανση».

Ἡ σήμανση ἦλθε, μουντζούρωσε τίς πόρτες καί ἀπῆλθε. «Καραμπίνα ἔχεις;» μέ ρώτησε ἕνας παλιός ἀστυνομικός, στόν ὁποῖο εἶπα τόν πόνο μου. «Ὄχι, δέν ἔχω. Πρέπει νά πάρω;» τόν ρώτησα.

«Νά πάρεις καραμπίνα καί κοίτα νά μήν ἀφήσεις ἴχνη!» μοῦ λέει.

Ἡ συνέχεια ἦταν ἀκόμη πιό φρικαλέα. Μέ δύο λόγια, ὁ ἄνθρωπος, παλαιός καί ἔμπειρος, μοῦ ἔδινε νά καταλάβω ὅτι στίς περιπτώσεις τῶν «γνωστῶν μέν ἀλλά…» ἡ καλύτερη λύση εἶναι ἡ αὐτοδικία καί …ἡ ἐξαφάνιση τῶν στοιχείων!

Τό σπίτι στό Ἀμπελάκι τό ἄνοιξαν ἄλλη μία φορά, ἀλλά πλέον δέν ἔχει τίποτε πού νά ἀξίζει νά τό κλέψουν. Τά θυμήθηκα ὅλα αὐτά, διαβάζοντας τήν περιπέτεια στήν ὁποία ἔχει περιπέσει ἕνας ἀκόμη ἀστυνομικός, πού πῆγε νά κάνει τήν δουλειά του, ἀλλά ξέχασε ὅτι «ἐδῶ εἶναι Ἑλλάδα» καί ὅτι ὁρισμένες «εὐαίσθητες κοινωνικά ὁμάδες» μποροῦν νά αὐθαιρετοῦν, εἰς βάρος καί …εἰς ὑγείαν τῶν κορόιδων. Μέ τίς ὑγεῖες μας, λοιπόν!

Απόψεις

Πότε θά κάνει ξαστεριά γιά τήν παντέρμη τήν παράταξη;

Εφημερίς Εστία
Τό τελεσίγραφο Ξυλούρη στό Μαξίμου ἀπό τό Κολωνάκι: «Ἐγώ δέν πάω μέσα! Θά τήν πληρώσω ἐγώ πού τούς τά ἔφερνα ὅλα τά …νέα;» – Πῶς ὁ «μεγαλοαγρότης» ἐξευτέλισε καί διέσυρε τό Κοινοβούλιο – Ἐπεκαλέσθη τό «δικαίωμα τῆς σιωπῆς» ἐνῶ δέν εἶναι ὕποπτος – Πῶς τό Μαξίμου ἀπέτρεψε τήν προσαγωγή του στήν Ἐξεταστική

Διπλή δοκιμασία γιά τήν Κίμπερλυ

Μανώλης Κοττάκης
Ἀποστάσεις ΥΠΕΞ ἀπό τήν πρέσβυ – «Στόν ἀέρα» ἡ συμφωνία γιά ἀέριο στόν Ζελένσκυ – Δέν ὑπάρχουν slots! – Πρέπει νά ὑλοποιηθεῖ μέ ἀζερικό καί ρωσσικό ἀέριο!

Aἰχμές Καραμανλῆ γιά τήν ὑπόθεση τῆς Cosco

Εφημερίς Εστία
Ο ΠΡΩΗΝ Πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλῆς ἐτιμήθη σέ ἐκδήλωση τοῦ Ἑλληνοκινεζικοῦ Ἐπιμελητηρίου, λόγῳ τῆς παραχωρήσεως τοῦ λιμένος Πειραιῶς στήν Cosco ἐπί τῶν ἡμερῶν του.

Ὑπάρχουν πάντα τά «καλύτερά μας χρόνια»…

Δημήτρης Καπράνος
Χάζευα τήν βιτρίνα μέ τά παιδικά παιγνίδια.

Σάββατον, 20 Νοεμβρίου 1965

Πρό 60 ἐτῶν
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΟΠΛΟΦΟΡΙΑ