Ἱστορίες τῆς γιαγιᾶς καί τῆς πραγματικότητας…

Δέν πρέπει νά εἶχε ἀκόμη ξημερώσει ὅταν ἀποφάσισα νά βγῶ στόν δρόμο.

Τόσα χρόνια καί δέν εἶχα δεῖ οὔτε ἕναν καλλικάντζαρο! Διάβασα πολύ μικρός τά «Παγανά» τοῦ Μυριβήλη, πού τό εἶχε ὁ πατέρας μου στήν μεγάλη του βιβλιοθήκη. Κι ἔκτοτε φανταζόμουν τά τερατάκια καί τά τελώνια τοῦ βιβλίου, μέχρι πού τά εἶδα καί ζωγραφισμένα στό βιβλίο τῆς Ἕκτης τοῦ δημοτικοῦ. Βέβαια, τά εἶδα καί στό σινεμά, πολλά χρόνια ἀργότερα, μέ τά «Γκρέμλινς», πού δέν ἦταν παρά τά καλλικαντζαράκια μας, πού φεύγουν τήν νύχτα τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων, γιά νά ξαναγυρίσουν στά ἔγκατα τῆς γῆς καί ν’ ἀρχίσουν πάλι νά πριονίζουν τόν κορμό πού βαστᾶ τόν πλανήτη, μέχρι νά ἔλθει τό ἑπόμενο «Δωδεκάμερο» καί νά ξεπορτίσουν…

Ὅπως δέν εἴχαμε διαβάσει καί μᾶς εἶχαν πεῖ οἱ γιαγιάδες μας, τά «παγανά» ἔβγαιναν τήν παραμονή τῶν Χριστουγέννων, τά μεσάνυχτα, ἀπό τίς σπηλιές, τά ξεροπήγαδα, τίς λίμνες, τά ποτάμια, μόλυναν τά νερά, ἀπειλοῦσαν τούς ἀνθρώπους, ἔσπαζαν τά πήλινα τσουκάλια, ἔτρωγαν τά γλυκά τῆς νοικοκυρᾶς… Κατά δέ τόν Νικόλαο Πολίτη, τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων, ἀπογοητευμένοι οἱ καλλικάντζαροι καί νικημένοι… κατά κράτος, συγκεντρώνονταν, διαμαρτύρονταν, ἀπειλοῦσαν καί φώναζαν ὁ ἕνας στόν ἄλλο: «Τά νερά ἁγιασθήκανε. Οἱ χαρές χαθήκανε. Πᾶμε ἐμεῖς νά τρέξουμε, πρίν μᾶς καταβρέξουνε στ’ ἁγιασμένο τό νερό καί χαθοῦμε ἀπ’ τό σταυρό. Φεύγετε νά φεύγουμε, ἔρχεται ὁ τουρλόπαπας, μέ τήν ἁγιαστούρα του καί μέ τή βρεχτούρα του»…

Βγῆκα, λοιπόν, ξημερώματα κι’ἔστησα …παγανιά στό λιμάνι. «Τόσες καταβόθρες, δέν μπορεῖ, κάπου θά δῶ κάποιον καλλικάντζαρο» σκέφτηκα. Κρύφτηκα καί περίμενα… Ἄνθρακες ὁ θησαυρός!

Δηλαδή ὄχι ἀκριβῶς, ἀφοῦ εἶδα μέν κάποιες σκιές νά τρυπώνουν στούς ὑπονόμους, ἀλλά δέν εἶχαν τίς μορφές πού διαβάσαμε στά βιβλία καί πού μᾶς ἀφηγήθηκαν οἱ γιαγιάδες. Κυρίους καί κυρίες εἶδα, μέ σκληρά λευκά κολλάρα, μέ ρεντιγκότες, μέ τουαλέττες, μέ τσάντες πανάκριβες καί μπιζού ἀκριβά, μέ παπούτσια «σινιέ» καί μέ ποῦρα Ἁβάνας νά μοσχομυρίζουν…

Ἄκουγα τίς σκιές αὐτές νά μιλοῦν καί προσπάθησα νά πλησιάσω μήπως καί ξεχωρίσω μερικά ἀπό τά λόγια τους… Σκόρπιες λέξεις καί φράσεις μπόρεσα νά ἁρπάξω στόν ἀέρα. Φόροι, ἐπιδόματα, δημόσια ἔργα, ἀπ’ εὐθείας ἀναθέσεις, ἰδιωτικοποιήσεις, ἐκλογές, εὐρωεκλογές, ἐξουσία, κόμμα, ὑπουργεῖο, τζόγος. Ἀλλά νόημα καθαρό δέν μπόρεσα νά βγάλω καθώς ὁ ἀέρας πού εἶχε ἀρχίσει νά φυσᾶ ἦταν δυνατός. Μιά φράση μόνο ἔγινε δυνατόν νά ἀκούσω καθαρά. «Φεύγουμε, ἀλλά τήν δουλειά μας τήν κάναμε.» Κι ὕστερα, οἱ σκιές πηδοῦσαν στόν ὑπόνομο καί χάνονταν…

Κάθισα στό παγκάκι καί ἄνοιξα τό βιβλίο τοῦ Μυριβήλη, πού τό ’χα πάρει μαζί μου. «Ἕνα καλικαντζαράκι μέ κόκκινα λοξά μάτια, σήκωσε ἀνάερα τή μαδημένη οὐρά του, ἀνατριχιασμένο ἀπό φρίκη. Ὕστερα, πήδηξε στόν τόπο σάν μικρό κατσίκι καί τσίριξε μέ ψιλή φωνή, πὄβγαινε, θαρρεῖς, ἀπό πίπιζα μέ καλαμένια σουραύλια. “Παλιό τσαρούχι ψένουνε, Φεύγετε νά φεύγουμε!” Τήν ἴδια στιγμή, σά νἄταν αὐτό προσταγή ἤ σύνθημα, ἔγινε ἕνα “φούρρ!” καί χάθηκαν μέ μιᾶς ὅλα τά Παγανά. (…) Χάθηκαν, ἄνοιξε ἡ γῆς καί τά κατάπιε!»

Απόψεις

111 Βουλευτές τῆς ΝΔ στήν διακήρυξη γιά τήν νέα ταυτότητα τῆς παρατάξεως

Μανώλης Κοττάκης
Ἰδεολογικό μανιφέστο Δένδια ἐνώπιον Μητσοτάκη μέ «ἀλλαγή», «ἀναγέννηση», «ἀπαλλαγή ἀπό τό ξεπερασμένο», «θεσμούς μέ διαφάνεια» καί «ἐγγυήσεις κατά τῆς διαφθορᾶς»

Ἀνασφάλεια στόν πλανήτη

Εφημερίς Εστία
Eν τέλει ἡ περίοδος τοῦ Ψυχροῦ Πολέμου ἀναδεικνύεται σέ ἐποχή σταθερότητος, ἀλλά καί εὐημερίας.

Ὀξύνεται ἡ κρίσις στό ΠΑΣΟΚ

Εφημερίς Εστία
H Eσωστρέφεια στό ΠΑΣΟΚ ἔχει ἐπιστρέψει δυναμικά τό τελευταῖο διάστημα, μέ χαρακτηριστικό παράδειγμα τήν κριτική πού ἐδέχθη ὁ Πρόεδρος τοῦ κόμματος ἀπό δύο δελφίνους.

Μιά ἐξαίσια νέα εἰκόνα στήν δημόσια ἀρχιτεκτονική

Δημήτρης Καπράνος
Ἡ εἰκόνα τοῦ δημόσιου χώρου (ὀφείλει νά) εἶναι ἀντανάκλαση τῆς συλλογικῆς ταυτότητας καί τῶν ἀξιῶν τοῦ ἔθνους.

Σάββατον, 30 Ὀκτωβρίου 1965

Πρό 60 ἐτῶν
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΓΑΛΑΤΑΝ