Βρίσκομαι στό ἰσόγειο μιᾶς σημαντικῆς δημοσίας ὑπηρεσίας.
Πιέζω τό κουμπί τοῦ ἀνελκυστῆρος καί περιμένω νά κατέβει ἀπό τόν ἕβδομο ὄροφο. Ἐγώ πηγαίνω στόν τέταρτο. Τό ἀσανσέρ κάνει στάση σχεδόν σέ ὅλους τούς ὀρόφους. Δέν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι πού δέν ἀνεβαίνουν (ἤ κατεβαίνουν) οὔτε ἕναν ὄροφο, ἀλλά προτιμοῦν νά περιμένουν ἀρκετά λεπτά μέχρι νά φθάσει ἡ πολυπόθητη καμπίνα…
Κάποια στιγμή ὁ ἀνελκυστήρ φθάνει στό ἰσόγειο. Περιμένω –μαζί μέ ἄλλα τέσσερα ἄτομα– νά ἀνοίξει ἡ πόρτα. Μιά κυρία, πού κατεβαίνει ἀπό τόν ἡμιώροφο, μᾶς ἐνημερώνει: «Δέν ἀνοίγει πάντα ἡ πόρτα στό ἰσόγειο, γι’ αὐτό κατεβαίνουμε στόν ἡμιώροφο»…
Οἱ ἄλλοι ἐπιλέγουν νά πάρουν τό ἀσανσέρ ἀπό τόν ἡμιώροφο. Ἐγώ ἀνεβαίνω τούς τέσσερεις ὀρόφους μέ τό πόδι. Μέ σαράντα βαθμούς, δέν εἶναι τόσο εὔκολο, ἀλλά καλόν θά εἶναι κι ἕνα «τέστ κοπώσεως» νά δοῦμε τί ψάρια πιάνουμε.
Τό βγάζω καλά τό τέστ καί φθάνω στόν τέταρτο ὄροφο. «Θέλει καί δύο μεγαρόσημα τῶν τριῶν» μοῦ λέει ἡ ὑπάλληλος. «Νά σᾶς πληρώσω ἀμέσως» τῆς λέω καί βγάζω ἕνα δεκάρικο. «Ὄχι, ἐγώ δέν ἔχω ἔνσημα, πηγαίνετε στόν ἡμιώροφο» μοῦ λέει καί κάνω νά βγῶ πρός τήν σκάλα. «Πάρτε τό ἀσανσέρ, σταματᾶ στό μεσοπάτωμα» μοῦ λέει, ἀλλά ἔχω ἀρχίσει νά κατεβαίνω. Εἶχα νά ἀκούσω τήν λέξη «μεσοπάτωμα» ἀπό τότε πού μέναμε ὅλη ἡ οἰκογένεια (ἑπτά νομά κατά Ἄκη Πάνου) σε δύο δωμάτια στόν ἡμιώροφο τοῦ ὑπό κατασκευή σχολείου τῆς μητέρας μου. Ἦταν τό πιό ὄμορφο σπίτι πού εἶχα ποτέ μου, διότι κατέβαινα στό ἰσόγειο πηδῶντας ἀπό τό πλάι τῆς σκάλας!
Πηγαίνω στόν ἡμιώροφο, παίρνω τά μεγαρόσημα καί ἀνεβαίνω πάλι στόν τέταρτο. «Πῶς πάει; Ἀνοίγει ἡ πόρτα στό ἰσόγειο;» ἐρωτῶ μιά κυρία πού μόλις ἔχει ἀφιχθεῖ. «Πότε ἀνοίγει, πότε ὄχι» μοῦ λέει…
Σχεδόν ἔχω τελειώσει τήν δουλειά μου, περιμένω τήν ἁρμοδία νά μοῦ βάλει μιά ὑπογραφή. Ἀκούω κάτι θορύβους. Μιά ὑπάλληλος βγαίνει στόν διάδρομο καί φωνάζει: «Πατῆστε ἡμιώροφο, ἐκεῖ ἀνοίγει ἡ πόρτα» καί μοῦ λέει, χαμηλοφώνως: «Νομίζουν ὅτι χάλασε τό ἀσανσέρ καί φωνάζουν, ἐνῶ –ἁπλῶς– δέν ἀνοίγει ἡ πόρτα στό ἰσόγειο, ὁρισμένες φορές» Ἐρωτῶ ἄν «τό πρόβλημα εἶναι παλιό». «Ἔ, δέν θά ’ναι;» μοῦ λέει ἡ ὑπάλληλος…
Παίρνω τό ἔγγραφο καί κάνω νά φύγω. «Πηγαίνετε μέχρι τόν ἕκτο, χρειάζεται καί μιά σφραγῖδα» μοῦ λέει ἡ ὑπάλληλος. Ἀνεβαίνω στόν ἕκτο, ἀλλά ἔχω ἀρχίσει νά ἱδρώνω (δηλαδή νά στίβεται τό ὑποκάμισο).
Παίρνω τήν σφραγῖδα, παίρνω καί τόν ἀνελκυστῆρα. Πατῶ ἰσόγειο, ἀλλά ὅταν φθάνω, δέν ἀνοίγει ἡ πόρτα. Θυμᾶμαι ὅτι πρέπει «νά πατήσω ἡμιώροφο». Πατῶ, ἀλλά τό ἀσανσέρ δέν κουνιέται! Κάνει καί ζέστη, βάζω τά χέρια μου μεταξύ τῶν δύο φύλλων, τραβῶ μέ ὅση δύναμη μοῦ ἔχει ἀφήσει ὁ καύσων καί ἀνοίγω, ἴσα-ἴσα γιά νά βγῶ. «Ὁ Σαμψών εἶσαι;» μοῦ λέει ἕνας νεαρός πού ἀνεβαίνει τήν σκάλα…
Κάθομαι στό παρακείμενο καφενεῖο νά πιῶ μιά λεμονάδα νά συνέλθω καί διαβάζω στήν ἐφημερίδα ὅτι ὁ ὑπουργός Ἀνάπτυξης Τάκης Θεοδωρικάκος θέτει ὁσονούπω σέ λειτουργία πλατφόρμα, γιά τήν ἐφαρμογή τῆς (ἀπό τό 2002) σέ ἰσχύ ντιρεκτίβας τῆς ΕΕ γιά τήν αὐστηρή πιστοποίηση ἀσφαλείας ὅλων τῶν ἀνελκυστήρων.
Ἐξαιρετικός ἀμυντικός χάφ ὁ Τάκης στό ποδόσφαιρο (ἔχω φάει τζάρτζ πού μέ ἔστελναν στά κάγκελα), ξέρει πῶς πρέπει νά παίζεται σωστά τό παιγνίδι. Πλατφόρμα, ἔλεγχος καί –πρό πάντων– ἀσφάλεια. Γιατί τά ἀσανσέρ εἶναι μέρος τῆς καθημερινότητός μας. Καί δέν εἶναι νά παίζεις μ’ αὐτά! Σωστός ὁ ὑπουργός, περιμένουμε τήν ἐφαρμογή.