Ἔφυγε χθές ἀπό τήν ζωή ἕνας καθ’ ὅλα ἄξιος, ὑπέροχος ἄνθρωπος, ἐξαιρετικός δημοσιογράφος καί λάτρης τοῦ χιοῦμορ, ὁ Ἰάσων Μοσχοβίτης.
Δέν θά προσφύγω στά τυπικά, «ἦταν δάσκαλος», καί λοιπά τετριμμένα. Τόν γνώρισα τό 1981. Εἶχα μιά ἐκπομπή στό Δεύτερο Πρόγραμμα τῆς ἐθνικῆς ραδιοφωνίας, μαζί μέ τήν ἐναγόμενή μου Βίκυ Βανίτα. Τήν λέγαμε «Μιά βδομάδα πέρασε»… Ἔγραφα τά κείμενα καί τά διαβάζαμε μαζί, καθώς ἡ Βίκυ τά ἔντυνε μέ τό πλατύ χαμόγελο, κάτι σάν ἀνεπαίσθητο γέλιο, πού «ἔβγαινε» στό μικρόφωνο. Νέα παιδιά ἤμασταν καί οἱ δύο, νεαρός μπαμπᾶς ἐγώ, λάτρευε τόν γυιό μου ἡ Βίκυ, καλά περνούσαμε.
Ὥσπου μιά ἡμέρα, μέ παίρνει ἡ Βανίτα καί μοῦ λέει: «Γράφει ὑπέροχα γιά ἐμᾶς ὁ Ἰάσων Μοσχοβίτης, ὡς “Μόνιτορ” στήν “Ἀκρόπολι”. Σέ λίγη ὥρα, ἔχω παγώσει. Ὁ Μοσχοβίτης γράφει ὕμνους. “Τί τσεκουράτα σχόλια εἶναι αὐτά! Τί σωστή καί χωρίς φόβο καί πάθος κριτική!” καί ἄλλα παρόμοια. Παίρνω τήν Βίκυ. “Πάει, θά μᾶς κόψουν!” τῆς λέω…
Τήν ἑπομένη ἑβδομάδα ἡ ἐκπομπή «κόπηκε». Ἐπί κυβερνήσεως Γεωργίου Ράλλη. Δέν τήν ἔκοψε, φυσικά, ὁ ἴδιος. Ἀλλά ὑπάρχουν πάντα οἱ «βασιλικότεροι». Τηλεφώνησα στόν Ἰάσονα. «Μέ κάψατε» τοῦ λέω. «Σέ διαβάζω στήν Καθημερινή, πέρνα νά τά ποῦμε» μοῦ λέει. Καί γίναμε φίλοι, δηλαδή, μέ ἔβλεπε ὡς φίλο κι ἐγώ ὡς πηγή ἀκένωτο τῶν πάντων…
Τό 1989 μέ φωνάζει ὁ Γιῶργος Μπόμπολας. «Σέ ὁρίσαμε μέ τόν Ἀλέκο Φιλιππόπουλο ἐκπρόσωπο τοῦ “Ἔθνους” στήν ὁμάδα πού θά στήσει τόν ἀνεξάρτητο τηλεοπτικό σταθμό» μοῦ λέει ὁ Φιλιππόπουλος. Ἦταν ἡ ἐποχή πού τό «Ἔθνος» εἶχε κερδίσει μιά σημαντική δικαστική μάχη μέ τόν «Ἐκόνομιστ» στό Λονδῖνο καί ἐγώ ἤμουν βασικός μάρτυς. «Θά εἶσαι μαζί μέ τόν Ἰάσονα, εἶναι ὁ σύμβουλός μας» μοῦ λέει ὁ Μπόμπολας.
Πῆγα σέ δύο-τρεῖς συναντήσεις. Ὁ Ἰάσων «κεντοῦσε» μιλῶντας ὡς σύμβουλός μας. Πῆγα στόν Μπόμπολα: «Μά, πῶς μπορῶ ἐγώ νά εἶμαι πάνω ἀπό τόν δάσκαλό μου; Δέν γίνεται» τοῦ λέω καί, φυσικά, τόν ὅμιλο Μπόμπολα ἐκπροσώπησε τελικά ὁ Ἰάσων Μοσχοβίτης. «Τό καλάμι δέν εἶναι γιά μένα» τοῦ εἶπα καί γέλασε. Τόν σεβόμουν ἀπεριόριστα. Τόν συμβουλευόμουν γιά ὁτιδήποτε. Ὅταν, ἐκ τῆς θέσεώς μου, εἰσηγήθηκα καί πέτυχα αὔξηση 50 εὐρώ σέ ὅλους τούς συνταξιούχους δημοσιογράφους (χωρίς τήν λαϊκίστικη διάκριση μεταξύ χαμηλομίσθων-ὑψηλόμισθων) μοῦ τηλεφώνησε ὁ Ἰάσων καί πήγαμε γιά καφέ.
«Ξέρεις ποῦ ἔχεις μπλέξει;» μοῦ εἶπε. Καί μοῦ ἐξήγησε ὅτι «ὁ κλάδος τῶν δημοσιογράφων ἔχει βαθιά στό DΝΑ του τόν λαϊκισμό.» «Νά ξέρεις, αὐτή ἡ κίνηση πού ἔκανες, θά ἔχει γίνει ἤδη ἀντικείμενο κριτικῆς ἀπό τούς ἀριστερούς» μοῦ λέει. Μιλήσαμε γιά πολύ καί μοῦ ἔδωσε νά καταλάβω ὅτι «ἐκεῖνοι πού παίρνουν τούς μεγάλους μισθούς, εἶναι οἱ πλέον λαϊκιστές.»
Μέ τά χρόνια, τόν εὕρισκα πάντα μπροστά μου. Ὅ,τι μοῦ εἶχε πεῖ, τό ἔβλεπα νά συμβαίνει. «Καί τί πρέπει νά κάνουμε; Νά καθόμαστε στ’ αὐγά μας γιά νά ἔχουμε τήν ἡσυχία μας;» τόν εἶχα ρωτήσει. «Ἐγώ αὐτά ἔπρεπε νά σοῦ πῶ καί στά εἶπα. Ἐσύ κάνε ἐκεῖνο πού πιστεύεις καί εὔχομαι νά μήν μέ θυμηθεῖς ποτέ.»
Βρεθήκαμε πρίν ἀπό πολύ καιρό σέ μιά ἐκδήλωση. «Ἐγώ στά εἶχα πεῖ» μοῦ σφύριξε μέ νόημα…
Στό καλό, Ἰάσων, ἡ δημοσιογραφία σοῦ ὀφείλει πολλά!