Στήν γωνία τοῦ σπιτιοῦ μας, εἶχε ἀνοίξει ἕνα «καφέ-μπάρ». Λίγο πρίν τό 1960, ἕνας τέτοιος χῶρος ἀποτελοῦσε σπουδαία ἐξέλιξη, ἴσως καί πρόοδο…
Τότε, πού ἡ Ἑλλάδα ἦταν μιά ἄλλη χώρα, τά καλοκαίρια κοιμόμασταν στά μπαλκόνια. Μιά κουβέρτα στό τσιμέντο, ἕνα σεντόνι γιά σκέπασμα καί μετροῦσες τά ἀστέρια μέ ἄνεση…
Ἐκεῖ, ἕνα βράδυ, μαθητής τοῦ Δημοτικοῦ, ἄκουσα γιά πρώτη φορά τό «It’s now or never»! Μέσα στήν κλάψα τῆς «Μαντουμπάλας» καί τῆς «Ζινγκουάλας», μέσα στούς κλαυθμηρισμούς τῆς «Φαρίντας», ὅπου τήν μοναδική διέξοδο ἀποτελοῦσε (στό τζούκ-μπόξ τῆς γειτονιᾶς μας) ὁ Νῖκος Γούναρης καί ὁ Ἀλέκος Πάντας, ἡ φωνή τοῦ φτωχόπαιδου ἀπό τό Τούπελο τοῦ Μισισιπῆ ἦλθε νά ἀλλάξει τήν ζωή μας…
Σέ ἐλάχιστο χρόνο, τό «It’s now or never» χορευόταν στά ἀπογευματινά πάρτυ (μέ ἔπαιρνε μαζί της ἡ κατά πολύ μεγαλύτερη ἀδελφή μου, λέγοντας στόν πατέρα μας ὅτι μέ πήγαινε σινεμά καί ἐξαγοράζοντας τήν σιωπή μου μέ σοκολάτες) καί εἶχε μπεῖ σέ ὅλα σχεδόν, ἀκόμη καί στά αὐστηρότερα, σπίτια.
«Εἶναι ὡραῖο καί μελωδικό, πρόκειται γιά διασκευή τῆς ἰταλικῆς καντσονέτας “O,sole mio”» ἀπεφάνθη ὁ πατέρας μας, πού τραγουδοῦσε ὡς τενόρος στήν χορωδία τοῦ Ἰατρικοῦ Συλλόγου.
Κι ἔτσι, ὁ Ἔλβις, πού στήν γειτονιά μας γεννήθηκε σέ ἕνα τζούκ-μπόξ «Seabnurg» τοῦ 1957 , μπῆκε στό σπίτι καί στήν καρδιά μας… Ἔπειτα ἀπό σχεδόν πενῆντα χρόνια, βρῆκα τό τζούκ-μπόξ σέ ἕνα παλαιοπωλεῖο.
Καί σήμερα τό ἔχω στό γραφεῖο μου!
Οὐρές στά κεντρικά, ἀλλά καί τά συνοικιακά σινεμά πού ἔπαιζαν τό «Ξεφάντωμα μέ τόν Πρίσλεϊ», τό «Διακοπές στό Ἀκαποῦλκο», τό «Κορίτσια-κορίτσια-κορίτσια» καί ξεβιδώνονταν οἱ νεολαῖοι στήν πίστα μέ τό «Μπόσα-νόβα μπέιμπι»…
Τόν ἀκολούθησα πιστά, ἀπό τό βράδυ ἐκεῖνο πού ἄκουσα τό «It’s now or never» μέχρι τό ἄδοξο καί ξαφνικό τέλος.
Καί, φυσικά, δέν ἦταν μόνο ἡ λάτιν «Μαργαρίτα» ἤ τό ταγκό «Υοu’ll be gone» πού μᾶς κατέκτησαν. Κυρίως ἦταν τά ρόκ-εντ-ρόλ κομμάτια του, ἐκεῖνα πού ἄνοιξαν τόν δρόμο στήν ἔκρηξη τῆς δεκαετίας τοῦ ‘60.
Στό βιβλίο του «Underground» (ἐκδόσεις Ὀδυσσέας), ὁ Ἰταλός συγγραφέας Μάριο Μάφι γράφει γιά τόν Ἔλβις: «…ἀφοῦ σκανδάλισε ὅλους τούς μυαλωμένους, τούς γονεῖς τούς ἐκπαιδευτικούς, τίς θυγατέρες τῆς ἀμερικανικῆς ἐπανάστασης, καί κυρίως τούς ἱεροκήρυκες, μέ τό συνεχές κυκλικό κούνημα καί τίναγμα τῶν γοφῶν του, ὁ Πρίσλεϊ πῆρε τό ρόκ ἀπό τό χέρι καί τό ὁδήγησε στό θυσιαστήριο τοῦ καθωσπρεπισμοῦ. Καί χρειάστηκαν οἱ Beatles μέ τήν προσωπικότητα καί τόν κυνισμό τους γιά νά ξαναβάλουν τά πάντα σέ κίνηση. Μετά τόν Πρίσλεϊ, ἡ μουσική θά γίνει λιγώτερο διασκέδαση καί περισσότερο τρόπος ἐπικοινωνίας μέσα ἀπό τή συγκίνηση καί τίς εἰκόνες, Γι’ αὐτό, γι’ αὐτή τήν ἐνδιάμεση θέση του, γιά τήν ὑπνωτική δύναμή του, γι’ αὐτό τό ἔργο ἕλξης κι ἀπομάκρυνσης, ὁ Ἔλβις ὀνομάστηκε “Ρασπούτιν” τοῦ ρόκ».
Ὁ Ἔλβις, πού ἔφυγε τό 1977, στά 42 του, ὑπέρβαρος καί γεμᾶτος ἀναβολικά, θά ἦταν σήμερα 90 ἐτῶν.