Τό μυστικό πρωτόκολλο Χίτλερ – Ἰνονού γιά τά νησιά τοῦ Αἰγαίου

Καί γιατί ὁ Μολότωφ ἐζήτησε τήν ἀποστρατιωτικοποίηση τῆς Δωδεκανήσου «Θηλειά» στήν Τουρκία ἡ Ρόδος

τοῦ Τίτου Ἰω. Ἀθανασιάδη

ΠΡΟΣΧΗΜΑΤΙΚΑ καί ἀστήρικτα εἶναι τά περί στρατιωτικοποίησης τῶν νησιῶν τοῦ Βορειοανατολικοῦ Αἰγαίου καί τῶν Δωδεκανήσων ἐπιχειρήματα τοῦ Ταγίπ Ἐρντογάν, προκειμένου νά ἀποκρύψει τίς πραγματικές, ἐπεκτατικές προθέσεις του κατά τῆς Ἑλλάδος καί νά δικαιολογήσει τήν ρητορική ἐπιθετικότητά του.

Ἀπό τήν μελέτη τῶν ἑλληνοτουρκικῶν σχέσεων μετά τήν Συνθήκη τῆς Λωζάννης (1923) προκύπτει ὅτι ἡ Τουρκία, ὅταν παρουσιαζόταν εὐκαιρία, λόγῳ τῶν διεθνῶν συγκυριῶν, μετερχόταν δόλιες μεθόδους γιά νά ἐπανακτήσει τοὐλάχιστον μερικά ἀπό τά νησιά τοῦ Βορειοανατολικοῦ Αἰγαίου ἤ ἀπό τά Δωδεκάνησα, πού τά μέν πρῶτα ἀπώλεσε ὑπέρ τῆς Ἑλλάδος, μετά τήν ἧττα της ἀπ’ αὐτήν, τό 1912, στό πλαίσιο τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων, τά δέ δεύτερα ὑπέρ τῆς Ἰταλίας, λόγῳ ἐπίσης τῆς ἥττας της ἀπ’ αὐτήν τό ἴδιο ἔτος (1912).

Ὅταν ἡ Ἰταλία κατέλαβε τά Δωδεκάνησα καί ἀντελήφθη ὅτι ἀκόμη καί οἱ πέτρες «μιλοῦσαν» ἑλληνικά, δέν μπόρεσε νά συνεχίσει τό τεσσάρων αἰώνων ἔγκλημα τῆς Τουρκίας νά τά κρατᾶ «φυλακισμένα» στήν ἐπικράτειά της καί μέ μιά Συμφωνία τῶν Βενιζέλου – Τιτόνι, τό 1919, ὑποσχέθηκε τήν ἄμεση ἀπόδοσή τους στήν Ἑλλάδα, πλήν τῆς Ρόδου πού θά ἐκχωρεῖτο σ’ αὐτήν ὅταν καί ἡ Κύπρος θά ἑνώνετο μέ τήν Ἑλλάδα (εἶναι ἄλλο ζήτημα ὅτι ἡ Συμφωνία αὐτή δέν ἐφαρμόστηκε λόγῳ ἀνατροπῆς τοῦ Τιτόνι καί μετά τριετία λόγῳ ἀνόδου τοῦ φασισμοῦ στήν ἐξουσία, μέ τόν Μουσσολίνι.)

Ἔτσι, ἡ ἀπόδοση τῶν Δωδεκανήσων στήν Ἑλλάδα τό 1947 ἦταν πράξη δικαιοσύνης, ὄχι μόνο διότι ἡ μεγίστη πλειονότητα τῶν κατοίκων τους ἦταν Ἕλληνες, ἀλλά καί διότι ἡ Ἰταλία, πού εἶχε δολίως ἐπιτεθεῖ κατά τῆς Ἑλλάδος τό 1940 καί εἶχε συντριβεῖ ἀπ’ αὐτήν, ὄφειλε νά καταβάλει στήν παθοῦσα τό τίμημα τῆς ἀλαζονείας της καί νά πληρώσει τόν σχετικό λογαριασμό. Τό ὅτι τά Δωδεκάνησα ἀποστρατιωτικοποιήθηκαν ὀφείλετο σέ αἴτημα τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης, ὄχι τῆς Τουρκίας, ἡ ὁποία δέν μετεῖχε κἄν στή Διάσκεψη καί δέν ἔχει δικαίωμα νά ὁμιλεῖ περί τῆς Συνθήκης τῶν Παρισίων.

Σέ κάθε περίπτωση, μετά τό 1923, ἡ Τουρκία χρησιμοποιοῦσε ἕωλα ἐπιχειρήματα γιά νά δικαιολογήσει στήν διεθνῆ κοινότητα τήν παράδοξη καί παράνομη –κατά τό Διεθνές Δίκαιο– ἀναθεωρητική στάση της, ἐνῶ κατά τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ἡ τότε κυβέρνηση τῆς «διοπτροφόρου ἀλεποῦς» πού ἄκουγε στό ὄνομα Ἰσμέτ Ἰνονού, ζητοῦσε νά τῆς παραχωρηθοῦν κάποια ἀπό τά νησιά τοῦ Β.Α. Αἰγαίου ἤ καί ἀπό τά Δωδεκάνησα.

Τό τρομερό ἦταν ὅτι τό αἴτημά της ἀπευθυνόταν ἄλλοτε πρός τό Λονδῖνο καί ἄλλοτε πρός τό Βερολῖνο, ὑποσχομένη πρός τό ἕνα καί τό ἄλλο τήν εἴσοδό της στόν πόλεμο στό πλευρό του, ἐάν δεσμευόταν ὅτι κάποια ἀπό τά ἑλληνικά αὐτά νησιά θά τῆς παρεχωροῦντο μετά τό τέλος τοῦ πολέμου.

Ὁ πονηρός Ἰσμέτ πού μονίμως μισοῦσε, ἀλλά ἐνίοτε παριστοῦσε ὅτι συμπαθοῦσε τούς Ἕλληνες, διεκδικοῦσε τότε καί τήν παραχώρηση στήν Τουρκία τοῦ ἐλέγχου τοῦ λιμένος τῆς Θεσσαλονίκης, ὅπως καί τῆς Ἀλβανίας, τήν ὁποία φιλοδοξοῦσε νά καταστήσει προτεκτορᾶτο τῆς Ἄγκυρας, ἐνῶ ζητοῦσε καί ἐδαφική ἔκταση δυτικά τῆς Ἀδριανουπόλεως (εἰς βάρος δηλαδή τῆς Ἑλλάδος), ὅπως καί τήν Κύπρο!

Πηγές τοῦ παρόντος σημειώματός μας εἶναι τό πεντάτομο Ἀρχεῖο τοῦ πρωθυπουργοῦ (κατά τό 1941-1944) Ἐμμανουήλ Τσουδεροῦ, τό βιβλίο του Διπλωματικά Παρασκήνια καί τό βιβλίο τοῦ καθηγητῆ τοῦ Πανεπιστημίου Τέμπλ, τῶν ΗΠΑ, Frank G. Weber, Ὁ ἐπιτήδειος οὐδέτερος – ἡ τουρκική πολιτική κατά τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στόχοι: Δωδεκάνησα, Κύπρος, Ἀνατολικό Αἰγαῖο, Ἰράκ, Συρία, Κριμαία, Καύκασος (μετάφραση Εὔη Νάντσου), ἔκδοση «Θετίλη», 1993.

Οἱ ὡς ἄνω ἀναφερόμενοι στόχοι τῆς Ἄγκυρας κατά τό 1939-1945 εἶναι ἀκριβῶς οἱ ἴδιοι πού προβάλλει σήμερα ὁ Ἐρντογάν, μέ τήν προσθήκη μάλιστα ἀπό τόν τελευταῖο καί τῆς Λιβύης, τήν ὁποία ἡ Ἰταλία ἀπέσπασε ἀπό τήν Ὀθωμανική Τουρκία, τό 1911.

Γιά νά ἀποκτήσει τά ἑλληνικά νησιά τοῦ Β.Α. Αἰγαίου ἤ τά Δωδεκάνησα, ἤ τμῆμα αὐτῶν ἡ Τουρκία ἦταν διατεθειμένη νά συνεργασθεῖ, στήν περίοδο 1939-1945 καί μέ τόν διάβολο.

Εἶναι χαρακτηριστική ἡ δήλωση τοῦ ὑπουργοῦ Ἐξωτερικῶν τῆς Τουρκίας Ρουσδῆ Ἀράς πρός τόν Ἄγγλο πρεσβευτή στήν Ἄγκυρα Πέρσι Λόραιν, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1938, ὅτι ἡ Τουρκία θά πολεμήσει στό πλευρό ὁποιουδήποτε ἀπό τούς δύο ἀντιπάλους (Βρεταννία ἤ Γερμανία) τῆς παράσχει τά μεγαλύτερα ἀνταλλάγματα (Weber).

Ἦταν Μάιος τοῦ 1941, ὅταν ὁ βασιλεύς Γεώργιος Β΄ καί ἡ κυβέρνηση Τσουδεροῦ βρίσκονταν στό μόνο ἀκόμη ἐλεύθερο ἔδαφος τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας, τήν Κρήτη, ὅπου οἱ μεταφερθεῖσες ἐκεῖ ἑλληνικές ἔνοπλες δυνάμεις καί βρεταννικά καί συμμαχικά στρατιωτικά τμήματα, ὅπως καί ἔνοπλοι Κρῆτες χωρικοί, ἔδιδαν τόν ὑπέρ πάντων ἀγῶνα κατά τῶν στρατιῶν τοῦ Χίτλερ.

Τίς ἡμέρες ἐκεῖνες ἐπέλεξε ἡ Τουρκία γιά νά δολοπλοκήσει καί συνωμοτήσει κατά τῆς Ἑλλάδος, ζητῶντας ἀπό τό Βερολῖνο, μέσῳ τοῦ ἀχρείου φόν Πάπεν, πρεσβευτῆ τῆς Γερμανίας στήν Ἄγκυρα, νά ζητήσει ἀπό τόν Χίτλερ νά τῆς ἐπιτρέψει νά καταλάβει τά νησιά τοῦ Βορειοανατολικοῦ Αἰγαίου!

Ταυτόχρονα, οἱ Τοῦρκοι ἐπεδίωξαν νά ἔχουν ἐπ’ αὐτοῦ τήν στήριξη τῆς ἀγγλικῆς κυβέρνησης, μέ τόν Ἄγγλο πρεσβευτή στήν Ἄγκυρα θιασώτη (ἴσως καί ἐμπνευστή) τῆς σχετικῆς ἰδέας.

Εἶναι φοβερό τό συναίσθημα πού ἔζησε ὁ Ἐμμ. Τσουδερός στήν Κρήτη ὅταν ἐνημερώθηκε σχετικά. Γράφει ἐπ’ αὐτοῦ ὁ ἴδιος:

«Μέσα στίς ἑτοιμασίες τῆς μάχης (σ.σ. τῆς Κρήτης), στίς ἀμφιβολίες καί στούς καθημερινούς βομβαρδισμούς τῶν στούκας, πού κύριο στόχο εἶχαν τά πλοῖα στή Σούδα, ἔφθασε ἡ εἴδηση γιά τά Νησιά τοῦ Αἰγαίου… Στίς τελευταῖες ἡμέρες τοῦ Ἀπριλίου, ὁ πρέσβης τῆς Ἀγγλίας (σ.σ. Πάλαιρετ) μέ εἶχε προϊδεάσει ὅτι στήν Τουρκία ἐφρόνουν πώς θά συνέφερε στόν συμμαχικό ἀγῶνα, νά καταληφθοῦν αἱ Ἑλληνικαί Νῆσοι τοῦ Αἰγαίου ἀπό τούς Τούρκους πρίν νά τίς πάρουν οἱ Γερμανοί. Ἀντετάχθην ἀμέσως καί ἐχαρακτήρισα τήν σκέψη σάν ἄσκοπη καί ἀσύνετη. Ἐν τούτοις, τήν 1 Μαΐου 1941 ὁ Σέρ Μίκαελ Πάλαιρετ ἐπανῆλθε γιά νά μέ πληροφορήση, ἐκ μέρους τῆς Κυβερνήσεώς του, ὅτι ἡ Τουρκία ἐζήτησε τήν συγκατάθεση τῆς Γερμανίας νά καταλάβει τάς Νήσους τοῦ Αἰγαίου Πελάγους! Ἡ Τουρκία ἰσχυρίζετο ὅτι ἐάν τό ἐπετύγχανε θά ἦτο τοῦτο προτιμότερο γιά τούς Συμμάχους ἀντί τῆς καταλήψεως τῶν Νήσων ἀπό τούς Γερμανούς.»

Νά σημειωθεῖ ὅτι πρίν ἀπό τήν πρόταση πρός τούς Γερμανούς, οἱ Τοῦρκοι εἶχαν ἀπευθυνθεῖ στούς Βρεταννούς (ὁ πρεσβευτής τῶν ὁποίων στήν Ἄγκυρα, ἐπαναλαμβάνεται ὅτι πρωταγωνίστησε σέ ὅλη τήν ἱστορία.) Τό Λονδῖνο ὅμως τούς ἀπέτρεψε ἀσυζητητί καί ἐκεῖνοι ἀπευθύνθηκαν στό Βερολῖνο. Εἶναι προφανές ὅτι ἡ Ἄγκυρα ἔπαιζε τό δόλιο παιχνίδι, τά νησιά τοῦ ἀνατολικοῦ Αἰγαίου νά περιέλθουν σ’ αὐτήν ἀνεξαρτήτως τοῦ ποιός θά ἦταν ὁ νικητής τοῦ πολέμου. Διότι ἐάν ἦταν οἱ Γερμανοί, θά τούς τά ἐκχωροῦσαν. Ἐνῶ ἐάν ἦταν οἱ Ἄγγλοι θά ἦταν δύσκολο νά τούς ποῦν νά τά παραδώσουν στήν Ἑλλάδα. Καί ἄν ἀκόμη τό ἔλεγαν εἶναι ἀναμφισβήτητο ὅτι ἡ Ἄγκυρα θά ἀντιδροῦσε (ἡ ὁποία Ἄγκυρα παρουσίαζε τήν κατάληψη τῶν νησιῶν ἐκ μέρους της ὡς σωτήρια γιά τά ἴδια καί τήν Ἑλλάδα.)

Σχετικά ὁ Τσουδερός ἀναφέρει:

«Ἄνευ δισταγμοῦ ἀρνήθηκα καί εἶπα στόν πρέσβυ (τόν Πάλαιρετ) ὅτι δέν καταλαβαίνω τήν ἀξία τῆς ὑπηρεσίας αὐτῆς τῶν Τούρκων… Ἡ κατάληψη τῶν Νήσων τοῦ Αἰγαίου ἀπό τούς Τούρκους, εἶπα, θά ἔκανε φοβερά κακή ἐντύπωση στήν Ἑλλάδα, θά ξυπνοῦσε παλαιάς ἐχθρικάς ἀναμνήσεις μεταξύ τῶν δύο χωρῶν καί μάλιστα τώρα πού οἱ Ἕλληνες δικαίως ἤ ἀδίκως παραπονοῦνται κατά τῶν Τούρκων, ὅτι δέν μᾶς συνέτρεξαν στόν ἀγῶνα κατά τῶν γειτόνων κρατῶν πού ἐπέδραμαν στή χώρα μας βοηθοῦντες τούς Γερμανούς (σ.σ. ἐννοεῖ τήν Βουλγαρία). Οἱ Ἕλληνες ἐπίστευαν ὅτι ἡ Τουρκία εἶχε τήν ὑποχρέωση αὐτή, καίτοι δέν ὑπῆρχε πρός τοῦτο νομική δέσμευση, (διότι) ὁ Μεταξᾶς μέ τό τελευταῖο Ἑλληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας καί μή Ἐπιθέσεως εἶχε καταργήσει τήν ὑπάρχουσα σέ προηγούμενη συμφωνία τέτοια ὑποχρέωση. Τήν δικτατορία (Μεταξᾶ) ἐνδιέφερε περισσότερο ἡ διάταξη τῆς νέας συμφωνίας περί ἐκδόσεως (σ’ αὐτήν) τῶν πολιτικῶν φυγάδων στήν Τουρκία…

»Προτιμότερον ἦτο νά καταληφθοῦν αἱ Νῆσοι ἀπό τούς Γερμανούς καί μεταπολεμικῶς νά ἔχουν καί αὗται τήν αὐτή τύχην τῆς ὑπολοίπου Ἑλλάδος, παρά νά περάσουν τώρα στήν Τουρκία, χωρίς ὄφελος γιά τόν συμμαχικό ἀγῶνα καί ὕστερα ἀπό τόν πόλεμο, σέ περίπτωση Νίκης τῶν Συμμάχων, ἡ κατοχή αὐτή τῶν Τούρκων νά γεννήσῃ συζητήσεις καί προστριβάς σοβαράς τῆς Τουρκίας μέ τήν Ἑλλάδα.»

Ἀπό τήν πλευρά μας νά σημειώσουμε, ἀνατρέχοντες στήν τελευταία παρατήρηση τοῦ ἀείμνηστου Ἐμμ. Τσουδεροῦ (πατέρας τῆς Βιργινίας Τσουδεροῦ), ὅτι ὁ Ἐρντογάν, σήμερα, ἐκμεταλλευόμενος ἕναν ἄλλο πόλεμο διεθνοῦς ἐμβέλειας (Οὐκρανίας – Ρωσσίας), ἐπιδιώκει τήν κατάκτηση κάποιων ἀπό τά νησιά τοῦ Ἀνατολικοῦ Αἰγαίου καί τῶν Δωδεκανήσων.

Ὁ πρωθυπουργός Τσουδερός προσθέτει στίς σημειώσεις του ὅτι:

«ἡ ἐπελθοῦσα κατάληψη τῶν Νήσων (τοῦ Αἰγαίου) ἀπό τούς Γερμανούς ἐτερμάτισε κάθε συζήτηση διά τό δυσάρεστον αὐτό ἐπεισόδιο… Τό ὅλον σχέδιο ἦτο ἐπικίνδυνον διά μᾶς τούς Ἕλληνας».

Ἡ κατάληψη ὅμως ἀπό τούς Γερμανούς τῶν νησιῶν τοῦ Ἀνατολικοῦ Αἰγαίου δέν ἀπογοήτευσε τήν Ἄγκυρα.

Τήν 18 Ἰουνίου 1941, ἐνῶ ὁ Χίτλερ εἶχε καταλάβει καί τήν Κρήτη καί ἑτοίμαζε τήν ἐπίθεσή του κατά τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης, τήν ὁποία θά ἐξαπέλυε μετά τετραήμερο, ἐπεδίωξε νά ἐξασφαλίσει τά νῶτα του ἀπό πιθανή ἐπίθεση, ἐναντίον του, τῆς Τουρκίας.

Ἡ Τουρκία ἦταν ἐμφανῶς φίλη τῆς Ναζιστικῆς Γερμανίας, ὁ Χίτλερ ὅμως ἐπιζητοῦσε καί τή νομική κατοχύρωση αὐτῆς τῆς φιλίας μέ ἕνα Σύμφωνο μαζί της, τό ὁποῖο θά περιελάμβανε καί τή δέσμευση τῆς μή ἐπιθέσεως ἑκατέρας τῶν δύο χωρῶν ἐναντίον τῆς ἄλλης.

Ὑπεγράφη γι’ αὐτό ἕνα Σύμφωνο Φιλίας καί μή Ἐπιθέσεως, τήν ἐν λόγῳ ἡμερομηνία (18 Ἰουνίου 1941), ἐνῶ οἱ ὁδηγοί τῶν γερμανικῶν ἁρμάτων μάχης ἔβαλαν ἐμπρός τίς μηχανές τους γιά τήν ἐπίθεση κατά τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης καί οἱ Γερμανοί στρατιῶτες ἐλάμβαναν θέσεις μάχης.

Τό Σύμφωνο θά συνοδευόταν ἀπό ἕνα Μυστικό Πρωτόκολλο (ὅπως, περίπου, αὐτό πού εἶχαν ὑπογράψει οἱ Μολότωφ καί Ρίμπεντροπ τόν Αὔγουστο τοῦ 1939.)

Μέ τό Γερμανοτουρκικό Πρωτόκολλο τοῦ Ἰουνίου 1941 θά περιήρχοντο στήν κατοχή τῶν Τούρκων μερικά ἀπό τά Δωδεκάνησα. Ἐδῶ ἐπρόκειτο γιά πισώπλατη μαχαιριά τοῦ Χίτλερ κατά τοῦ συμμάχου του Μουσσολίνι. Τόσο ψηλά εἶχαν τοποθετήσει τήν Τουρκία οἱ Γερμανοί! Χωρίς βέβαια νά ἀποκλείεται ὁ ἐμπαιγμός τῆς Ἄγκυρας ἀπό τό Βερολῖνο, ἀργότερα –τακτική προσφιλής στούς ναζί ὅπως ἀπέδειξε καί ἡ περίπτωση μέ τή Σοβιετική Ἕνωση πού ἀπό φίλη καί σύμμαχος τόν Αὔγουστο τοῦ 1939, τόν Ἰούνιο τοῦ 1941, κατέληξε ἡ μεγαλύτερη ἐχθρός τοῦ Γ΄ Ράιχ.

Τό μυστικό πρωτόκολλο δέν ὑπογράφηκε τελικά, γιά λόγους πού ὁ Ἰσμέτ Ἰνονού κράτησε γιά τόν ἑαυτό του, τήν τελευταία στιγμή. Ὁ δόλιος ὅμως Τοῦρκος πρωθυπουργός δέν ἔπαυσε κατά τή διάρκεια τοῦ πολέμου καί στίς παραμονές τῆς Διάσκεψης τῶν Παρισίων (1947) νά ἐπαιτεῖ νά τοῦ παραχωρηθοῦν κάποια ἀπό τά Δωδεκάνησα, ὅπως τό Καστελλόριζο, ἡ Κῶς καί ἡ Σύμη.

Αὐτός, ὁ χαρακτηρισθείς ὡς μέγας δυτικόφιλος Τοῦρκος πολιτικός, δύο ἡμέρες μετά τήν εἰσβολή τοῦ Χίτλερ στήν Σοβιετική Ἕνωση, ἔδιδε συγχαρητήρια στόν Γερμανό πρεσβευτή στήν Ἄγκυρα, τόν ἄθλιο φόν Πάπεν, ὁ ὁποῖος εἶχε βοηθήσει τόν ἀρχηγό τῶν ναζί νά σταθεροποιηθεῖ στήν ἐξουσία, τό 1933.

Κατά τήν συνάντηση Ἰνονού – Πάπεν ὁ πρῶτος ἀνεμιμνήσκετο τῶν ὡραίων ἡμερῶν τῆς παλαιᾶς Γερμανοτουρκικῆς Φιλίας κατά τόν Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο καί ἄφηνε ὑπονοούμενα γιά τήν ἐπανίδρυσή της, ἐγείροντας ποτήρια σαμπάνιας καί εὐχόμενος «ὑγεία καί ἐπιτυχία στόν Χίτλερ.»

Πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι μετά τήν ἀνατροπή τοῦ Μουσσολίνι ἀπό τόν Μπαντόλιο καί τόν Ἰταλό βασιλέα, τόν Ἰούλιο τοῦ 1943, ἡ Τουρκία ζήτησε ἀπό τό Βερολῖνο νά τῆς δοθοῦν τά Δωδεκάνησα –πρόταση πού ὑποστήριζε καί ὁ φόν Πάπεν. Ὁ Χίτλερ ὅμως πού εἶχε διατηρήσει τήν φιλία του μέ τόν Μουσσολίνι, τόν ὁποῖο ἐγκατέστησε μέ τήν κυβέρνησή του στή βόρειο Ἰταλία, δέν δέχθηκε τέτοια συζήτηση πρός τό παρόν.

Εἶναι ἐντυπωσιακό, ὅτι τόν Δεκέμβριο τοῦ 1941, ὁ Στάλιν πρότεινε στούς Βρεταννούς νά ὁρισθοῦν μερικές ἐκτάσεις πού θά μποροῦσαν νά δοθοῦν μετά τόν πόλεμο στήν Τουρκία γιά τή στάση οὐδετερότητας πού τηροῦσε κατά τήν γερμανική ἐπίθεση καί προέλαση στό σοβιετικό ἔδαφος.

Τό Λονδῖνο ἔφριξε ἀπό τό ἐνδεχόμενο νά ἐπιβραβευθεῖ ἡ οὐδετερότητα σ’ ἕνα πόλεμο καί ἀπέρριψε τήν πρόταση, στήν ὁποία περιλαμβάνονταν ἀπό τό Κρεμλῖνο καί τά Δωδεκάνησα. (Σχετικά, Ἄγγελος Μ. Συρίγος: Ἑλληνοτουρκικές σχέσεις, ἐκδόσεις Πατάκη».)

Δέν εἶναι ὡς ἐκ τούτου καί τόσο παράδοξο πού ὁ Μολότωφ ἐξάρτησε τό σοβιετικό «ναί» στήν ἕνωση τῶν Δωδεκανήσων μέ τήν Ἑλλάδα, ὑπό τόν ὅρο ὅτι θά παραμείνουν ἀποστρατιωτικοποιημένα. Καί ἡ στάση τῶν Δυτικῶν Συμμάχων νά δεχθοῦν τήν ἀποστρατιωτικοποίηση εἶναι δικαιολογημένη, κατά τήν ἄποψη πολιτικῶν ἀναλυτῶν τῆς ἐποχῆς, διότι κατείχοντο ἀπό τόν φόβο τῆς ἐνδεχόμενης ἐπικράτησης τῶν Ἑλλήνων κομμουνιστῶν, κατά τόν ἐμφύλιο, ὁπότε θά ἦταν προτιμότερο τά Δωδεκάνησα νά ἦταν ἀποστρατιωτικοποιημένα ἐντός τοῦ σοβιετικοῦ μπλόκ, ἀντί νά μετατραποῦν σέ πανίσχυρη ναυτική βάση τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης καί μέσῳ αὐτῆς νά ἐλέγχεται ὁλόκληρη ἡ ἀνατολική Μεσόγειος.

Κατά τά μετά τήν εἰσβολή στήν Κύπρο (1974) χρόνια θ’ ἀποτελοῦσε ἔγκλημα ἡ μή στρατιωτικοποίηση τῶν νησιῶν τοῦ Β.Α. Αἰγαίου καί τῶν Δωδεκανήσων ἀπό τήν Ἑλλάδα, ἀφοῦ ὅπως ἀπεκάλυψε τόν Μάρτιο τοῦ 1975 ὁ ἀρχηγός τοῦ Τουρκικοῦ Ἐπιτελείου ναύαρχος Φιράτ, ἡ Τουρκία ἑτοίμαζε πόλεμο κατά τῆς Ἑλλάδος στό Αἰγαῖο.

Δύο μῆνες μετά, ἐξ ἄλλου (Μάιος 1975), ὁ Τοῦρκος πρωθυπουργός Ντεμιρέλ σέ συνέντευξή του σέ γαλλική ἐφημερίδα ἔλεγε ὅτι αἰσθάνεται τήν Ρόδο ὡς θηλειά στόν λαιμό τῆς Τουρκίας. Ἐνῶ τό 1987 ὁ Ὀζάλ εἶχε δημιουργήσει σκηνικό πολέμου, ἐπειδή ἡ Ἑλλάδα θά ἔκανε γεώτρηση στή θέση Μπάμπουρα στό βόρειο Αἰγαῖο, ἐπί τῆς ἑλληνικῆς ὑφαλοκρηοπίδας. Καί τό 1996 φθάσαμε πρό πολεμικῆς ρήξης λόγῳ Ἰμίων.

Τέλος, πῶς εἶναι δυνατόν ἡ Ἀθήνα ν’ ἀφήνει χωρίς στρατό τά νησιά της ὅταν ὁ Ἐρντογάν καθημερινά ἀπειλεῖ ὅτι ὁ στρατός του θά ἔλθει ξαφνικά κάποιο βράδυ…

Κεντρικό θέμα