Τά Ἑλληνόπουλα διδάσκονται ὅτι τό ’40 κρυφτήκαμε στά… ὑπόγεια

Καί τρέξαμε στίς τράπεζες! – Τί καταγγέλλει ὁ δάσκαλος Δημήτρης Νατσιός στήν «Ἑστία»

ΜΑΣ ἔμελλε νά τό ζήσουμε καί αὐτό! Ἀφοῦ μάθαμε ὅτι ὁ Καποδίστριας ἦταν «δικτάτορας» (Χατζῆς). Ἀφοῦ ἐνημερωθήκαμε ὅτι ὁ Κολοκοτρώνης ἦταν …γκέυ (Τατσόπουλος). Ἀφοῦ μᾶς εἶπαν ὅτι ἡ ἐπανάστασις τοῦ 1821 ἔγινε ἀπό κάποιους «περιθωριακούς» (Κωστῆς). Τώρα ἔφθασε καί ἡ σειρά τοῦ 1940! 80 χρόνια μετά τό ἡρωικό ξέσπασμα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ κατά τῶν Ἰταλῶν στά βουνά τῆς Ἀλβανίας ἔφθασε ἡ ὥρα νά μάθουμε, ἀκριβέστερα τά νέα ἑλληνόπουλα νά μάθουν, ὅτι τόν Ὀκτώβριο ἐκείνης τῆς χρονιᾶς δέν τρέξαμε στά βουνά γιά νά κυνηγήσουμε τόν κατακτητή. Ὄχι ! Δέν νικήσαμε τούς Ἰταλούς! Ὄχι! Τόν Ὀκτώβριο ἐκεῖνο τρέξαμε νά κρυφτοῦμε στά ὑπόγεια καί νά πάρουμε τά λεφτά ἀπό τίς τράπεζες! Αὐτό γράφουν τά σχολικά βιβλία Γλώσσης τῆς Ε΄ Δημοτικοῦ. Αὐτό τοὐλάχιστον μᾶς καταγγέλλει ἕνας δάσκαλος ἀπό τό Κιλκίς, ἀναγνώστης τῆς «Ἑστίας», ὁ Δημήτρης Νατσιός, προσκομίζων καί τά σχετικά πειστήρια. Ὁ Ἕλλην Δάσκαλος ἦταν πάντα θεματοφύλαξ ἐθνικῶν ἀξιῶν. Καί πάντοτε στεκόταν στό ὕψος τῶν περιστάσεων. Σήμερα ἀποδεικνύεται γιά μία ἀκόμη φορά. Μᾶς γράφει ὁ κύριος Νατσιός:

«Εἶμαι δάσκαλος τῆς Ε΄ Δημοτικοῦ. Στήν σελίδα 44 τοῦ α΄ τεύχους τοῦ βιβλίου Γλώσσας, περιέχεται κείμενο-ἐπίκαιρο γιά τήν ἐπέτειο. Ὁπότε ὁ πρωθυπουργός τῆς χώρας, μπορεῖ νά ἀναγνώσει τό κείμενο πού διδάσκονται τά Ἑλληνόπουλα, “γιά νά νιώσουν περήφανα γιά τόν ἡρωισμό τῆς γενιᾶς τοῦ ’40, γιά τήν πατρίδα μας”». Ὅπως τονίζει ὁ κύριος Νατσιός, διαβάζουμε σέ αὐτό τό βιβλίο μέ ἀφηγητή ἕναν νεαρό πού μοιράζεται τίς ἀναμνήσεις του μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς: «Ἡ Ἰταλία, συμπολῖτες μου, τήν 28η Ὀκτωβρίου τοῦ 1940, μᾶς κήρυξε τόν πόλεμο! Κι ἐμεῖς πήγαμε στά ὑπόγεια καί κρυφτήκαμε». Οὔτε λέξις γιά αὐτούς πού ἔτρεξαν νά τεθοῦν ὑπό τά ὅπλα μέ τό «χαμόγελο στά χείλη».

Τό χειρότερο, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ δάσκαλος ἐπισημαίνει, εἶναι ὅτι στό οἰκεῖο κείμενο χρησιμοποιεῖται ἡ προσφώνησις «Συμπολῖτες μου». Ἔτσι ἀρχίσει τήν διήγησή του πρός τήν νέα γενιά ὁ «νεαρός» τῆς ἐποχῆς. Ὄχι ἡ παραδοσιακή «Ἑλληνίδες, Ἕλληνες». Ὡσάν νά εἴμεθα ἔθνος πολυπολιτσμικό, πολυεθνοτικό.

Τί ἄλλο λέει παρακάτω τό βιβλίο τῆς (ψευδεπίγραφης) ἱστορίας; Διαβάστε καί φρίξτε τήν διήγηση τοῦ μεσήλικος σήμερα, μαθητοῦ τότε:

«Οἱ οἰκογένειες τῆς ἐποχῆς, ἐκείνης ὅταν ἄκουσαν τίς σειρῆνες, τρομαγμένες καί… λερωμένες ἀπό τόν φόβο τους, πανικοβλήθηκαν. Κάποια στιγμή γύρισε ὁ μπαμπᾶς στή μαμά καί τῆς εἶπε πώς θά τρέξει στήν τράπεζα νά σηκώσει λεφτά. Δέν ἔχουμε δραχμή, εἶπε κι ἔφυγε τρέχοντας στή σκάλα…

»Ὅταν ὁ μπαμπᾶς γύρισε ἀπό τήν τράπεζα λερωμένος πολύ καί σκισμένος καί χωρίς τό καπέλο του, εἶπε ὅτι ἡ τράπεζα ἦταν κλειστή καί δέν μπόρεσε νά σηκώσει λεφτά. Τότε πήγαμε σ’ ἕνα ὑπόγειο, στῆς κυρίας Γιαννοπούλου, γιατί τό σπίτι της ἔχει ὑπόγειο καί τό λιακωτό της εἶναι τσιμεντένιο καί δέν μποροῦν νά τό τρυπήσουν οἱ μπόμπες.»

«Καί ὁ μπαμπᾶς πῆρε στήν ἀγκαλιά του τόν ἀφηγητή, παιδί μικρό καί τοῦ εἶπε:

“– Ἄκη, ἀπό σήμερα θά γίνεις ἄντρας. Καί ὁ Ἄκης, ἐμπνεόμενος ἀπό τήν γενναιότητα τοῦ πατέρα του, ἀπάντησε:

– Ἐγώ τότε φοβήθηκα πάρα πολύ, γιατί δέν ἤθελα νά γίνω σήμερα ἄντρας…». Μόνο ἕνας …Ἄκης θά ἔλεγε κάτι τέτοιο βεβαίως. Ὅτι δέν θέλει νά γίνει «ἄνδρας». Ἥμαρτον!

Ὁ κ. Νατσιός σημειώνει πώς ὅλοι οἱ εἰδικοί ἐπιστήμονες πού ἀσχολοῦνται μέ τήν γλῶσσα καί τήν διδακτική της, γνωρίζουν ὅτι δέν ὑπάρχουν ἀθῶα παραμυθάκια καί ὅτι κάθε γλωσσικό κείμενο, ἀκόμα καί ἕνα πρόβλημα μαθηματικῶν, προάγει συγκεκριμένες ἀξίες καί στάσεις ζωῆς. Καί συνεχίζει:

«Ἄς προσέξουμε τρία ὕπουλα μηνύματα πού κρύβονται στό ἀνιστόρητο κείμενο.

Πρῶτον: Κρυφτήκαμε στά ὑπόγεια. Δηλαδή, δειλία, ἡττοπάθεια, ἀφιλοπατρία, καλλιέργεια στά μικρά παιδιά αἰσθήματος ὑποταγῆς καί ὑποτέλειας στούς ἐχθρούς μας. Οἱ Τοῦρκοι ἀλυχτοῦν, ἴσως κληθεῖ ὁ λαός νά ὑπερασπιστεῖ ὅσια καί ἱερά, ὅμως ἐμεῖς, θά κρυφτοῦμε στά ὑπόγεια καί θά γλιτώσουμε. Ἡ ἀντίσταση στά… ὑπόγεια σώζει πατρίδες καί ὄχι τό “Ἐλευθερία ἤ Θάνατος”.

Δεύτερον: Τρέχει ὁ πατέρας, πρώτη του σκέψη καί ἀντίδραση στό ἄκουσμα τοῦ πολέμου, στήν τράπεζα “νά σηκώσει λεφτά”. Ὑπάρχει μιά συγκινητικότατη φωτογραφία τῆς ἐποχῆς. Αὐτή δέν τήν βρῆκαν οἱ συντάκτες τοῦ βιβλίου γιά Μιά μαυροφορεμένη μάνα, ἡ Ἑλληνίδα πού ἀνέθρεψε λεβέντες, ἀποχαιρετᾶ τόν στρατιώτη γιό της, βάζοντάς τον νά φιλήσει τήν εἰκόνα τοῦ στρατιώτη τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ἅη-Δημήτρη. Μέσω τοῦ σχολικοῦ κειμένου ἐξευτελίζεται ἡ ἑλληνική οἰκογένεια, ὁ θεσμός τοῦ πατέρα, συκοφαντοῦνται οἱ 14.000 περίπου ἥρωες, πού δέν ἔτρεξαν στίς τράπεζες, ἀλλά στίς ἀετοράχες τῆς Πίνδου γιά νά πεθάνουν –καί ὄχι νά σκοτώσουν– γιά τήν πατρίδα. Καί βέβαια προβάλλεται, ὄχι ἡ ἀρετή τῆς φιλοπατρίας, ἀλλά ἡ ἀρρώστια τῆς ψυχῆς, ἡ φιλαργυρία.

Τρίτον: “Ἐγώ τότε φοβήθηκα πάρα πολύ, γιατί δέν ἤθελα νά γίνω σήμερα ἄντρας…”

Βεβαίως, γιατί οἱ πραγματικοί ἄντρες στρατεύονται καί πολεμοῦν! Ἐνῶ ὅσοι δέν θέλουν νά γίνουν ἄντρες, παίρνουν ἕνα Ι5 (γιῶτα πέντε) χαρτί ἀπολύσεως ἤ ἐξαγοράζουν τήν θητεία τους καί σπεύδουν σάν λαγοί στά ὑπόγεια ἀφήνοντας τά κορόιδα νά κατασκοτώνονται γιά τήν τιμή τοῦ ἔθνους! Ἄν προβάλλεις τό ἀντρικό πρότυπο, κινδυνεύεις νά κατηγορηθεῖς γιά… σεξισμό ἀπό τίς γεροντοκόρες τῆς πολιτικῆς ὀρθότητας.»

Καί καταλήγει ὁ Δάσκαλος: «Ἕνας Πρωθυπουργός πού θά ἀπευθυνόταν στούς Ἕλληνες καί τίς Ἑλληνίδες καί ὄχι στούς συμπολῖτες του, θά διάβαζε, τήν ἡμέρα τῆς 28ης, αὐτό πού διέσωσε ὁ Στρατῆς Μυριβήλης. Στόν πανηγυρικό λόγο πού ἐκφώνησε στήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, στίς 27 Ὀκτωβρίου τοῦ 1960, μεταξύ τῶν ἄλλων σπουδαίων ἀνέφερε καί ἕνα συγκλονιστικό γεγονός, πού διαδραματίσθηκε, ὄχι “στό διάσελο τῆς Ἱστορίας” (Βρεττάκος), ἀλλά στά μετόπισθεν, ὅπου ὁ ἀπόλεμος πληθυσμός τῆς πατρίδας μας συναγωνιζόταν τήν ἀνδρεία τῶν μαχητῶν. Τό μεταφέρω:

“Εἶχε ὀργανωθῇ, κατά τή διάρκεια τοῦ ἀγῶνα ὑπηρεσία μεταγγίσεως αἵματος, ἀπ’ τόν Ἐρυθρό Σταυρό τῆς Ἑλλάδος. Εἶχα καί ἕνα φίλο γιατρό, σ’ αὐτή τήν ὑπηρεσία, λοιπόν πήγαινα κάπου-κάπου νά τόν δῶ καί νά τά ποῦμε. Ὁ κόσμος ἔκαμε οὐρά κάθε μέρα γιά νά δώσῃ τό αἷμα του γιά τούς τραυματίες μας. Ἦταν ἐκεῖ νέοι, κοπέλες, γυναῖκες, μαθητές, παιδιά πού περίμεναν τή σειρά τους. Μιά μέρα, λοιπόν, ὁ ἐπί τῆς αἱμοδοσίας φίλος μου γιατρός, εἶδε μέσα στήν σειρά τῶν αἱμοδοτῶν πού περίμεναν, νά στέκεται καί ἕνα γεροντάκι.

– Ἐσύ, παππούλη, τοῦ εἶπε ἐνοχλημένος, τί θέλεις ἐδῶ;

Ὁ γέρος ἀπάντησε δειλά:

– Ἦρθα κι ἐγώ, γιατρέ, νά δώσω αἷμα.

Ὁ γιατρός τόν κοίταξε αὐστηρά μέ ἀπορία καί συγκίνηση. Ὁ γέρος παρεξήγησε τό δισταγμό του. Ἡ φωνή του ἔγινε πιό ζωηρή.

– Μή μέ βλέπεις ἔτσι, γιατρέ μου. Εἶμαι γερός, τό αἷμα μου εἶναι καθαρό, καί ἀκόμα ποτές μου δέν ἀρρώστησα. Εἶχα τρεῖς γιούς. Σκοτώθηκαν καί οἱ τρεῖς ἐκεῖ πάνω. Χαλάλι τῆς πατρίδας. Ὅμως μοῦ εἶπαν πώς οἱ δύο πῆγαν ἀπό αἱμορραγία. Λοιπόν, εἶπα στή γυναίκα μου, θά ’ναι κι ἄλλοι πατεράδες, πού μπορεῖ νά χάσουν τά παλληκάρια τους, γιατί δέ θά ’χουν οἱ γιατροί μας αἷμα νά τούς δώσουν. Νά πάω νά δώσω κι ἐγώ τό δικό μου.”»…

Κεντρικό θέμα