«Κάντε ὑπομονή καί ὁ οὐρανός θά γίνει πιό… γαλανός!»

Αἰχμές γιά τόν πόλεμο, τήν ψευδοηθικίζουσα Δύση καί τίς ἀνισότητες – Ἀναφορά μέ νόημα στήν παραίτηση τοῦ συνθέτη ἀπό τό βουλευτικό ἀξίωμα τό 1990 – Ἔμφασις στίς ἔννοιες «ταυτότητα», «ρίζες», «Ὀρθοδοξία», «Αἰγαῖο»

Τυπικῶς ὁ Κώστας Καραμανλῆς μίλησε χθές βράδυ σέ μεγάλη ἐκδήλωση στό Ἄλσος Περιστερίου γιά τό ἔργο καί τήν προσφορά τοῦ μεγάλου μας συνθέτη Σταύρου Ξαρχάκου στόν ἑλληνικό πολιτισμό. Τυπικῶς καί οὐσιαστικῶς.

Ἡ ὁμιλία του ἦταν ἕνας ὕμνος στήν ἑλληνικότητα τοῦ ἔργου Ξαρχάκου. Κακά τά ψέματα ὅμως. Ὁ πρώην πρωθυπουργός, πιστός στήν σχολή τῶν Καραμανλήδων νά ὁμιλοῦν ἀλληγορικά, θύμισε πράγματα ξεχασμένα στόν δημόσιο λόγο, ὅπως οἱ ἔννοιες τῆς «ταυτότητας», τῆς «ρίζας», τῆς «Ὀρθοδοξίας» καί τοῦ «Βυζαντίου». Ἄφησε μέσα ἀπό φράσεις τοῦ ἰδίου τοῦ Ξαρχάκου νά φανεῖ ἡ ἀπογοήτευσή του γιά τήν τρέχουσα ἠθική τῆς Δύσεως ἀλλά καί γιά τό ἐπίπεδο τοῦ πολιτικοῦ μας συστήματος μέ τήν δανεική φράση (ἀπό τήν ἐπιστολή παραίτησης Ξαρχάκου ἀπό τό βουλευτικό ἀξίωμα τό 1990) «εἶμαι ἀπροσάρμοστος στά κόλπα καί στούς σκοτεινούς ρεαλισμούς τῆς πολιτικῆς πράξης (…), γιατί μόνο οἱ ἀπροσάρμοστοι μποροῦν νά βοηθήσουν τήν πολιτική καί τήν κοινωνική δημοκρατία νά περιοριστεῖ ἀπό τήν καταστροφή καί τήν αὐτοκτονία της». Αἴσθηση προκάλεσε ἡ κατάληξις τῆς ὁμιλίας τοῦ πρώην πρωθυπουργοῦ: χρησιμοποίησε ἕναν στίχο τοῦ Ἀλέκου Σακελλάριου ἀπό τήν διάσημη σύνθεση Ξαρχάκου, πού ἑρμήνευσε ὁ Γρηγόρης Μπιθικώτσης καί ἡ Ἀλίκη Βουγιουκλάκη: « Κάντε ὑπομονή καί ὁ οὐρανός θά γίνει πιό γαλανός». Ἀναλυτικά τά κυριότερα ἀποσπάσματα ἀπό τήν ὁμιλία Καραμανλῆ ἔχουν ὡς ἑξῆς:

«Πρίν ἀπό λίγες μόλις μέρες εἴδαμε ὅλοι ἕνα ὀλιγόλεπτο βίντεο, πού ἔγινε viral στό διαδίκτυο. Ὁ Σταῦρος Ξαρχάκος νουθετεῖ, συμβουλεύει, διορθώνει μία μουσική παρέα νέων στή Σῦρο. Στίς εἰκόνες αὐτές ἀποτυπώνεται μέ τόν πιό ἀνάγλυφο τρόπο ἡ προσωπικότητα τοῦ Ξαρχάκου. Παθιασμένος, ἀθεράπευτα ἐρωτευμένος, ἐνθουσιώδης, μέ τήν μουσική καί ὄχι μόνο. Γιατί τό ἴδιο ἐνθουσιώδης εἶναι μέ τούς νέους, αὐτός ὁ πάντα νέος, μέ τήν Ἑλλάδα, τίς παραδόσεις καί τίς ρίζες μας, μέ τό Αἰγαῖο. Γράφει στόν Νῖκο Γκάτσο σέ ἀνέκδοτη ἐπιστολή του τό 1986 ἀπό τή Νέα Ὑόρκη: “… Ἀπό τότε πού γεννήθηκα, ὅπου καί νά κατοικοῦσα, πάντα ὑπῆρχε δίπλα ἕνα σχολεῖο. Ὁ ἦχος γνώριμος καί ἀναρωτιέμαι τί θά γινόμουν χωρίς αὐτόν”. Καί παρακάτω συνεχίζει: “Εὐτυχῶς, στό τέλος ὑπάρχει πάντα τό Αἰγαῖο. Αὐτό τό Αἰγαῖο τῆς Παναγίας, τό βαθύ καί τό γαλάζιο, μέ τά πανηγύρια καί τήν ἀσετιλίνη, οἱ ψαρᾶδες νά ματσακωνίζουν τά καΐκια. Μυρίζω μίνιο καί πίσσα”.

»Γεννήθηκε μέ θεῖο χάρισμα ὁ Ξαρχάκος. Ἀλλά δέν ἐπαναπαύθηκε. Δούλεψε σκληρά, ἐδῶ καί στό ἐξωτερικό, δίπλα σέ μεγάλους δασκάλους, γιά νά φτάσει νά γίνει ἕνας μεγάλος δημιουργός. Θεῖο χάρισμα δέν ἐννοῶ μόνο τό μεγάλο ταλέντο του, τήν πηγαία ἱκανότητα νά γεννάει μουσική, δύσκολη μουσική, σύνθετη μουσική. Ἐννοῶ συνολικά τή φύση του. Εὐλογημένη φύση. Ἀνήσυχη, γόνιμη, δημιουργική. Πλασμένη γιά τά μεγάλα καί τά δύσκολα. Γιατί ἡ σπάνια μουσική του δεινότητα ἀπό μόνη της δέν θά ἐπαρκοῦσε γιά νά ὁλοκληρωθεῖ ἡ εὐρύτερη εἰκόνα τοῦ Ξαρχάκου.
Δωρικός, σεμνός, φειδωλός στά λόγια. Μιλάει μέ τό ἔργο του καί τό ἔργο του μιλάει γι’ αὐτόν.

»Μέ ἀγάπη καί ζεστασιά γιά τούς ἀνθρώπους, κυρίως μάλιστα τούς λιγότερο εὐνοημένους. Αὐτούς πού τόσο ἐκφραστικά περιγράφει ὁ Λευτέρης Παπαδόπουλος μέ τούς ἀνεπανάληπτους στίχους: “ἄπονη ζωή, μᾶς πέταξες στοῦ δρόμου τήν ἄκρη, μᾶς ἀδίκησες”.

»Μέ σεβασμό καί ἐνσυναίσθηση τῆς κληρονομιᾶς μας. Λέει ὁ ἴδιος ὅταν ἀναγορεύθηκε ἐπίτιμος διδάκτορας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν: “Ἡ Ἑλλάδα μάνα τοῦ καημοῦ… Γιατί στήν ἱστορία καί στήν παράδοση κουμπώνει ἡ ψυχή μας. Ἡ ὁλική ἐπίθεση φωτονίων στόν τόπο μας, ἡ θάλασσα καί ἡ μουσική φέρνουν ἐλπίδα. Χρέος μας εἶναι αὐτή τήν ἐλπίδα νά τήν κάνουμε πράξη γιά νά ξαναβρεθοῦμε στήν πλευρά τῆς Ἑλλάδας τοῦ πολιτισμοῦ καί ὄχι στήν Ἑλλάδα πού πνίγει τά παιδιά της. Προηγουμένως σᾶς ἀνέφερα τήν ὁλική ἐπίθεση φωτονίων. Προφανῶς ἐννοοῦσα τό Ἀττικό φῶς.

»Μέ τήν Ἑλλάδα νά εἶναι πάντα ὁ καημός καί ἡ ἔμπνευσή του. Μέ βαθιά, ἀνυπόκριτη ἀγάπη καί ἔγνοια γιά τήν πατρίδα. Ζεῖ τήν αἰθρία τῆς ἑλληνικότητας, πονάει καί πληγώνεται ὅμως γιά τίς ἀπογοητεύσεις πού ἡ πατρίδα συχνά ἐπιφυλάσσει στά παιδιά της.

»Ἀφοῦ στηλιτεύσει τό πνευματικό ἔλλειμμα τῆς ἐποχῆς μας, τήν ψευτοηθικίζουσα Δύση καί τήν ὑποβάθμιση τῆς αἰσθητικῆς, τονίζει στήν ἴδια ὁμιλία: “τό θεῖο δαιμόνιο τῆς ἀνθρωπότητας ὀφείλει νά ξεπεράσει ὅλα αὐτά ἐφ’ ὅσον κινητοποιήσει τίς πνευματικές, ἠθικές δυνάμεις καί ἀξίες, πού τρέφονται ἀπό ἐκεῖνες τίς ἄχρονες καί ἄχραντες πηγές. Ὁ δρόμος τῆς ἑλληνικῆς μουσικῆς πραγματικότητας πρός μία ἄλλη πορεία περνάει ἀπό τό τραχύ μονοπάτι τοῦ μουσικοῦ ἐκφυλισμοῦ, ἀλλοτριώνοντας καί ἁλώνοντάς μας. Δέν στέρεψαν οἱ μουσικοί δημιουργοί. Ἡ Ἑλλάδα μας στέρεψε ἀπό τό λάλον ὕδωρ τῆς Κασταλίας πηγῆς, τό ὕδωρ τό ἁλλόμενον τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς ζωντανῆς ψυχῆς τοῦ μαχόμενου δημιουργικά πολιτισμοῦ μας”.

»Δέν εἶναι λοιπόν μόνο τό θεῖο χάρισμα πού ἔχει ὁ δημιουργός. Εἶναι τό σύνολο τῶν ἀντιλήψεών του, ἡ αὐθεντική του σχέση μέ τόν ἑλληνισμό καί τίς ρίζες του, ἡ ἀμεσότητα μέ τήν ὁποία ἀντικρύζει καί ἐκφράζει τήν γνήσια λαϊκή παράδοση, τό ἀτίθασο καί ἀσυμβίβαστο τῆς βαθύτερης ψυχῆς του, πού ὁδηγοῦν στό παραγόμενο ἀποτέλεσμα. Ἀκούγοντας τήν μουσική πού ἔγραψε γιά τό “Ρεμπέτικο” τοῦ Κώστα Φέρρη, τό “Τσιτσάνη διάλογοι”, ὅπου οἱ μελωδίες τοῦ Τσιτσάνη συναντοῦν τόν Χατζιδάκι καί τόν Παπαϊωάννου ἀλλά καί τόν Smetana, τόν Bach, τόν Mahler, τόν Beethoven, τόν Chopin καί τόν Mozart, τήν “Ὠδή – Πορείας Ἐγκώμιον”, ὅπου ἑνώνει ὅλη τήν ἱστορία τῆς χώρας μας μέσα ἀπό τούς διαφορετικούς ἤχους τῆς Κρήτης, τῆς Κύπρου, τῆς Θράκης, τοῦ Πόντου καί τοῦ Αἰγαίου, καί τό “Βαμβακάρης κατά Ξαρχάκο”, ἕνα συγκλονιστικό ταξίδι στόν μουσικό κόσμο τοῦ Μάρκου Βαμβακάρη, νιώθεις ἔκσταση καί ψυχική ἀνάταση. Γιατί ἀκόμα καί ὁ μουσικά ἀδαής γίνεται μάρτυρας μιᾶς ἀνεπανάληπτης μυσταγωγίας. Μυσταγωγία πού προκαλεῖται ἀπό ἕνα ἐκρηκτικό, συνάμα ὅμως ἀπόλυτα ἁρμονικό μεῖγμα ἤχων καί χρωματισμῶν. Μαγευτικό σημεῖο συνάντησης διαφορετικῶν μουσικῶν ἐκδοχῶν, ἐκεῖ πού τά βυζαντινά – ἐκκλησιαστικά ἀκούσματα μετεξελίσσονται σέ δημοτική καί λαϊκή μουσική καί παντρεύονται ἁρμονικά μέ τίς δημιουργίες τῶν μεγάλων κλασσικῶν. Μέ ἄλλα λόγια, ἕνα κρᾶμα ἄρτια καί ρωμαλέα διατυπωμένο, πού μεταλλάσσεται σέ μεθυστική καί παθιασμένη μουσική πανδαισία, ὅπου μελωδίες, ξεχωριστῆς ἡ κάθε μία προέλευσης, γεννοῦν ἕνα ἀπίστευτο μουσικό σύνολο. Σύνολο ὅμως πού οἱ διάφορες ἐκδοχές ἔχουν ὡς πυρῆνα τήν ἑλληνική μουσική παράδοση καί στροβιλίζονται ἁρμονικά γύρω ἀπό αὐτόν. Αὐτό τό δυσχερέστατο τόλμημα τό ἀποτολμᾶ ὁ Σταῦρος Ξαρχάκος. Καί τό γεγονός ὅτι τό ὑφαίνει μέ τέτοια ἐπιτυχία τόν καθιστᾶ, χωρίς τήν παραμικρή διάθεση ὑπερβολῆς ἤ φιλοφρόνησης, μεγάλο δημιουργό.

»Κυρίες καί Κύριοι,

»Πιστεύω, καί τό πιστεύω βαθιά, ὅτι τίποτα σπουδαῖο δέν γίνεται, ἄν ὑπακούει καί συμβιβάζεται μέ τίς ἐπιταγές τοῦ συρμοῦ, τοῦ καθωσπρεπισμοῦ, τῆς ἐπιτήδευσης καί τῆς ἐφήμερης ἐμπορικότητας. Ὅλοι μας ἔχουμε τραγουδήσει καί στίχους πού τούς ἔχουμε ξεχάσει τήν ἑπόμενη μέρα. Αὐτό πού κάνει ἕνα ἔργο σπουδαῖο, πού ἀντέχει στόν χρόνο, πού ὅσες φορές κι ἄν τό ἔχουμε ἀκούσει, λαχταροῦμε νά τό ἀκούσουμε καί πάλι, εἶναι ἡ αὐθεντικότητά του. Ἀκόμα καί οἱ μουσικά ἀπαίδευτοι ἐνστικτωδῶς καταλαβαίνουν τή διαφορά. Τό γνήσιο, τό ἀνόθευτο, τό πηγαῖο μᾶς συνεπαίρνει. Ἀκόμα περισσότερο ἐπειδή εἶναι σπάνιο. Καί εἶναι σπάνιο γιατί προϋποθέτει, ἐκτός ἀπό ταλέντο, γνώση καί κόπο, κάτι μοναδικό. Προϋποθέτει ταυτότητα. Ταυτότητα καθαρή καί ἀσυμβίβαστη. Πού ἀψηφᾶ τά κελεύσματα τῆς μόδας καί τῶν ψευδοστερεοτύπων. Ταυτότητα πού ξέρει ἀπό ποῦ ἔρχεται, ποῦ θέλει νά πάει, τί θέλει νά μεταδώσει στούς συνανθρώπους της. Ταυτότητα, ὅμως, σημαίνει ἀρχές, ἀξίες, ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ σου, αἴσθηση ἀποστολῆς. Εἶναι αὐτή ἡ ταυτότητα πού ξεχωρίζει τούς μεγάλους ἀπό τούς ἄλλους. Εἶναι αὐτή ἡ ταυτότητα πού ξεχωρίζει τόν Σταῦρο Ξαρχάκο. Εἶναι αὐτή ἡ ταυτότητα πού τόν κάνει μεγάλο Ἕλληνα. Αὐτή ἡ ταυτότητα, πού τοῦ δίνει τή δυνατότητα νά ἀναβλύζει ἀπό μέσα του ἀβίαστα σάν τρεχούμενο νερό, τό μουσικό του δαιμόνιο, ἀγκαλιασμένο σφιχτά μέ τήν ἐθνική καί λαϊκή μας διαδρομή.

»Εἶναι αὐτή ἡ ταυτότητα πού κάνει ταυτόχρονα τόν Ξαρχάκο ἕναν ἐνεργό πολίτη, μέ εὐαισθησίες, ἐνδιαφέρον καί ἀγωνία γιά τά κοινά. Ἕνα πολιτικό ὄν μέ τήν εὐρεῖα καί ὑψηλή ἔννοια τοῦ ὅρου. Τό 1973 γράφει τήν μουσική γιά τό “Μεγάλο μας Τσίρκο” τοῦ Ἰάκωβου Καμπανέλλη, μέ πρωταγωνιστές τήν Τζένη Καρέζη καί τόν Κώστα Καζάκο καί κύριο ἑρμηνευτή τόν ἀλησμόνητο Νῖκο Ξυλούρη, ἕνα μνημειῶδες ἔργο, σύμβολο τοῦ ἀγῶνα κατά τοῦ δικτατορικοῦ καθεστῶτος. Ἀργότερα, ὡς εὐρωβουλευτής, πάντα ἐνεργός στήν ὑπηρεσία τῶν ἐθνικῶν μας θεμάτων καί τῶν θεμάτων πολιτισμοῦ καί παιδείας. Γιατί γνωρίζει καλά ὅτι πολιτισμός καί παιδεία εἶναι τά ἀσύγκριτα συγκριτικά πλεονεκτήματα τοῦ Ἑλληνισμοῦ στό διεθνές στερέωμα. Ἀρχές τοῦ 1990 παραιτεῖται αἰφνιδιαστικά ἀπό ἐκλεγμένος βουλευτής, ἀπογοητευμένος ἀπό τό πολιτικό σύστημα. Ξεχωρίζω ἀπό τήν ἐπιστολή παραίτησής του ἕνα χαρακτηριστικό ἀπόσπασμα: « Μποροῦν νά ποῦν ὅτι εἶμαι ἕνας αἰθεροβάμων καλλιτέχνης, ἀπροσάρμοστος στά κόλπα καί στούς σκοτεινούς ρεαλισμούς τῆς πολιτικῆς πράξης. Καί ἐγώ θά ἀπαντήσω. Ναί εἶμαι. Γιατί μόνο οἱ αἰθεροβάμονες καί ἀπροσάρμοστοι καλλιτέχνες μπορεῖ νά βοηθήσουν τήν πολιτική καί κοινωνική δημοκρατία νά περιορισθεῖ ἀπό τήν καταστροφή καί τήν αὐτοκτονία της».

»Κυρίες καί Κύριοι,

Ἔλεγε γιά τόν Ξαρχάκο ὁ μεγάλος Μάνος Χατζηδάκις τόν Νοέμβριο τοῦ 1992: “Τόν ξεχώρισα ἀπό τή στιγμή πού πρωτοφάνηκε κι ἐξακολουθῶ νά τόν ξεχωρίζω σ’ ὅ,τι κι ἄν κάνει. Ἐλπίζω νά μείνει ἀπερίσπαστος καί νά ἐξακολουθήσει τή μουσική του παρουσία στό τραγούδι. Γιατί τό τραγούδι εἶναι ἀκριβό καί οἱ ἄξιοι ὀφείλουν νά τό ὑπηρετοῦν μέχρι τό τέλος”. Μήν ἀνησυχεῖς, Μάνο, ὁ Σταῦρος εἶναι πάντα ἐδῶ, κάθε χρόνο καί καλύτερος, πιό δημιουργικός, πιό γόνιμος, νά προσφέρει ποιότητα καί γνησιότητα στόν πολιτισμό μας, στήν ζωή μας, στή χώρα μας.

»Πρίν ἀπό ἀρκετές δεκαετίες, ὁ μικρός Σταῦρος ἄκουγε ρεμπέτικα καί λαϊκά σέ μία ταβέρνα, κοντά στό σπίτι του στά Ἐξάρχεια ἀπό τρεῖς πλανόδιους μουσικούς. Ἀπό τή γιαγιά του ἄκουγε καντάδες καί ἑπτανησιακά τραγούδια. Τίς Κυριακές, στή Ζωοδόχο Πηγή ἔψελνε ντυμένος παπαδάκι. Μέ αὐτά τά βιώματα, σκληρή δουλειά, τελειομανία, ἀπαράμιλλο ταλέντο καί βαθιά παιδεία, ὁ μικρός Σταῦρος ἔγινε ὁ μεγάλος Ξαρχάκος. Μεγάλος ἀλλά πάντα νέος στήν ψυχή καί ὄχι μόνο. Ἀρκεῖ νά τόν δεῖτε νά διευθύνει τήν ὀρχήστρα του!

»Σταῦρο Ξαρχάκο, σέ εὐγνωμονοῦμε γιά ὅσα μᾶς προσέφερες, γιά ὅσα μᾶς προσφέρεις καί γιά ὅσα θά μᾶς προσφέρεις ἀκόμα. Στόν ζοφερό ὁρίζοντα τῆς ἐποχῆς μας μέ τίς παγκόσμιες προκλήσεις τοῦ πολέμου, τῆς κλιματικῆς ἀλλαγῆς, τῶν κοινωνικῶν ἀνισοτήτων, ἔχουμε ὅλοι περισσότερο ἀνάγκη ἀπό ποτέ, νά ἀκούσουμε “κάντε ὑπομονή κι ὁ οὐρανός θά γίνει πιό γαλανός”.
Σταῦρος Ξαρχάκος: ΝΥΝ καί ΕΣΑΕΙ.»

Κεντρικό θέμα