Μιά πρωινή βόλτα σέ ξένο τόπο…

Ὡς Πειραιώτης ἔχω «ξεκοκαλίσει» ὅλα τά βιβλία πού ἔχουν σχέση μέ τήν πόλη μου

Ἀπό ἐκεῖνα πού ἔγραψε ὁ Καραγάτσης καί ἀναφέρονται –μέ λεπτομέρειες– στόν Πειραιᾶ ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, μέχρι τόν Χαριτόπουλο, πού ἀφιέρωσε στήν πόλη μιά «τριλογία», ἀπό τό τρίτο μέρος τῆς ὁποίας («Πειραιᾶς βαθύς») δέν μπορῶ νά πῶ ὅτι ἔμεινα ἱκανοποιημένος.

Ἔχω ἐπίσης διαβάσει ὅσα ἔγραψε ὁ παπποῦς μου, Ἰωάννης Πατσουράκος, γιά τόν Πειραιᾶ, τά βιβλία τοῦ Λεβάντα, τοῦ Γεράνη, τοῦ Μετσόλη, τοῦ Φύτρα, τοῦ Κόμη, τοῦ Φερούση, τοῦ Πανάγου. Στήν βιβλιοθήκη μου ὑπάρχουν ἐπίσης ὁ Μίλεσης, ὁ Τσοκόπουλος, ἡ Μπαφούνη, ὁ Ἀξαρλῆς, ἡ Λεοντίδου, ἡ Μιχελῆ, ἡ Μητροπούλου, ὁ Πισιμίσης, ἡ Μαλικούτη, ὁ Βαγιάκης, ὁ Ἀνωμερίτης, ὁ Μπαλοῦρδος. Ἔχω γράψει κι ἐγώ τόν «Τελευταῖο τῶν πέντε», ἕνα ταξίδι στή ζωή τοῦ σπουδαίου ἐμπόρου καί ποδοσφαιριστῆ τοῦ «Ὀλυμπιακοῦ» (ἄν καί φίλος τοῦ Ἐθνικοῦ) Λεωνίδα Ἀνδριανόπουλου.

Προχθές διάβασα ἕνα μυθιστόρημα τοῦ Πέτρου Κυρίμη «Κάποτε στόν Πειραιᾶ», πού ἀναφέρεται στήν δεκαετία τοῦ ’50-’60, μιά ἐποχή κατά τήν ὁποία ὁ Πειραιᾶς ἄρχιζε νά γίνεται ἕνα δυναμικό ἀστικό-ἐμπορικό κέντρο.

Ἔχω ἕνα σοβαρό πρόβλημα. Ἄν ἕνα βιβλίο μέ «τραβήξει», δέν μπορῶ νά τό ἀφήσω! Ξεχνῶ νά κοιμηθῶ, δέν πεινῶ, δέν διψῶ, μέχρι νά τό τελειώσω! Ξενύχτησα, λοιπόν, μέσα σέ μιά πόλη μέ χωματόδρομους, μέ παιδικές φιλίες, μέ μπάλα στίς γειτονιές, μέ τήν Τρούμπα καί τά «κορίτσια» της, μέ τήν «Βασίλισσα Φρειδερίκη» νά σφυρίζει διαπεραστικά καθώς ζύγωνε τήν μπούκα τοῦ λιμανιοῦ γιά νά φύγει πρός τόν Ἀτλαντικό, μέ μία ἀκόμη «καραβιά» μετανάστες, πού πήγαιναν στήν Ἀμερική, ἀπ’ ὅπου δέν θά ἐπέστρεφαν παρά ἐλάχιστοι…

Μιά πόλη μέ τήν «Ἀνωτάτη Βιομηχανική», τῆς ὁποίας οἱ φοιτητές ἔκαναν μάθημα στήν αἴθουσα τοῦ «Πειραϊκοῦ Συνδέσμου» κι ὕστερα μεταφέρθηκε στήν ὁδό Καραολῆ καί Δημητρίου, μέχρι νά γίνει ἐκεῖνο τό ἀπρόσωπο, τσιμεντένιο κτίριο, στή γούβα, δίπλα στήν «Διλοχία», πού ἀκούει πλέον στό κακόηχο ὄνομα «ΠΑ.ΠΕΙ» καί σημαίνει «Πανεπιστήμιο Πειραιῶς»…

Μιά πόλη μέ τά τεράστια καπνεργοστάσια τοῦ «Παπαστράτου» καί τοῦ «Κεράνη», μέ τό ἐργοστάσιο τοῦ «Ρετσίνα» καί τό «Αἰγαῖον» τοῦ Καρέλα, μέ τά μεγάλα καί γεμᾶτα ἀτσαλένια χέρια μηχανουργεῖα στήν ὁδό Κάστορος καί μέ τά καταστήματα-ἀποθῆκες τροφίμων στήν ὁδό Γούναρη, πολύ πρίν ἀποκτήσει τά σημερινά «ντελικατέσεν», μέ τό Πασαλιμάνι γεμᾶτο κινηματογράφους καί τό Τουρκολίμανο μέ τίς ψαροταβέρνες, ὅπου μποροῦσε νά φιλοξενηθεῖ κάθε βαλάντιο, πολύ πρίν ἐνσκήψουν τά ἀπλησίαστα «Βαροῦλκα» καί «Σούσι»…

Κι ἀφοῦ τελείωσα τόν περίπατο στό βιβλίο, ἀφοῦ μίλησα μέσα ἀπό τίς σελίδες μέ τόν πατέρα καί τή μάνα μου, ἀφοῦ συνάντησα φίλους καί συγγενεῖς, βγῆκα, ξημερώματα, βόλτα…

Δέν ξέρω ἄν ἦταν καλύτερα ἐκεῖνα τά χρόνια. Μᾶλλον δέν ἦταν, καθώς τά βγάζαμε πέρα δύσκολα. Ἀλλά μποροῦσες νά περπατήσεις ὁλόκληρη τήν πόλη. Καί νά ἀκούσεις τήν ἀνάσα της. Ἐνῶ τώρα…

Γύρισα γρήγορα σπίτι κι ἔπιασα νά σᾶς γράφω. «Τί ἔπαθες καί πῆγες βόλτα τόσο πρωί;» μέ ρώτησαν. «Τίποτε. Κατέβηκα γιά κανά φρέσκο ψάρι, ἀλλά …τζίφος» ἀπάντησα καί συνέχισα τό ταξίδι…

Απόψεις

Τί συμβαίνει μέ τήν χρυσῆ λίρα

Εφημερίς Εστία
Γιατί οἱ Ἕλληνες τήν ἐπιλέγουν ὡς ἐπένδυση – Ἡ τιμή της ἔχει ἀπογειωθεῖ καί συνεχίζει νά ἀνατιμᾶται – Τί δείχνουν τά στοιχεῖα τῶν ἀγοραπωλησιῶν ἀπό τήν Τράπεζα τῆς Ἑλλάδος

Ὁ Κύριος ἀπουσιάζει

Μανώλης Κοττάκης
Διανύουμε μία περίοδο τοῦ χρόνου πού ἐκπαιδεύουμε τούς ἑαυτούς μας στό ὄνειρο, στήν φιλοδοξία, στήν ἐλπίδα, στήν προοπτική ὅτι τά πράγματα θά ἀλλάξουν.

Κατέπεσε τό ἀεροσκάφος τοῦ Λίβυου Α/ΓΕΕΘΑ κοντά στήν Ἄγκυρα

Εφημερίς Εστία
Iδιωτικό ἀεροσκάφος Falcon 50, στό ὁποῖο ἐπέβαιναν πέντε ἐπιβάτες, συμπεριλαμβανομένου τοῦ Ἀρχηγοῦ τοῦ Ἐπιτελείου τῶν Ἐνόπλων Δυνάμεων τῆς Λιβύης, στρατηγοῦ Μοχάμεντ Ἀλί Ἀχμέντ-ἀλ Χαντάντ, ἐχάθη ἀπό τίς ὀθόνες τῶν ραντάρ μετά τήν ἀπογείωσή του ἀπό τό ἀεροδρόμιο Ἐσένμπογκα τῆς Ἄγκυρας.

Ὁ Μίκης, ὁ Σεφέρης, ὁ Καλδάρας, ὁ Μούτσιος καί ἡ ἄνω τελεία

Δημήτρης Καπράνος
Μέ τόν ἐξαίρετο μουσικό καί ἄνθρωπο Ἀπόστολο Καλδάρα συνεργάσθηκα ἐπί ἕνα χρόνο, στήν ἐκπομπή τῆς δημοσίας τηλεοράσεως «Ἀφετηρίες».

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 1965

Πρό 60 ἐτῶν
Ο ΚΟΣΜΟΣ Η ΒΑΤΡΑΧΟΣΟΥΠΑ