Κούμαρα, φλισκούνι καί βότανα στό λιμάνι

Μιλοῦσα μέ φίλο, ὁ ὁποῖος ἀσχολεῖται καί μέ τήν γεωργία. Κατοικεῖ, δηλαδή στήν Ἀθήνα, ἀλλά διατηρεῖ τά κτήματα τῶν γονέων του στήν περιφέρεια καί καλλιεργεῖ τίς ἐλιές του.

«Κάτσε νά πιοῦμε πρῶτα ἕνα τσάι, καθαρό τσάι τοῦ βουνοῦ, ἀπό τήν ὀρεινή Φιγαλεία» μοῦ λέει ὁ φίλος, καί σέ λίγο ἡ συνεργάτις του μᾶς σερβίρει ἕνα εὐωδιαστό ἀφέψημα. «Πρίν πιεῖς, νά βάλουμε μέσα μιά κουταλιά μέλι κούμαρου» μοῦ λέει καί μέ ἀφήνει «παγωτό».

Εἶχα νά ἀκούσω τήν λέξη «κούμαρο» πολλά χρόνια. Ὅποτε πηγαίναμε στό χωριό τοῦ πατέρα μου, στό Καστρί Κυνουρίας, ἡ θεία μου μέ ἔπαιρνε μαζί καί μαζεύαμε κούμαρα! Μέ τό πού ἄκουσα τήν λέξη, ἦλθε στό μυαλό –καί στόν οὐρανίσκο μου– ἐκείνη ἡ περίεργη γεύση τοῦ κούμαρου. Καί, πράγματι, ἡ εὐωδιά τοῦ μελιοῦ μέ ἀνέβασε στίς πλαγιές τοῦ βουνοῦ τῆς γενέθλιας πατρίδας τοῦ πατέρα, ἐκεῖ πού κατοικοῦσε ὁ Πάν, ὁ τραγοπόδαρος χειριστής τοῦ αὐλοῦ, ὁ περίεργος ἐκεῖνος τύπος, πού στήν παιδική μου ἡλικία πίστευα ὅτι ἦταν …συγχωριανός μου! Κι ὕστερα, ἔβγαλε ἀπό τό συρτάρι τοῦ γραφείου του μιά συσκευασία, σέ ζελατίνα, πού τοῦ εἶχε στείλει μιά καλή του φίλη καί περιεῖχε ἕνα χαρμάνι ἀπό τά ὑπέροχα βότανα πού μπορεῖς νά βρεῖς στά ἑλληνικά βουνά.

Ὁμολογῶ ὅτι ἐκεῖ, μέ φόντο τό λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ καί μέ μιά ὑπέροχη λιακάδα μέσα στόν Ὀκτώβριο πού μᾶς ἄφηνε γειά, αἰσθάνθηκα ὑπέροχα ἀλλά καί ἀπόρησα γιά τό πῶς ἀκόμη δέν ἔχουμε καταφέρει νά ἀξιοποιήσουμε τά βότανά μας. Αὐτό τό θεῖο δῶρο, πού μᾶς προσφέρει ἡ ἑλληνική φύση, τήν ὁποία μέ τόση ἐπιμονή προσπαθοῦμε νά καταστρέψουμε.

«Πῶς πῆγαν οἱ ἐλιές; Ἐμεῖς στήν Σαλαμῖνα ἔχουμε πολύ ἄσχημη χρονιά» τοῦ λέω, μέ ὕφος …ἐλαιοπαραγωγοῦ, ἄν καί οἱ δικές μας ρίζες εἶναι ἐλάχιστες.

«Στά δικά μας μέρη, πήγαμε καλά. Ἔκανε μιά καλή βροχή τόν Ἰούνιο, ἦρθε καί μιά ξαφνική, ἀλλά δυνατή, τόν Ἰούλιο καί ἡ σοδειά μας εἶναι πολύ καλή» μοῦ ἀπαντᾶ. Τοῦ λέω γιά τίς φυστικιές μου, πού ἐφέτος δέν εἶχαν καρπό. «Οὔτε στήν Αἴγινα εἶχαν» μοῦ ἀπαντᾶ, καί αἰσθάνομαι ἀνακούφιση, καθώς εἶχα ἀρχίσει νά ἀνησυχῶ μέ τό φαινόμενο.

«Θά μοῦ βρεῖς καλό λάδι; Γιατί τά πράγματα ἔχουν δυσκολέψει» τοῦ λέω, καί μέ καθησυχάζει, καθώς θά προμηθευθῶ ἀπό τό δικό του.

Κι ὕστερα ἄλλη συζήτηση, γύρω ἀπό τό λάδι καί τό πῶς δέν ἔχουμε οὔτε αὐτόν τόν θησαυρό τῆς ἑλληνικῆς γῆς καταφέρει νά ἀξιοποιήσουμε ἀναλόγως. Φυσικά, ὅσοι γνωρίζουν τό ἀντικείμενο, δέν συμμερίζονται αὐτά πού γράφονται κατά καιρούς, καθώς ἡ παραγωγή μας δέν εἶναι τόσο μεγάλη ὅσο νομίζουμε, καί δέν φθάνει γιά τίς «ἐξαγωγές σέ ὅλον τόν κόσμο» πού «τσαμπουνᾶνε» οἱ ἄσχετοι.

Καλά περάσαμε, τά εἴπαμε, καί ἦλθε ἡ ὥρα νά φύγω. «Εἶστε ἐλαιοπαραγωγός;» μέ ρωτᾶ ἡ συνεργάτις, καθώς τήν χαιρετῶ. «Ὄχι, ἦρθα νά μιλήσουμε γιά θέματα Ναυτιλίας, ἀλλά ποιός Ἕλληνας δέν εἶναι στό βάθος χωριάτης καί ὀλίγον ξωμάχος;» τῆς λέω καί χαμογελῶ, καθώς μέ κοιτάζει περίεργα. «Ξωμάχος; Ποῦ τό θυμήθηκα αὐτό!» εἶπα μέσα μου…

Απόψεις

Ἡ ἀπατηλή σταθερότης καί ὁ Μέττερνιχ

Εφημερίς Εστία
ΠΡΙΝ ΑΠΟ περίπου χρόνια, γράφαμε σέ αὐτήν ἐδῶ τήν στήλη, ἀναφερόμενοι σέ κυοφορούμενες ἐξελίξεις σχετικῶς πρός τίς ὁριοθετήσεις στίς θάλασσές μας: τό μόνο ξεκάθαρο εἶναι ὅτι εὑρισκόμεθα πρό ἀνακατατάξεων στήν Ἀνατολική Μεσόγειο.

«Ὄχι» καί ἀπό τόν Πάπα Λέοντα στόν γάμο τῶν ὁμοφυλοφίλων

Εφημερίς Εστία
Ρώμη.- Ὁ νέος Πάπας Λέων ΙΔ΄ εὐθυγραμμίζεται σέ γενικές γραμμές μέ τόν Φραγκίσκο σέ ζητήματα τά ὁποῖα ἀφοροῦν τήν θέση τῶν γυναικῶν στήν Ἐκκλησία, ἀλλά διαφοροποιεῖται στό θέμα τῶν ΛΟΑΤΚΙ+ πιστῶν.

Ἡ Ἑλλάδα καί ὁ καπετάνιος πού ἐπιμένουν

Δημήτρης Καπράνος
Ὁ Σαββόπουλος, σέ κάποιον ἀπό τούς σοφούς του στίχους, ἀναφέρει:

ΤΕΣΣΕΡΕΣ ΚΑΡΕΚΛΕΣ

Παύλος Νιρβάνας
Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 11 Μαΐου 1925

Δευτέρα, 10 Μαΐου 1965

Πρό 60 ἐτῶν
O ΚΟΣΜΟΣ ΛΑΪΚΑ ΑΝΑΨΥΚΤΙΚΑ