Κατασκηνώσεως ἀναμνήσεις καί σκέψεις…

Βράζει ὁ κορωνοϊός μέ τίς νέες του μεταλλακτικές μορφές!

Διάβασα κάπου ὅτι στό πάρτυ πού ὀργάνωσε εὔπορον ζεῦγος στήν Βενετία ἐπί τῇ βαπτίσει τῆς θυγατρός του, ὑπῆρξε ἐπέλασις τοῦ ἰοῦ καί τώρα ὅλοι οἱ συνδαιτημόνες τρέχουν γιά τέστ. Χθές πήγαμε τήν ἐγγονή μας σέ κατασκήνωση, στήν Πούντα Ζέζα τοῦ Λαυρίου. Πολλά τά παιδιά, χωρίς μάσκες. Ἀνησυχῶ τά μέγιστα, ἄν καί τά παιδιά περνοῦν τήν ἴωση τοῦ covid πολύ πιό ἐλαφρά, σχεδόν δίχως νά τό καταλάβουν.

Κι ὕστερα σκέφτηκα τόν καιρό πού πήγαινα ἐγώ κατασκήνωση, στήν Φανερωμένη, στήν Σαλαμῖνα, μέ τίς κατασκηνώσεις τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς. Ἐκεῖ, λοιπόν, πρωτομάθαμε τήν ὁμαδική ζωή. Μέναμε πέντε-πέντε σέ ἀντίσκηνα (προφανῶς δοσμένα ἀπό τόν Στρατό) καί κοιμόμασταν σέ ράντζα, χωρίς στρῶμα, φυσικά, μέ ἕνα κατωσέντονο κι ἕνα πανωσέντονο.

Ξυπνούσαμε μέ τόν ἦχο τῆς σάλπιγγας στίς ἕξι καί μισή τό πρωί, στηνόμασταν στήν οὐρά γιά νά πλυθοῦμε καί νά πλύνουμε τά δόντια μας (τότε εἶχαν ἀρχίσει νά διαφημίζονται καί οἱ ὀδοντόκρεμες «Κολυνός») στήν βρύση μέ τήν μαρμάρινη γούρνα. Ὕστερα στήν σειρά μέ τό τσίγκινο κυπελάκι μας γιά τό πρωινό γάλα, μέ ἕνα μεγάλο παξιμάδι κι ὕστερα ὅλοι γύρω ἀπό τήν σημαία, γιά τήν ἔπαρση καί τήν κραυγή τῆς ὁμάδας μας. «Κάτι βουίζει καί μουγκρίζει, μέσ’ στίς λαγκαδιές/καί τά ζῶα φοβερίζει μ’ ἄγριες φωνές!/Τ’ εἴμαστε παιδιά; Λ-έ-ο-ντες!».

Κι ἀμέσως ἀπαντοῦσε ἡ ἄλλη ὁμάδα: «Κάτι πετᾶ, κάτι πετᾶ, κάτι πετᾶ ἐκεῖ ψηλά. Ἄ, τίιιι; Ἀ-ε-τ-ο-ί!».

Δίπλα, ἀκριβῶς, ἦταν ἡ κατασκήνωση τῶν κοριτσιῶν. Μᾶς χώριζε ἕνα συρματόπλεγμα, ἀλλά πηγαίναμε ὅλοι μαζί γιά μπάνιο, καθόμασταν μαζί γιά νά παρακολουθήσουμε τήν παράσταση τοῦ Καραγκιόζη ἤ μιά ταινία, πού θά προβαλλόταν στόν πρόχειρα στημένο κινηματογράφο, μέ μιά φορητή κινηματογραφική μηχανή τῶν ὀκτώ μιλιμέτρ, πού εἶχε δωρίσει στήν κατασκήνωση ὁ πατέρας μου, πού ἐρχόταν κάθε Παρασκευή γιά νά ἐξετάσει –ὡς παιδίατρος– τά παιδιά πού παρουσίαζαν κάποιο πρόβλημα, συνήθως κρύωμα ἀπό τά μπάνια ἤ τά παγωτά!

Ἀργότερα, πῆγα κατασκήνωση μέ τούς Προσκόπους, ὡς λυκόπουλο. Ἐντελῶς διαφορετική ἀτμόσφαιρα! Κατ’ ἀρχάς εἴχαμε ὅλοι ἀπό ἕναν σουγιᾶ. Μ’ αὐτόν χαράζαμε τό ὄνομά μας (καί τῆς καλῆς μας) στά δέντρα, μ’ αὐτόν καθαρίζαμε τά ψάρια πού πιάναμε στήν παραλία, μέ κιούρτους πού φτιάχναμε μόνοι μας. Μέ μιά τσίγκινη λεκάνη, σκεπασμένη μέ καλά τεντωμένο λευκό πανί καί μιά τρῦπα στήν μέση. Ἀρκοῦσε λίγο τυρί φέτα γιά νά τό μυρίζονται τά ψάρια καί τά κεφαλόπουλα καί οἱ γόπες παγιδεύονταν μιά χαρά. Καί τό βράδυ, ἀνάβαμε φωτιά (προσεκτικά, μέσα στήν ψησταριά) καί ψήναμε τά ψάρια. Εἴχαμε καί τώρα κραυγή, ἀλλά διαφορετική.

«Ἀλαμπαλού-ἀλαμπαλού, ἀλαμπαλού καί ναί καί οὐ!/Ἀγιού, ἀγιού, Ἀκαρακατζίκι-τζίκι-τζίκι, εἴμαστε τῆς Ἕκτης Λύκοι!»…

Καί περνούσαμε ὡραῖα, καί τά βράδια παίζαμε τραγούδια μέ τίς φυσαρμόνικες ἤ παίζαμε ὁμαδικά παιγνίδια μέ ἔπαθλο τούς μπακλαβᾶδες ἤ τά καταΐφια…

Τώρα τά πράγματα ἔχουν ἀλλάξει. Ὅλα τά παιδιά ἔχουν μαζί τους τό «κινητό» ἤ τό «λάπτοπ», ἔχουν «γουάι-φάι» καί φορτιστές καί ζοῦν μιά εἰκονική πραγματικότητα. Δύσκολα θά κοιμᾶμαι τά βράδυα μέχρι νά ἐπιστρέψει ἡ μικρή μας…

Απόψεις

«Θαῦμα» Κασσελάκη: Διέγραψε τόν Παπανώτα

Εφημερίς Εστία
ΣΤΟ ΤΕΛΕΣΙΓΡΑΦΟ τῶν ὑποψήφιων εὐρωβουλευτῶν τοῦ ΣΥΡΙΖΑ κ.κ. Σοφίας Μπεκατώρου καί Δώρας Τσαμπάζη, ὅπως καί τοῦ ὑπουργοῦ Ὑγείας κ. Ἄδωνι Γεωργιάδη, ὑπέκυψε ὁ κ. Στέφανος Κασσελάκης.

Στόν Ὑμηττό, στόν Ἰλισσό καί στόν ὑπέροχο Μᾶνο

Δημήτρης Καπράνος
Κι ἔχει ἀνάψει ἡ κουβέντα περί μουσικῆς κι ἔχουμε φθάσει στό κεφάλαιο «Μᾶνος Χατζιδάκις».

Σάββατον, 18 Ἀπριλίου 1964

Πρό 60 ἐτῶν
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΕΜΠΕΛΗΔΩΝ ΕΟΡΤΗ!

Κοσσυφοπέδιο: Ἡ Κύπρος κατεψήφισε, ἡ Ἑλλάς …ὑπερεψήφισε!

Εφημερίς Εστία
Ὑπέρ τῆς ἐντάξεώς του στό Συμβούλιο τῆς Εὐρώπης ἐτάχθησαν οἱ βουλευτές τῆς ΝΔ στήν Κοινοβουλευτική Συνέλευση – Ἀποχή ἐπέλεξε ὁ Ἀλέξης Τσίπρας – Ὀργή Βελιγραδίου κατά Ἀθηνῶν – Ὁ γερμανικός δάκτυλος, ἡ Μεγάλη Ἀλβανία καί τό παρασκήνιο τῆς ψηφοφορίας – Στό Συμβούλιο Ὑπουργῶν ὁ τελικός λόγος

Ἐθνικιστής ὁ Καζαντζάκης; Σωβινιστής ὁ Βελουχιώτης;

Μανώλης Κοττάκης
Ὅταν ἡ Δημοκρατία ἀπαγορεύει, ἐξελίσσεται σέ ἄκρο