ΕΤΟΣ ΑΡΧΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ 1876
Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2025

ΕΡΩΤΙΚΑΙ ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΕΙΣ

Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 21 Αὐγούστου 1918

Γνωστός κύριος ἦλθε νά μᾶς ἀναγγείλῃ ὑπερηφάνως, εἰς τό τραπεζάκι τοῦ ἐξοχικοῦ καφενείου, μίαν γενναίαν του πρᾶξιν. Πρό ὀλίγων στιγμῶν δηλαδή εἶχε σώσει ἀπό τήν καταδίωξιν ἑνός ἐρωτικοῦ ἀκολούθου ὡραίαν κυρίαν, ἄγνωστον εἰς αὐτόν. Ἡ κυρία ἐπροχωροῦσεν εἰς τόν ἐρημικόν δρόμον, ὁ ἐρωτικός ἀκόλουθος τήν ἠκολούθει κατά βῆμα ψιθυρίζων ἀκατάληπτα καί ἀσθματικά λόγια, ἡ ἀγωνία καί ὁ φόβος τῆς κυρίας εἶχαν φθάσει εἰς τό ὅριον τῆς ἀνθρωπίνης ἀντοχῆς, ὄτε, ὡς θεός ἀπό μηχανῆς, κατέφθασεν ὁ ἱπποτικός φίλος νά τήν σώσῃ ἀπό τήν ἀηδῆ καταδίωξιν καί νά τήν ὁδηγήσῃ μέχρις ἀσφαλοῦς σημείου τῆς ὁδοῦ.

– Ἀλλά τό περίεργον δέν εἶνε αὐτό, ἐπρόσθεσεν ὁ διηγούμενος. Τό περίεργον εἶνε, ὅτι ὁ ἄθλιος αὐτός, ὑποχωρῶν, διεμαρτύρετο ὅτι ἡ κυρία τόν ἐγλυκοκύτταζεν, ὅτι ἡ κυρία ἦτο πρό πολλοῦ ἐρωτευμένη μαζῆ του καί ὅτι εἶχε κάμει ἁπλῶς ὅλην αὐτήν τήν φασαρίαν διά νά μή ἐκτεθῇ εἰς τόν τρίτον. Ὅλα αὐτά, ἐννοεῖται, ἦσαν ἀστεῖα. Ἡ κυρία δέν εἶχε τήν παραμικράν ἰδέαν περί τοῦ ἔρωτός της πρός τό γελοῖον αὐτό θῦμα μιᾶς ἐρωτικῆς παραισθήσεως.

Καί ὁ γνωστός μας κύριος, ὁ ὁποῖος ἦτο καί δικαστικός τό ἐπάγγελμα, μᾶς διηγήθη μίαν ἀνάλογον ἱστορίαν, τήν ὁποίαν παρηκολούθησεν, ὡς δικαστῆς πλέον, πρό ὀλίγων ἐτῶν, εἰς τήν Σῦρον. Ὁ ἥρως εἰς τήν ἱστορίαν αὐτήν ἦτον ἕνας ἀνισόρροπος χωροφύλαξ, εἰς τόν ὁποῖον εἶχε καρφωθῇ ἡ ἰδέα, ὅτι γνωστή καί ἐντιμοτάτη ἔγγαμος κυρία, ἀνήκουσα εἰς τήν καλλιτέραν τάξιν τῆς Σύρου, ἦτο τρελλά ἐρωτευμένη μαζῆ του.

Ὁ κατά φαντασίαν κατακτητής, καιροφυλακτήσας ἕνα βράδυ, κατά τό ὁποῖον ἀπουσίαζεν ὁ σύζυγος τῆς κυρίας, ἔθεσεν εἰς ἐνέργειαν τό καταχθόνιον σχέδιόν του. Ἐπήδησεν εἰς τήν αὐλήν τοῦ σπιτιοῦ, ἔσπασεν ἕνα παράθυρον, ἔκαμε τρομακτικήν φασαρίαν καί ἐξαναβγῆκε πάλιν εἰς τόν δρόμον, ὅπου ἤρχισε νά βηματίζῃ κατά μῆκος τοῦ πεζοδρομίου, ἀναμένων τό ἀποτέλεσμα.

Τά πράγματα ἐπηκολούθησαν ὅπως τά εἶχε φαντασθῇ. Ἡ κυρία, ἔντρομος ἀπό τά συμβάντα, ἐβγῆκεν εἰς τό παράθυρον διά νά καλέσῃ εἰς βοήθειαν. Καί ἤρχισε νά φωνάζῃ: «Χωροφύλακες! Βοήθεια! Λωποδύτες!…» Ὁ φρουρός τῆς τάξεως, χαμογελῶν κάτω ἀπό τό μουστάκι του, δέν ἄργησε νά παρουσιασθῇ καί νά προσφέρῃ τάς ὑπηρεσίας του. Εἰσῆλθεν εἰς τό σπίτι, περιβαλλόμενος, φυσικά, ἀπό τήν ἀπόλυτον ἐμπιστοσύνην τῆς κυρίας, καί ἔψαξε παντοῦ, ὁδηγούμενος ἀπό τήν ἰδίαν. Ὅπως ἦτο ἑπόμενον, πουθενά δέν εὑρέθη ὁ λωποδύτης.

– Ξέρετε, κυρία μου; ἐψιθύρισε τότε, μέ φωνήν ἀδικαιολογήτως κομμένην, ὁ τρομερός Δόν Ζουάν. Αὐτός ὁ παλῃάνθρωπος θά μᾶς ξέφυγε τήν ὥραν ποῦ ψάχναμε καί θά τρύπωσε στήν κρεββατοκάμαρή σας. Νά ἰδῆτε ποῦ θἄχῆ χωθῇ κάτω ἀπό κανένα κρεββάτι. Ἀλλά ποῦ θά μοῦ πάῃ; Θά τόν σουβλίσω σάν ὀρνίθι, τόν κανάγια!…

Καί, βρυχώμενος, ἔφερε τήν δεξιάν ἐπί τῆς λαβῆς τοῦ ξίφους. Ἡ κυρία, ὠχρά καί τρέμουσα ἀπό τήν συγκίνησιν, τόν ὡδήγησεν εἰς τό δωμάτιόν της. Ἡ μοιραία στιγμή εἶχε φθάσει πλέον διά τόν κατακτητήν. Ἐν ᾧ ὤ τό ἀνύποπτον πλάσμα ἐπροχωροῦσε, μέ τό καντηλέρι εἰς τό χέρι, διά νά φωτίσῃ τό πιθανόν κρησφύγετον τοῦ λωποδύτου, ἐκεῖνος ὥρμησεν, ἔσβυσε τό φῶς, τήν ἐνηγκαλίσθη ὡς μαινόμενος καί ἐπροσπάθησε νά τήν ἀνατρέψῃ ἐπί τῆς κλίνης.

– Μάτια μου! ἐρρόγχασε. Τελείωσαν πειά τά ψέμματα…

Τί ἐπηκολούθησεν εἶνε εὔκολον νά τό ἐννοήσῃ κανείς. Ἡ κυρία ἔβαλε τῇς φωνές. Κατά καλήν τήν τύχην, ἕνας ἐνωμοτάρχης ἐπερνοῦσεν ἀπό τόν δρόμον. Ἤκουσε τάς ἀπεγνωσμένας κραυγάς, ὥρμησεν εἰς τό σπίτι καί συνέλαβε τόν χωροφύλακά του διεκδικοῦντα τό θῦμά του. Τόν συνέλαβε καί, καθησυχάσας τήν ἡμιλιπόθυμον κυρίαν, τό ὡδήγησεν εἰς τήν Ἀστυνομίαν. Καθ’ ὁδόν ὁ φανταστικός κατακτητής διεμαρτύρετο, μέ τόν εἰλικρινέστερον τρόπον:

– Δέν φταίω ἐγώ, κύριε ἐνωμοτάρχα. Αὐτή μ’ ἔβαλε στόν μπελᾶ. Μέ γλυκοκύτταζε τόσον καιρό ἡ ἀφιλότιμη. Μοὔκανε καί νοήματα ἀπ’ τό παράθυρο. Αὐτή μέ ’πῆρε στό λαιμό της, κύριε ἐνωματάρχα. Μόνο σἄν ἄκουσε βήματα στό δρόμο, νόμισε πῶς ἤτανε ὁ ἄντρας της κ’ ἔκανε ὅλη αὐτή τή φασαρία. Ἔτσι εἶναι ὅλα τοῦτα τά ἄτιμα τά θηλυκά, κύριε ἐνωμοτάρχα. Ἔτσι εἶνε…

Καί μέσα εἰς τήν φυλακήν, ὅπου ἐπῆγε νά περάσῃ ὀλίγους μῆνας, ἐξηκολούθει νά πιστεύῃ ὅτι «ἔτσι εἶνε ὅλα τοῦτα τά ἄτιμα τά θηλυκά».

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

Απόψεις

«Ἄν ποῦμε στά μπλόκα ὅσα μᾶς λές, δέν θά προλάβουμε νά ἀρθρώσουμε λέξη!»

Εφημερίς Εστία
Ἐξέγερσις τῆς Κοινοβουλευτικῆς Ὁμάδoς κατά τοῦ ὑπουργοῦ Ἀγροτικῆς Ἀναπτύξεως – «Ἄν ἴσχυαν ὅσα ὑποστήριξες γιά τήν τεχνική λύση, ὁ Βορίδης θά εἶχε παραπεμφθεῖ στήν Προανακριτική» – «Πότε θά ἔρθει νά μᾶς ἐνημερώσει ὁ Πρόεδρος τοῦ ΟΠΕΚΕΠΕ;» – «Δέν ἔχουμε στρατηγική ἐκτόνωσης» – Σέ ὑποχώρηση τό Μαξίμου

«Ἀκυρώνονται τά Χριστούγεννα!»…

Μανώλης Κοττάκης
ΕΙΝΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟ κλισέ, τό ὁποῖο εἴθισται νά χρησιμοποιεῖται καμμιά φορά καθ’ ὑπερβολήν γιά νά δοθεῖ ἔμφαση σέ ἕνα θέμα, ἀλλά ἐδῶ, στήν προκειμένη περίπτωση, ἰσχύει κυριολεκτικῶς: ἡ Κυβέρνηση εἶναι σέ πραγματικό πανικό ἀπό τήν ἔκταση πού ἔχουν λάβει στήν ἐπικράτεια οἱ πανελλαδικές κινητοποιήσεις τῶν ἀγροτῶν, φοβᾶται τήν μετεξέλιξή τους σέ παλλαϊκά συλλαλητήρια τύπου Τεμπῶν καί κάνει σπασμωδικές κινήσεις γιά νά τίς περιορίσει.

Ἐπιβράβευσις τῆς Εἰσαγγελέως Παπανδρέου ἀπό τό Politico

Εφημερίς Εστία
Η ΕΥΡΩΠΑΙΑ Ἐντεταλμένη Εἰσαγγελεύς στήν Ἀθήνα Πόπη Παπανδρέου εὑρίσκεται στήν περιώνυμη λίστα τοῦ Politico «10 πρόσωπα πού ἀξίζει νά παρακολουθήσετε».

Οἱ ἀμερικανικές ὀβιδιακές μεταμορφώσεις καί ἡ θέση τῆς ΕΕ

Δημήτρης Καπράνος
Μπορεῖ νά μήν ἐκπλήσσσουν πλέον οἱ ὀβιδιακές μεταμορφώσεις τοῦ προέδρου Τράμπ, ἀλλά ἡ συνεχῶς ἐντεινομένη ἐπιθετική ρητορική του δημιουργεῖ (ἀμφιβάλλει κανείς;) κλῖμα ἀβεβαιότητος στίς σχέσεις ΗΠΑ – ΕΕ.

Σάββατον, 11 Δεκεμβρίου 1965

Πρό 60 ἐτῶν
O ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΛΥ ΕΥΚΟΛΑ!…