ΕΤΟΣ ΑΡΧΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ 1876
Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2025

ΕΡΩΤΙΚΑΙ ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΕΙΣ

Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 21 Αὐγούστου 1918

Γνωστός κύριος ἦλθε νά μᾶς ἀναγγείλῃ ὑπερηφάνως, εἰς τό τραπεζάκι τοῦ ἐξοχικοῦ καφενείου, μίαν γενναίαν του πρᾶξιν. Πρό ὀλίγων στιγμῶν δηλαδή εἶχε σώσει ἀπό τήν καταδίωξιν ἑνός ἐρωτικοῦ ἀκολούθου ὡραίαν κυρίαν, ἄγνωστον εἰς αὐτόν. Ἡ κυρία ἐπροχωροῦσεν εἰς τόν ἐρημικόν δρόμον, ὁ ἐρωτικός ἀκόλουθος τήν ἠκολούθει κατά βῆμα ψιθυρίζων ἀκατάληπτα καί ἀσθματικά λόγια, ἡ ἀγωνία καί ὁ φόβος τῆς κυρίας εἶχαν φθάσει εἰς τό ὅριον τῆς ἀνθρωπίνης ἀντοχῆς, ὄτε, ὡς θεός ἀπό μηχανῆς, κατέφθασεν ὁ ἱπποτικός φίλος νά τήν σώσῃ ἀπό τήν ἀηδῆ καταδίωξιν καί νά τήν ὁδηγήσῃ μέχρις ἀσφαλοῦς σημείου τῆς ὁδοῦ.

– Ἀλλά τό περίεργον δέν εἶνε αὐτό, ἐπρόσθεσεν ὁ διηγούμενος. Τό περίεργον εἶνε, ὅτι ὁ ἄθλιος αὐτός, ὑποχωρῶν, διεμαρτύρετο ὅτι ἡ κυρία τόν ἐγλυκοκύτταζεν, ὅτι ἡ κυρία ἦτο πρό πολλοῦ ἐρωτευμένη μαζῆ του καί ὅτι εἶχε κάμει ἁπλῶς ὅλην αὐτήν τήν φασαρίαν διά νά μή ἐκτεθῇ εἰς τόν τρίτον. Ὅλα αὐτά, ἐννοεῖται, ἦσαν ἀστεῖα. Ἡ κυρία δέν εἶχε τήν παραμικράν ἰδέαν περί τοῦ ἔρωτός της πρός τό γελοῖον αὐτό θῦμα μιᾶς ἐρωτικῆς παραισθήσεως.

Καί ὁ γνωστός μας κύριος, ὁ ὁποῖος ἦτο καί δικαστικός τό ἐπάγγελμα, μᾶς διηγήθη μίαν ἀνάλογον ἱστορίαν, τήν ὁποίαν παρηκολούθησεν, ὡς δικαστῆς πλέον, πρό ὀλίγων ἐτῶν, εἰς τήν Σῦρον. Ὁ ἥρως εἰς τήν ἱστορίαν αὐτήν ἦτον ἕνας ἀνισόρροπος χωροφύλαξ, εἰς τόν ὁποῖον εἶχε καρφωθῇ ἡ ἰδέα, ὅτι γνωστή καί ἐντιμοτάτη ἔγγαμος κυρία, ἀνήκουσα εἰς τήν καλλιτέραν τάξιν τῆς Σύρου, ἦτο τρελλά ἐρωτευμένη μαζῆ του.

Ὁ κατά φαντασίαν κατακτητής, καιροφυλακτήσας ἕνα βράδυ, κατά τό ὁποῖον ἀπουσίαζεν ὁ σύζυγος τῆς κυρίας, ἔθεσεν εἰς ἐνέργειαν τό καταχθόνιον σχέδιόν του. Ἐπήδησεν εἰς τήν αὐλήν τοῦ σπιτιοῦ, ἔσπασεν ἕνα παράθυρον, ἔκαμε τρομακτικήν φασαρίαν καί ἐξαναβγῆκε πάλιν εἰς τόν δρόμον, ὅπου ἤρχισε νά βηματίζῃ κατά μῆκος τοῦ πεζοδρομίου, ἀναμένων τό ἀποτέλεσμα.

Τά πράγματα ἐπηκολούθησαν ὅπως τά εἶχε φαντασθῇ. Ἡ κυρία, ἔντρομος ἀπό τά συμβάντα, ἐβγῆκεν εἰς τό παράθυρον διά νά καλέσῃ εἰς βοήθειαν. Καί ἤρχισε νά φωνάζῃ: «Χωροφύλακες! Βοήθεια! Λωποδύτες!…» Ὁ φρουρός τῆς τάξεως, χαμογελῶν κάτω ἀπό τό μουστάκι του, δέν ἄργησε νά παρουσιασθῇ καί νά προσφέρῃ τάς ὑπηρεσίας του. Εἰσῆλθεν εἰς τό σπίτι, περιβαλλόμενος, φυσικά, ἀπό τήν ἀπόλυτον ἐμπιστοσύνην τῆς κυρίας, καί ἔψαξε παντοῦ, ὁδηγούμενος ἀπό τήν ἰδίαν. Ὅπως ἦτο ἑπόμενον, πουθενά δέν εὑρέθη ὁ λωποδύτης.

– Ξέρετε, κυρία μου; ἐψιθύρισε τότε, μέ φωνήν ἀδικαιολογήτως κομμένην, ὁ τρομερός Δόν Ζουάν. Αὐτός ὁ παλῃάνθρωπος θά μᾶς ξέφυγε τήν ὥραν ποῦ ψάχναμε καί θά τρύπωσε στήν κρεββατοκάμαρή σας. Νά ἰδῆτε ποῦ θἄχῆ χωθῇ κάτω ἀπό κανένα κρεββάτι. Ἀλλά ποῦ θά μοῦ πάῃ; Θά τόν σουβλίσω σάν ὀρνίθι, τόν κανάγια!…

Καί, βρυχώμενος, ἔφερε τήν δεξιάν ἐπί τῆς λαβῆς τοῦ ξίφους. Ἡ κυρία, ὠχρά καί τρέμουσα ἀπό τήν συγκίνησιν, τόν ὡδήγησεν εἰς τό δωμάτιόν της. Ἡ μοιραία στιγμή εἶχε φθάσει πλέον διά τόν κατακτητήν. Ἐν ᾧ ὤ τό ἀνύποπτον πλάσμα ἐπροχωροῦσε, μέ τό καντηλέρι εἰς τό χέρι, διά νά φωτίσῃ τό πιθανόν κρησφύγετον τοῦ λωποδύτου, ἐκεῖνος ὥρμησεν, ἔσβυσε τό φῶς, τήν ἐνηγκαλίσθη ὡς μαινόμενος καί ἐπροσπάθησε νά τήν ἀνατρέψῃ ἐπί τῆς κλίνης.

– Μάτια μου! ἐρρόγχασε. Τελείωσαν πειά τά ψέμματα…

Τί ἐπηκολούθησεν εἶνε εὔκολον νά τό ἐννοήσῃ κανείς. Ἡ κυρία ἔβαλε τῇς φωνές. Κατά καλήν τήν τύχην, ἕνας ἐνωμοτάρχης ἐπερνοῦσεν ἀπό τόν δρόμον. Ἤκουσε τάς ἀπεγνωσμένας κραυγάς, ὥρμησεν εἰς τό σπίτι καί συνέλαβε τόν χωροφύλακά του διεκδικοῦντα τό θῦμά του. Τόν συνέλαβε καί, καθησυχάσας τήν ἡμιλιπόθυμον κυρίαν, τό ὡδήγησεν εἰς τήν Ἀστυνομίαν. Καθ’ ὁδόν ὁ φανταστικός κατακτητής διεμαρτύρετο, μέ τόν εἰλικρινέστερον τρόπον:

– Δέν φταίω ἐγώ, κύριε ἐνωμοτάρχα. Αὐτή μ’ ἔβαλε στόν μπελᾶ. Μέ γλυκοκύτταζε τόσον καιρό ἡ ἀφιλότιμη. Μοὔκανε καί νοήματα ἀπ’ τό παράθυρο. Αὐτή μέ ’πῆρε στό λαιμό της, κύριε ἐνωματάρχα. Μόνο σἄν ἄκουσε βήματα στό δρόμο, νόμισε πῶς ἤτανε ὁ ἄντρας της κ’ ἔκανε ὅλη αὐτή τή φασαρία. Ἔτσι εἶναι ὅλα τοῦτα τά ἄτιμα τά θηλυκά, κύριε ἐνωμοτάρχα. Ἔτσι εἶνε…

Καί μέσα εἰς τήν φυλακήν, ὅπου ἐπῆγε νά περάσῃ ὀλίγους μῆνας, ἐξηκολούθει νά πιστεύῃ ὅτι «ἔτσι εἶνε ὅλα τοῦτα τά ἄτιμα τά θηλυκά».

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

Απόψεις

«Βόμβα» ἀπό τόν Πρόεδρο Βουλῆς Λιβύης: Δέν ἀναγνωρίζουμε ΑΟΖ στήν Κρήτη!

Εφημερίς Εστία
Δῶρον ἄδωρον ἡ διακήρυξις τοῦ Ἀκίλα Σάλεχ ὅτι εἶναι ἄκυρο τό τουρκολιβυκό μνημόνιο ἐπειδή ἡ κυβέρνηση δέν εἶχε λάβει ψῆφο ἐμπιστοσύνης – Υἱοθετεῖ πλήρως τήν τουρκική θέση ὅτι ἡ μέση γραμμή χαράσσεται ἀπό τήν ἠπειρωτική Ἑλλάδα καί ὄχι τά νησιά

Δέν εἶναι ταινία, εἶναι Ἱστορία γιά νά τήν κρατᾶς φυλακτό!

Μανώλης Κοττάκης
Παρακολούθησα τήν πρώτη προβολή τῆς ταινίας «Καποδίστριας» τοῦ Γιάννη Σμαραγδῆ μαζί μέ τόν διευθυντή φωτογραφίας τοῦ φίλμ Δημήτρη Σταύρου ἀπό τά ὀρεινά τοῦ «Ἑλληνικοῦ Κόσμου».

Μέτρα Μητσοτάκη γιά δανειολῆπτες σέ ἑλβετικό φράγκο, ἀγρότες καί στεγαστικό

Εφημερίς Εστία
Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στήν ὁμιλία του στήν Βουλή, πρό τῆς ἐγκρίσεως τοῦ προϋπολογισμοῦ τοῦ 2026 μέ ὀνομαστική ψηφοφορία (ἐνεκρίθη μέ 159 ψήφους «ναί», ἔναντι 136 «ὄχι» σέ σύνολο 295 ψηφισάντων), ἀνεφέρθη σέ μιά σειρά μέτρων, μεταξύ τῶν ὁποίων μέτρα γιά τούς δανειολῆπτες σέ ἑλβετικό φράγκο, τόν ΟΠΕΚΕΠΕ, τούς ἀγρότες καί τό στεγαστικό τῶν δημοσίων ὑπαλλήλων.

Μνήμη Μπόστ, μνήμη ἑνός ἄλλου πολιτισμοῦ

Δημήτρης Καπράνος
Πέρασαν τριάντα χρόνια ἀπό τό 1995, ὁπότε μᾶς ἄφησε γιά πάντα ὁ Μέντης Μποσταντζόγλου (Μπόστ), ὁ ἄνθρωπος πού ἐπέβαλε τό δικό του, μοναδικό, ὕφος στόν χῶρο τοῦ Πολιτισμοῦ.

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 1965

Πρό 60 ἐτῶν
Ο ΚΟΣΜΟΣ Η ΚΙΝΕΖΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ