Γιατί, ἄραγε, ἀγαπήθηκε τόσο ὁ Κώστας Βουτσᾶς;
Γιατί τόν αἰσθάνονταν ὅλοι οἱ Ἕλληνες οἰκεῖο καί «δικό τους ἄνθρωπο»; Ἐπιτρέψτε μου –ἔχοντας ἐκ τοῦ σύνεγγυς γνωρίσει τόν ἄνθρωπο πού ἀποχαιρετίσαμε– νά σταθῶ σέ μερικά ἀπό τά λόγια ἀπό τούς ἐπικηδείους τούς ὁποίους ἐξεφώνησαν χθές, στήν Μητρόπολη, ὁ ἐπιχειρηματίας Δημήτρης Μελισσανίδης καί ὁ γενικός γραμματεύς τοῦ ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας.
«Οἱ Ἕλληνες, χωρίς διάκριση, πλούσιοι καί φτωχοί, ἄνδρες, γυναῖκες καί παιδιά, σέ ἀποχαιρετοῦμε ὅλοι μέ τά ἴδια συναισθήματα. Σάν τόν δικό μας ἄνθρωπο, πού μπαινόβγαινε δεκαετίες καί θά μπαινοβγαίνει γιά πολλά πολλά χρόνια στά σπίτια μας, σχεδόν κάθε μέρα. Ἐμεῖς στήν ΑΕΚ χαιρόμαστε διπλά, γιατί ἐνῶ εἶσαι πολύ δικός μας, σέ καμαρώνουν καί σέ θέλουν ὅλοι οἱ Ἕλληνες. Ὅλοι σέ θεωροῦν δικό τους. Μπορῶ νά πῶ μέ ἁπλά λόγια αὐτά πού λέει ὁ ἁπλός Ἕλληνας καί Ἑλληνίδα, ὅτι πρόσφερες περισσότερα ἀπ’ ὅσα μᾶς πρόσφεραν ὅλα αὐτά τά χρόνια οἱ ποικίλες ἐξουσίες. Τό ἀντίδωρό σου στό μόχθο, τήν ἀδικία καί τό μεροκάματο ἦταν ἡ χαρά, τό γέλιο καί ἡ ἀγάπη. Μέσα ἀπό τή μαγεία τοῦ κινηματογράφου καί πάνω στό θεατρικό σανίδι, ἔκανες τούς ταπεινούς καί καταφρονεμένους νά αἰσθάνονται ἴσοι μέ ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους». Ἁπλά λόγια ἀπό τόν Μελισσανίδη, μέ τόν ὁποῖο μεγαλώσαμε μαζί, στίς φτωχογειτονιές τῆς Νικαίας.
Καί ὁ Δημήτρης Κουτσούμπας: «Συνήθιζες νά λές πώς μιά μέρα χωρίς γέλιο, εἶναι μιά μέρα χαμένη. Ἐργαζόσουν ὥς τήν τελευταία σου πνοή, γιατί ἤξερες πώς ἡ ἐργασία δίνει στόν ἄνθρωπο τήν ἀνθρώπινη, τήν κοινωνική ὑπόστασή του. Καί πώς ἡ ἐργασία εἶναι πάλι πού τόν βοηθᾶ νά ὑψώνεται πάνω ἀπό τίς στοιχειώδεις ἀνάγκες του, ἁπλά γιά τήν ἐπιβίωση. “Ἄν θές τήν ὑγειά σου, νά ἐργάζεσαι σ’ ὅλη σου τή ζωή, ἀδιάκοπα”, συμβούλευες σοφά. Τήν ἀγάπη μας, τήν ἀγάπη ὅλου τοῦ κόσμου τήν εἶχες ἐπάξια κερδίσει. Ἔμεινες ἁπλός, ζεστός, ἐγκάρδιος, ἀξιολάτρευτος, μιά μεγάλη καρδιά, γεμάτη ἀπό τό κέφι καί τή χαρά ἐκείνου πού γνωρίζει τήν ἀξία τῆς ζωῆς. Πίστευες πώς ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει οὐσία, ὁ πραγματικά σημαντικός ἄνθρωπος, εἶναι ταπεινός. Καί πώς, ἐκτός ἀπό ταπεινός, εἶναι καί γενναιόδωρος μέ ὅλους τούς ἄλλους, εἰδικά μέ αὐτούς πού ὑπῆρξαν λιγότερο τυχεροί ἀπ’ αὐτόν. Ζυμωμένος ἀπό νωρίς στά βάσανα τῆς στέρησης, ἀλλά καί στόν πόθο καί τόν ἀγῶνα γιά ἕναν καλύτερο κόσμο, ἐξέπεμπες ὅλο ἐκεῖνο τό ἠθικό μεγαλεῖο τῶν λαϊκῶν ἀνθρώπων, τήν καλοσύνη, τή γνησιότητα τῶν αἰσθημάτων, τήν ἀνθρωπιά. Ἔγινες δικαιωματικά ὁ κύριος κληρονόμος τῆς γενιᾶς τοῦ Αὐλωνίτη, τοῦ Μακρῆ, τοῦ Λογοθετίδη, τοῦ Σταυρίδη, τοῦ Χατζηχρήστου, τοῦ Φωτόπουλου. “Ἡ κατάκτηση τοῦ ρόλου εἶναι σκληρή καί ἐπώδυνη διαδικασία. Ὅταν βγεῖ τό ξίφος πρέπει νά χτυπήσει ἀποφασιστικά γιά νά φέρει ἀποτέλεσμα. Ἔτσι κι ὁ ἠθοποιός, ὅταν βγεῖ στή σκηνή, πρέπει νά γίνει ξίφος…”, ἔγραψες»…
«Νά ἐργάζεσαι ἐσαεί, φίλε. Τί λέγανε, βρέ, οἱ Λατῖνοι καί τό μάθαμε στό σχολεῖο; “Laboremus” δέ λέγανε;» μοῦ ἔλεγε, ὅποτε τόν ρωτοῦσα τό «πῶς διατηρεῖται».
Laboremus, Κώστα, laboremus…