Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 1 Ὀκτωβρίου 1918
Γνωστή καί προνοητική κυρία, παραθερίζουσα εἰς Κηφισιάν, συνέλαβε μίαν μεγαλοφυᾶ ἔμπνευσιν. Ὑπολογίζουσα ἐπί τῆς προβλεπομένης ἐλλείψεως κρέατος κατά τόν χειμῶνα καί φρίττουσα πρός τῆς ἰδέας μιᾶς μακρᾶς ἀκρεοφαγίας, ἀπεφάσισε νά λάβῃ τά μέτρα της ἐγκαίρως.
– Τῶν φρονίμων τά παιδιά, ἔλεγεν εἰς μίαν φίλην της, πρίν πεινάσουν μαγειρεύουν. Ἐγώ ἐννοῶ νά ἔχω τό κρέας μου τόν χειμῶνα.
– Καί πῶς θά τά καταφέρῃς, ἀγαπητή μου;
– Ἁπλούστατα. Θά σχηματίσω μπάς-κούρ. Θά πάρω γαλόπουλα, κοττόπουλα, πάπιες, χῆνες, ὅ,τι ἐπῆρεν ἐπί τέλους καί ὁ μακαρίτης ὁ Νῶε μέσα εἰς τήν Κιβωτόν του.
– Ἐκτός τῶν θηρίων βέβαια…
– Τό θηρίον θά εἶνε ὁ ἄνδρας μου.
– Καί ἡ περιστερά, βεβαίως, ἐσύ.
– Ἀκριβῶς. Τό ἀποτέλεσμα εἶνε ὅτι θά ἐξασφαλίσω τό χειμωνιάτικό μου τραπέζι, παραχωροῦσα τήν μερίδα μου τῶν φασολίων καί τῶν ἐρεβίνθων καί τῶν κυάμων εἰς ὅλους ἐσᾶς τούς ἄλλους, ποῦ ἔχετε κρεμασθῇ ἀπό τήν Θείαν Πρόνοιαν τοῦ Ἐπισιτισμοῦ.
Καί πράγματι. Ἐντός ὀλίγων ἡμερῶν ἡ μπάς-κούρ κατηρτίσθη πλουσιωτάτη εἰς τήν ἔπαυλιν τῆς προνοητικῆς κυρίας. Καί δέν ἔφθασε μόνον αὐτό. Ἡ προνοητική κυρία, μή ἀρκουμένη εἰς τήν δόξαν τῆς πρακτικότητος, ἐζήλωσε καί δόξαν ποιμενίδος τοῦ Βατῶ. Οἱ περιπατηταί τῶν ἐξοχικῶν δενδροστοιχιῶν τήν εἶδαν πολλάκις, κατά τάς πρωινάς ὥρας, ὡπλισμένην μέ ἕνα μακρύ καλάμι καί ὁδηγοῦσαν εἰς τήν βοσκήν ἕνα πολυάριθμον κοπάδι ζηλευτῶν ἰνδιάνων. Καί τό θέαμα ἦτο τόσον ποιητικόν, ὥστε ἕνας γνωστός ποιητής ἔφθασε νά ὑμνήσῃ τήν καθυστερημένην ποιμενίδα καί τό κοπάδι της μέ ἕνα ἀξιόλογον ροντώ.
Ἀλλά βάσκανος Μοῖρα ἐφθόνησε τήν μοναδικήν αὐτήν ὡραιότητα. Ἡ προνοητική κυρία, ὑποχρεωθεῖσα νά ἀπουσιάσῃ ἐπί δέκα ἡμέρας ἀπό τό προάστειον, ἐνεπιστεύθη τόν πτερωτόν θησαυρόν της εἰς τάς φροντίδας κἄποιου καλοῦ φίλου, κατόχου καί αὐτοῦ ὀλίγων πουλερικῶν. Τί συνέβη ὅμως; Τήν τρίτην ἡμέραν ἡ κυρία εἰδοποιήθη ὅτι οἱ τρεῖς ἐκ τῶν ἰνδιάνων ὑπέκυψαν εἰς τό Μοιραῖον. Μετά δύο ἡμέρας νέα εἰδοποίησις, ὅτι ἀπεβίωσαν αἰφνιδίως ἄλλοι δύο. Μετά πέντε ἡμέρας ἄλλοι τέσσαρες. Σωστή ἐπιζωοτία δηλαδή εἶχεν ἐνσκήψει εἰς τήν κιβωτόν. Τήν δεκάτην ἡμέραν ἡ προνοητική κυρία, ἐπιστρέψασα εἰς τό προάστειον, ἐδέχθη ἐκ τῶν πρώτων τήν ἐπίσκεψιν τοῦ λαμπροῦ ἐπιτρόπου τῶν πουλερικῶν, ἀνελπίστως ἐξηγριωμένου.
– Εἴδατε τί μοῦ ἐκάματε, κυρία μου; Αὐτά ἔχει ἡ καλοσύνη στόν κόσμον αὐτόν!
– Τί συμβαίνει; ἐρώτησεν ἔκπληκτος ἡ κυρία.
– Γιά νά βάλω τά δικά σας τά πουλερικά στήν αὐλή μου, ἐμπῆκαν κλέφτες καί μοῦ κλέψανε μαζῆ μέ τά δικά σας καί τά δικά μου.
– Καί δέν ἀπέμεινε τίποτε;
– Τί θέλετε ν’ ἀπομείνῃ. Οὔτε φτερό!
Ἡ προνοητική κυρία κατέπιε τό κώνειον μέ Σωκρατικήν ἐγκαρτέρησιν. Δέν ἠμποροῦσε νά κάμῃ καί διαφορετικά. Ἡ ἐπιζωοτία, ἡ κλοπή, ἡ Μοῖρα ὑπό τήν μορφήν τοῦ ὑποχρεωτικοῦ ἀνθρώπου, εἶχαν ἐκδώσει ἀνέκκλητον τήν ἀπόφασίν των. Ἔπρεπε νά ὑποταχθῇ καί ὑπετάγη. Τά ἴδια εἶχε πάθει, εἰς τόν παλαιόν καιρόν, ἕνας γηραιός τσέλιγκας. Εἶχε καί αὐτός ἐμπιστευθῇ τά γιδοπρόβατά του εἰς κἄποιον ἔμπιστον φίλον του καί ἀνεχώρησεν εἰς τάς Ἀθήνας, ὅπως ζητήσῃ τήν συμβουλήν τῶν ἰατρῶν. Ὁ ἔμπιστος φίλος, πληροφορηθείς ὅτι ὁ γέρος τά ἐτίναξεν, ἐξέκαμε τό κοπάδι. Ἀλλ’ ὁ Θεός δέν εἰσακούει τάς φωνάς τῶν κοράκων. Καί ὁ γηραιός τσέλιγκας μίαν καλήν πρωίαν ἐπανῆλθεν εἰς τά ἴδια. Ὁ φίλος του ἔσπευσε νά τόν ὑποδεχθῇ μέ μίαν βεδούραν γιαοῦρτι εἰς τό χέρι.
– Τά ζωντανά ψοφήσανε! ἐψέλλισε. Θανατικό ἔπεσε στή στάνη. Αὐτό τό γιαοῦρτι ἀπόμεινε ὅλο-ὅλο. Καί στὤφερα ὁ καϋμένος μιά ὥρα δρόμο.
Ὁ ἔμπιστος φίλος ἐκαπελώθη, ὅπως ἦτο ἑπόμενον, μέ τήν βεδούραν. Καί εὑρεθείς πύξ καί λάξ εἰς τό καλδερίμι διελάλει τήν ἀρετήν του εἰς τούς συντοπίτας του:
– Δέν ξέρω τί ἔγεινε; Ἐγώ ἐβγῆκα ἀσπροπρόσωπος.
Καί αὐτά μέν διηγεῖται ἡ παράδοσις. Ἡ προνοητική ὅμως κυρία δέν κατεγίνετο εἰς τήν λαογραφίαν καί δέν ἐγνώριζε τήν παράδοσιν. Περαστικά της.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ