«Οὔφ, εἶμαι πτῶμα! Πέφτω γιά ὕπνο ξερή!» Ἡ φίλη μου, ἡ Μαρία, ἔχει πάει διακοπές γιά δύο βδομάδες μαζί μέ τήν κόρη της. Κάθε βράδυ μοῦ λέει πόσες ὧρες ὁδήγησε «γιά νά πᾶνε σέ μιά καινούργια παραλία» στήν Εὔβοια.
- του Δημήτρη Καπράνου
«Καλά, ἐκεῖ πού μένετε δέν ἔχει θάλασσα; Δέν ἔχει παραλία;» τήν ἐρωτῶ. «Ἔχει, καί εἶναι ὡραῖα. Ἀλλά νά μήν πᾶμε καί στίς ἄλλες παραλίες;» ἀπαντᾶ καί …τήν παίρνει ὁ ὕπνος!
Ὁ Ἕλληνας, ἀγαπητοί μου, δέν πηγαίνει διακοπές· πηγαίνει ἐξορία σέ τόπους μέ ὀνόματα πού θυμίζουν κάρτ-ποστάλ καί μυρίζουν τουριστικό ἱδρῶτα. Ὄχι ἐπειδή ἀγαπᾶ τή φύση ‒ἄν ἦταν ἔτσι, θά εἶχε φροντίσει νά μήν τήν μπετονάρει. Ἀλλά γιατί τοῦ ἔμεινε στό αἷμα ἡ ἀνάγκη νά δηλώνει «ἔχω πάει»!. Ὄχι «εἶδα», ὄχι «ξεκουράστηκα»· ἁπλῶς «ἔχω πάει»!
Καί ποῦ νά πάει; Ἡ τσέπη του εἶναι βαθύτερη ἀπό τόν πάτο τῆς ἑλληνικῆς θάλασσας, ἀλλά ἄδεια σάν πλαστικό ποτήρι μετά ἀπό πανηγύρι. Ὁ μισθός τοῦ Ἰουνίου τελειώνει περίπου στά μισά τοῦ μηνός, κι ἔτσι ἡ ἀναζήτηση διακοπῶν θυμίζει σχέδιο γιά «τήν μεγάλη ἀπόδραση»: ποῦ θά πᾶς, μέ τί λεφτά, καί ‒κυρίως‒ ποιός θά ποτίζει τά λουλούδια στό μπαλκόνι σου;
Βέβαια, ὁ Ἕλληνας οὐδέποτε θά παραδεχθεῖ ὅτι δέν ἔχει χρήματα γιά διακοπές. Θά πεῖ «ἐφέτος εἶπα νά μείνω κοντά στή φύση». Ἡ φύση αὐτή, βέβαια, εἶναι τό μπαλκόνι του στόν Κολωνό, ὅπου ἀκούει τζιτζίκια ἀπό τό ραδιόφωνο. Γιατί ἄν εἶναι νά ἱδρώσεις, τοὐλάχιστον ἱδρώνεις μέ τόν δικό σου ἀνεμιστῆρα καί ὄχι μέ τόν ἀνεμιστῆρα πού σοῦ χρεώνουν 80 εὐρώ τήν βραδιά. Ἄν καί, τά τελευταῖα χρόνια, γιά νά λέμε τήν πᾶσα ἀλήθεια, κάποιες γειτονιές τῆς Ἀθήνας καί τοῦ Πειραιᾶ ἔχουν γεμίσει τζιτζίκια, ἀκοῦς καρακάξες νά τραγουδοῦν μ’ ἐκεῖνο τό περίεργο «κρρρρ» ἐνῷ ἀφθονοῦν τά κοτσύφια καί οἱ δεκοχτοῦρες. Κάθεσαι στό μπαλκονάκι σου, βλέπεις τίς «σειρές» σου στήν τηλεόραση καί ἀκοῦς τά τζιτζίκια, σκεπτόμενος ὅτι εἶσαι στό Ἀγριοβοτάνι Εὐβοίας!
Ἄν καταφέρει, ὅμως, ὁ δύσμοιρος, τελικά νά πάει διακοπές, κουβαλᾶ μαζί του τήν μισή κουζίνα καί τήν ἄλλη μισή ντουλάπα ‒κι ὅταν ἐπιστρέφει, εἶναι πιό κουρασμένος ἀπ’ ὅταν ἔφυγε. Ἀλλά δηλώνει χαρούμενος, γιατί στήν Ἑλλάδα οἱ διακοπές εἶναι λιγότερο ἀνάπαυση καί περισσότερο πείραμα κοινωνικῆς ἐπιβιώσεως: πῶς νά πληρώσεις ἕναν μισθό γιά νά κοιμηθεῖς τέσσερεις μέρες σέ ἕνα κρεβάτι πού τρίζει σάν τό ἀσφαλιστικό μας σύστημα;
Πέφτεις γιά ὕπνο ὑπό τό φῶς τῆς πανσελήνου τοῦ ὀξυρύγχου καί συλλογᾶσαι ὅτι μέχρι τά Χριστούγεννα θά πρέπει νά περάσετε «πολύ περιορισμένα». Κι ἐκεῖ κάνεις τόν σταυρό σου «νά δώσει ὁ Θεός νά φέρει παροχές τόν Σεπτέμβριο ἡ ΔΕΘ!»…
Κι ἔτσι, κάθε Σεπτέμβριο, οἱ μισοί Ἕλληνες γυρίζουν στήν πόλη μέ μαυρισμένο δέρμα καί ἄδεια πορτοφόλια, καί οἱ ἄλλοι μισοί χωρίς διακοπές ἀλλά μέ τό πορτοφόλι στήν ἴδια κατάσταση. Ὅλοι, ὅμως, ἐμφανίζονται αἰσιόδοξοι: «Τοῦ χρόνου θά πᾶμε ἐξωτερικό, εἶναι φθηνότερα»…