Μπορεῖ νά μήν ἐκπλήσσσουν πλέον οἱ ὀβιδιακές μεταμορφώσεις τοῦ προέδρου Τράμπ, ἀλλά ἡ συνεχῶς ἐντεινομένη ἐπιθετική ρητορική του δημιουργεῖ (ἀμφιβάλλει κανείς;) κλῖμα ἀβεβαιότητος στίς σχέσεις ΗΠΑ – ΕΕ.
Ὅταν ὁ πρόεδρος τῶν μέχρι πρό τινος μεγάλων συμμάχων ἀμφισβητεῖ εὐθέως τούς Εὐρωπαίους ἡγέτες καί τήν ἀξία τῆς ἴδιας τῆς ΕΕ, κλονίζεται τό πλαίσιο συνεργασίας πού μέχρι τώρα βασιζόταν στήν κοινή προσήλωση στήν δημοκρατία, στό κράτος δικαίου καί στήν συλλογική ἀσφάλεια. Ἀνεξαρτήτως τοῦ ἄν ὑλοποιεῖ πρακτικές πολιτικές ἤ ἁπλῶς χρησιμοποιεῖ ὀξύ λόγο, ἡ αἴσθηση τῆς ἀβεβαιότητος καί ἡ ἀμφιβολία περί τῆς ἀξιοπιστίας τῶν λεγομένων ἐνισχύονται.
Ἡ κριτική τοῦ προέδρου τῶν ΗΠΑ γιά τό ΝΑΤΟ (!) καί ἡ ἀμφισβήτηση τῆς ὑποστηρίξεως πρός τήν Οὐκρανία ὠθοῦν, ἀναμφιβόλως, τήν ΕΕ νά ἐπιταχύνει βήματα πρός μεγαλύτερη στρατηγική αὐτονομία.
Εὐρωπαϊκές χῶρες ὅπως ἡ Γαλλία καί ἡ Γερμανία ἔχουν ἀρχίσει (παρασκηνιακῶς πρός τό παρόν) νά πιέζουν γιά αὔξηση ἀμυντικῶν δαπανῶν, δημιουργία κοινῶν εὐρωπαϊκῶν στρατηγικῶν ἐργαλείων, καί μείωση τῆς ἐξαρτήσεως ἀπό τήν ἀμερικανική στρατιωτική ἰσχύ.
Ὡστόσο, ὑπάρχουν ἀμφιβολίες γιά τό ἄν τό ζήτημα αὐτό μπορεῖ νά λυθεῖ, καθώς ὑπάρχουν χῶρες-μέλη πού ἀντιτίθενται σαφῶς. Καί αὐτό κάνει τήν μετάβαση δύσκολη.
Οἱ ὑπερβολικά θετικές ἀναφορές τοῦ προέδρου Τραμπ σέ ἡγέτες ὅπως ὁ Ὀρμπάν καί ὁ Ἐρντογάν λειτουργοῦν ὡς ἔμμεση ἐνίσχυση εὐρωπαϊκῶν παρατάξεων πού ὑποστηρίζουν ἄλλης μορφῆς διακυβένηση ἤ προβάλλουν ἐπιφυλάξεις ἀπέναντι στήν ΕΕ. Ἔτσι οἱ δηλώσεις μπορεῖ νά τροφοδοτήσουν πολιτικές ἐντάσεις μέσα στά κράτη-μέλη, νά προσφέρουν στήριξη σέ ἀντισυστημικούς πολιτικούς χώρους, νά δυσκολέψουν τήν λήψη ἀποφάσεων σέ ἐπίπεδο ΕΕ.
Ἐκ παραλλήλου, ἡ ἐπιστροφή σέ δασμούς καί ἐμπορικούς φραγμούς, κάτι πού ὁ πρόεδρος Τράμπ ἔχει ἐπανειλημμένως προτείνει, θά μποροῦσε νά πλήξει ἰδιαιτέρως τίς εὐρωπαϊκές ἐξαγωγές στήν αὐτοκινητοβιομηχανία, στά ἀγροτικά προϊόντα καί, φυσικά, στά τεχνολογικά προϊόντα ὑψηλῆς προστιθεμένης ἀξίας.
Μιά τέτοια ἐμπορική σύγκρουση θά ἐπηρέαζε τήν εὐρωπαϊκή οἰκονομία σέ περίοδο ὑψηλῆς ἀβεβαιότητος.
Ὑπ’ αὐτές τίς συνθῆκες, ἡ ΕΕ ἴσως ὑποχρεωθεῖ νά ἐνισχύσει τίς σχέσεις της μέ ἄλλες δυνάμεις, ὅπως τόν Καναδᾶ, τήν Ἰαπωνία, τήν Νότιο Κορέα καί τήν Αὐστραλία. Μπορεῖ ἀκόμη νά ἐπιχειρήσει μιά πιό προσεκτική προσέγγιση μέ τήν Κίνα, χωρίς ὅμως νά θέσει σέ κίνδυνο τίς ἀξίες καί τά συμφέροντά της. Αὐτή ἡ διπλωματική ἐπανατοποθέτηση δέν εἶναι εὔκολη οὔτε μονοσήμαντη. Ἐξαρτᾶται ἀπό τό πῶς θά ἀντιδράσουν τά κράτη μέλη.
Στήν χώρα μας ἴσως ἔχουν φανεῖ κάποια δείγματα τέτοιου εἴδους ἀντιδράσεων, μέ πυρῆνα τήν κατάσταση στό λιμάνι τοῦ Πειραιῶς, ὅταν ἡ κυβέρνηση βρέθηκε, ξαφνικά, μεταξύ τῶν ὀξυτάτων δηλώσεων τῆς κυρίας Κίμπερλυ Γκύλφοϋλ γιά τήν κινεζική παρουσία στόν Πειραιᾶ καί τῆς ὀργισμένης ἀπαντήσεως ἀπό τήν ὑπεύθυνη ἐπικοινωνίας τῆς πρεσβείας τῆς Κίνας στήν Ἀθήνα. Ἡ κυβέρνηση ἀπάντησε μέ τό κλασσικό «οἱ συμφωνίες γίνονται γιά νά τηροῦνται» καί ἀναμένεται συνέχεια.
Μπορεῖ, λοιπόν, οἱ ἐπιθέσεις τοῦ προέδρου Τράμπ νά λειτουργήσουν ὡς «συγκολλητική οὐσία», πού θά ἐνισχύσει τήν εὐρωπαϊκή ἑνότητα.
Εἶναι, ὅμως, τό ἴδιο πιθανόν νά βαθύνουν οἱ διαφορές μεταξύ κρατῶν μελῶν πού ἐπιθυμοῦν στενότερη συνεργασία μέ τίς ΗΠΑ καί κρατῶν πού ἐπιθυμοῦν περισσότερη αὐτονομία, σέ ὅλα τά ἐπίπεδα.

