Ἀνέβαινε, πού λέτε, ὁ ὑπουργός τῶν Οἰκονομικῶν ἕνα–ἕνα τά σκαλιά γιά νά φθάσει στόν Πρόεδρο τῆς Βουλῆς, κρατῶντας στά χέρια του τό ὀγκῶδες σύνολο τοῦ προϋπολογισμοῦ, πού ἦταν τυπωμένος στό χαρτί.
Εἶχε, ὅλη ἐκείνη ἡ φάση, ἕναν ἀρκετά συμβολικό χαρακτῆρα, ἕνα εἰδικό –καί πραγματικό– βάρος, γιά νά λέμε τήν ἀλήθεια.
Ἔφθανε, λοιπόν, ὁ προϋπολογισμός στήν Βουλή ἐπιβλητικά, ἐν χορδαῖς καί ὀργάνοις, μέ τούς φωτορεπόρτερ νά ἀπαθανατίζουν τήν σκηνή, μέ τόν ὑπουργό νά χαμογελᾶ (ἀσχέτως τοῦ ἐάν τό περιεχόμενο ἦταν μιά ἀκόμη «λυπητερή» γιά τούς πολῖτες), ὡς ἕνας βαρύς τόμος, περιδεδεμένος μέ κορδέλες καί… ὑποσχέσεις. Ἔτριζε τό χαρτί, μποροῦσες –ἄν ἤσουν κοντά– ἀκόμη καί νά αἰσθανθεῖς τήν ὀσμή ἀπό τήν νωπή μελάνη.
Ἄμ ὁ Πρόεδρος; Ἔπαιρνε καί ἐκεῖνος τό ἀνάλογο, σοβαρό, ὕφος καί παρελάμβανε τό «δέμα», δείχνοντάς μας ὅτι μετέφερε –καί τό ἔνιωθε– τό βάρος καί τίς εὐθύνες τοῦ κράτους στά χέρια του, κυριολεκτικά!
Ἀλλάζουν, ὅμως, οἱ καιροί. Κι ἔτσι, ἔφθασε ἡ ὥρα, πού, ἀντί γιά τόν ὀγκώδη τόμο, ἕνα μικροσκοπικό «στικάκι» παραδίδεται, διακριτικά, στήν παλάμη τοῦ Προέδρου. Πᾶνε καί τά μεγαλεῖα, πάει καί τό βάρος τῶν εὐθυνῶν (καί τοῦ τόμου). Τώρα, ὁ Πρόεδρος παίρνει τό «στικάκι» καί τό κρατᾶ μέ προσοχή, σάν νά εἶναι κάποιο φυλαχτό, σάν ἕνα μικρό μεταλλικό μυστικό πού χωρᾶ ἕναν ὁλόκληρο χρόνο ὀνείρων, σχεδίων καί ἀριθμῶν. Τό κρατᾶ δέ μέ προσοχή, γιατί, μέσα του, πιστεύει ὅτι ἄν τοῦ πέσει κάτω, μπορεῖ… νά ἐκραγεῖ μέ τόσα πού ἔχει μέσα του φορτωμένα!
Καί λάμπει τό «στικάκι» παιχνιδιάρικα κάτω ἀπό τά φῶτα τῆς αἴθουσας, σάν νά χαμογελᾶ: «Νά με κι ἐγώ! Μικρό στό μάτι, ἀλλά γεμᾶτο ἐκπλήξεις καί ὑποσχέσεις!».
Μέ λίγη καλή θέληση, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ στιγμή, παρά τήν τεχνολογική της ἁπλότητα, ἔχει καί κάτι τό ἀπρόσμενα ρομαντικό, σάν ἕνα γράμμα ἀγάπης στή νέα ἐποχή. Χωρίς σελίδες νά σαλεύουν, ἀλλά μέ χιλιάδες ψηφιακές λέξεις ἕτοιμες νά ξεδιπλωθοῦν μέ ἕνα κλίκ.
Νά σᾶς πῶ τήν ἁμαρτία μου, προτιμοῦσα τήν παλαιά, τελετουργική, χάρτινη μορφή. Ἴσως ἐπειδή ἔχω δεῖ πλέον τόσους καί τόσους ὑπουργούς καί Προέδρους νά ἀνταλλάσσουν φιλοφρονήσεις καί χαμόγελα, κρατῶντας τόν τόμο μέ τίς «μεταξωτές κορδέλες». Κι ὕστερα, καταλήγαμε στό ἐντευκτήριο τῆς Βουλῆς ἤ –κάποιοι συνάδελφοι– παρέα μέ πολιτικούς στό «Δίπορτο», στήν περιοχή τῆς Βαρβακείου, γιά νά πιάσουμε τήν κουβέντα, πού σχεδόν πάντα «ἔβγαζε εἰδήσεις». Τότε, πού δέν εἴχαμε «νόν πέηπερ» καί «διαρροές», ἀλλά δημοσιογραφία πού ἤθελε πόδια καί πεζοδρόμιο.
Κάπως ἔτσι, ἡ παλιά τελετουργία βρῆκε νέο ἔνδυμα. Ἐκεῖ ὅπου κάποτε ἀκούγονταν ψίθυροι χάρτινοι, τώρα ἀκούγεται μόνο ἕνα ἁπαλό «τίκ», καθώς τό στικάκι κλείνεται στήν παλάμη τοῦ Προέδρου. Βεβαίως, ἡ οὐσία εἶναι ἡ ἴδια, μόνο πού τά τόσα καί τόσα στοιχεῖα χωροῦν σέ λίγα χιλιοστά μετάλλου.
Ἔτσι εἶναι, ἀλλάζουν οἱ καιροί, τό ἔντυπο περνᾶ δοκιμασία, ἡ εἰκόνα καί ὁ ψηφιακός κόσμος ἔχουν τό «πάνω χέρι». Ἄς εἴμαστε καλά, ὑγιεῖς καί μέ καλή διάθεση, νά δοῦμε τήν παράδοση τοῦ προϋπολογισμοῦ καί τά ἑπόμενα χρόνια…

