ΕΤΟΣ ΑΡΧΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ 1876
Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2025

Ἆσμα ἡρωικό καί πένθιμο γιά τόν Διονύσιο μελωδό

Ἦταν ἕνα «μουσικό πρωινό» τοῦ Νίκου Μαστοράκη, νομίζω τό ’65.

Ξαφνικά, βγαίνει στήν σκηνή ἕνας τύπος μέ γυαλιά καί μουστάκι καί μιά κιθάρα κι ἀρχίζει νά τραγουδᾶ. «Σέ μιά στιγμή ἀνάβουν τά φῶτα κι ἡ μουσική μᾶς φέρνει τούς μάγους στήν σκηνή».

Ἀπό τότε, τόν ἀκολούθησα παντοῦ. Τό «Φορτηγό» μπῆκε καί παρκάρισε στήν ψυχή μου. Μέ τήν κιθάρα καί τά τραγούδια του μεγάλωσε ὁ γιός μου. Τοῦ ἔπαιζα μιάν εἰσαγωγή καί εὕρισκε τά τραγούδια. Στά ἕξι του χρόνια ἦταν δίπλα μου, στό Ὀλυμπιακό Στάδιο, καί χειροκροτοῦσε τόν Διονύση. Μέ τά τραγούδια του μεγάλωσε καί ἡ ἐγγονή μου. Ἡ φωτογραφία της, στήν ἀγκαλιά του, κοσμεῖ τό σπίτι. Τρεῖς γενιές, μεγαλώσαμε μαζί του. Καί θά ’ρθοῦν κι ἄλλες. Ὅταν ἐκτιμηθεῖ τό ἔργο καί ἡ προσφορά του στήν ἑλληνική κουλτούρα, ἴσως ν’ ἀρχίσει νά διδάσκεται στά σχολεῖα. Μπορεῖ καί νά τοῦ ἀφιερώσουν κάποιες αἴθουσές τους τά ἀπανταχοῦ τῆς χώρας Ὠδεῖα.

Ὁ Διονύσης Σαββόπουλος εἶναι γιά ἐμένα ὁ μέγιστος, ὁ ὕψιστος, ὁ μοναδικός, πού μπόρεσε νά μιλήσει στήν ψυχή μου. Ναί, ὁ Χατζιδάκις μέ γλύκανε, ὁ Θεοδωράκης μέ ξεσήκωσε, τόν Ξαρχάκο τόν θαύμασα. Ἀλλά τόν Διονύση τόν λάτρεψα, τόν πίστεψα, τόν ἀκολούθησα! Ἤμουν σάν ἕνας ἀπό τούς χιλιάδες μαθητές, πού τόν πήραμε στό κατόπι καί περιμέναμε τήν εὐλογία του. Μέ τίμησε μέ τήν φιλία του, μιλήσαμε πολλές φορές καί γιά πολύ, εὐλόγησε τό παιδί καί τό ἐγγόνι μου. Ὅσο κι ἄν ἀκουστεῖ ἱερόσυλο, πιστεύω ὅτι ἡ εὐλογία του ἔφτιαξε δυό ὑπέροχους ἀνθρώπους. Τοῦ χρωστῶ τήν νιότη, τήν ἐφηβεία, τήν ὡριμότητα, τήν παρηγοριά στίς δύσκολες ὧρες μου. «Σάν βγῶ ἀπ’ αὐτή τήν φυλακή, κανείς δέν θά μέ περιμένει». Τοῦ χρωστῶ τήν ἀπέθαντη γοητεία πού ἀσκοῦσαν τά τραγούδια του στό κοριτσομάνι, ὅταν, στά νεανικά μας πάρτυ, ὅταν τέλειωναν οἱ χοροί, ἔπιανα τήν κιθάρα ἤ καθόμουν στό πιάνο καί ἔλεγα «τώρα σᾶς ἔχω στό χέρι». Κι ἀρκοῦσαν δυό νότες ἀπό τό «Μή μιλᾶς ἄλλο γι’ ἀγάπη», γιά ν’ ἀρχίσει τό κυνήγι τῆς ἐρωτικῆς ἀνατριχίλας.

«Παῖξε κι αὐτό, παῖξε καί τό ἄλλο». Κι ἔπαιζα ἀπό «Βιετνάμ γιέ-γιέ» μέχρι καί τήν «Ζωζώ» καί λές καί ἔκαναν μάγια τά λόγια καί οἱ ἦχοι. Κι ὅταν χτυποῦσα τήν κιθάρα γιά νά βγοῦν οἱ «μάγοι» ἔβλεπα τά κορίτσια νά χορεύουν σάν τήν Ἐσμεράλδα στήν «Παναγία τῶν Παρισίων».

Ναί, τό ὁμολογῶ. Οὔτε γιά τόν πατέρα μου δέν ἔχω κλάψει ὅπως ἔκλαψα τόν Διονύση! Τόν δικό μου ἄνθρωπο, τόν συμπαραστάτη, τόν ἀρωγό, τόν αἱμοδότη, ἐκεῖνον πού ξεσήκωνε τό πούλμαν τῆς σχολικῆς ἐκδρομῆς καί τῶν φοιτητικῶν χρόνων, ἐκεῖνον πού μέ μιά «Θάλασσα μικρή» μέ ταξιδεύει ἀκόμα σέ κόσμους πού θά ἤθελα νά ὑπάρχουν. Τώρα πού γράφω, κάθε τόσο σταματῶ γιά νά σκουπίσω τά γυαλιά μου.

«Γυαλάκια» μέ φώναζαν στό σχολεῖο, μέχρι πού ὁ «γυαλάκιας» Σαββόπουλος ἔκανε ὅλους ἐμᾶς τους «γυαλάκηδες» σοφιστικέ! Ἄχ, βρέ Διονύση! Θυμᾶμαι μέ τό «Κούρεμα» πόσο ἄγρια φέρθηκαν οἱ παλιοί μας φίλοι. Ἀλλά πάντα κρατοῦσες ρεζέρβα, πάντα γνώριζες, μπαγασάκο, νά γυρίζεις τό παλιό κοστούμι «τό μέσα ἔξω» καί νά μᾶς λές «ἀκολουθῆστε!»…

Ἀπό ἐμένα παράπονο δέν θά ’χεις νά πεῖς ἐκεῖ, στά παιδιά μέ τά μαλλιά καί μέ τά μαῦρα ροῦχα πού θά συναντήσεις. Σέ ἀκολούθησα πιστά καί θά κηρύσσω τόν λόγο σου, ἐφ’ ὅρου ζωῆς. Καλήν ἀντάμωση, ἀδελφέ!

Απόψεις

Σάββατον 23 Ὀκτωβρίου 1965

Πρό 60 ἐτῶν
Ο ΚΟΣΜΟΣ H ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΕΟΤ

Ρίχνει τό γάντι στόν Πρωθυπουργό ὁ Ὑπουργός Ἀμύνης κ. Δένδιας

Εφημερίς Εστία
Ἰσχυρό ρῆγμα στήν Κυβέρνηση ἀπό τήν δημόσια διαφοροποίηση τοῦ Νίκου Δένδια, ὁ ὁποῖος ἀπουσίασε ἀπό τήν Βουλή καί ἐπέλεξε τήν σύγκρουση γιά τόν «Ἄγνωστο Στρατιώτη» – Ἀπόντες Χρυσοχοΐδης, Πιερρακάκης καί ἄλλοι 4 ὑπουργοί – «Κοιμήθηκε» στά ἕδρανα ὁ ἀρχηγός τῆς ἀντιπολιτεύσεως

Τό κορόιδο, ὁ συναλλακτικός ρεαλισμός καί ἡ διεξαγωγή πρόωρων ἐκλογῶν

Μανώλης Κοττάκης
ΠΡΙΝ ΑΠΟ μερικά χρόνια κυκλοφόρησε ἀπό τίς ἐκδόσεις «Περίπλους» ἕνα ἐνδιαφέρον βιβλιαράκι πού φέρει τόν τίτλο «The mafia manager».

Ηὐξήθησαν κατά 27,4% οἱ ὀφειλές τοῦ Δημοσίου πρός ἰδιῶτες

Εφημερίς Εστία
ΕΝΑ ΣΧΕΔΙΟ «ἔκτακτης ἀνάγκης» γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς ἐκρηκτικῆς αὐξήσεως τῶν «κόκκινων» ὀφειλῶν τοῦ Δημοσίου πρός τούς ἰδιῶτες, οἱ ὁποῖες τείνουν νά προσεγγίσουν τά 4 δισ. εὐρώ, ἐνεργοποιεῖ τό Ὑπουργεῖο Ἐθνικῆς Οἰκονομίας.

Ὁ κλέψας τοῦ κλέψαντος καί οἱ λεμέδες τῶν κλοπιμαίων

Δημήτρης Καπράνος
Εἶναι κάποιες στιγμές, γεμᾶτες εἰρωνεία, πού μπροστά τους ἡ Ἱστορία σηκώνει τά χέρια ψηλά.