Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 16 Σεπτεμβρίου 1925
Ἡ αἰωνία ἱστορία τοῦ δρόμου. Τά ἀλάνια –ἕνας στρατός ὁλόκληρος ἀλανιῶν– κατεδίωκαν ἕνα δυστυχισμένον ἄνθρωπον καί κατεδιώκοντο ἐναλλάξ ἀπό αὐτόν. Τά ὅπλα τῶν μικρῶν διαβόλων θά ἦσαν ἀβλαβῆ γιά κάθε ἄλλον διαβάτην. Διότι ἦσαν ἁπλούστατα μία φράσις. Μιά φράσις ὁποιαδήποτε –δέν κατώρθωσα νά τήν ξεχωρίσω καλά-καλά–, ἡ ὁποία ὅμως ἐπί τοῦ γηραλέου ἀλήτου ἐνεργοῦσεν ὡς βέλος, ὡς σφαῖρα, ὡς ἀσφυξιογόνον ἀέριον καί ὡς ὅλα αὐτά μαζί. Τόν ἐπλήγωνε, τόν ζάλιζε, τόν ἐσακάτευεν. Ὁ γηραλέος ἐγύριζε καί κυνηγοῦσε τά ἀλάνια μέ βρισιές καί φοβέρες. Ἐκεῖνα ἔφευγαν μέ ἀλαλαγμούς. Ἐκεῖνος ἐπροχωροῦσε πάλιν. Ἐκεῖνα ξανάρχιζαν τήν μυστηριώδη βολήν –ποῖος θά ἐξηγήση τό φαινόμενον αὐτό μιᾶς ἀσημάντου φράσεως, πού ἀποκτᾶ βαθμηδόν γιά ὡρισμένα ἄτομα τήν καταπληκτικήν αὐτήν ἐνέργειαν;– μέ νέαν ὁρμήν. Ἐκεῖνος τά ξανακυνηγοῦσε πάλιν καί οὕτω καθ’ ἑξῆς. Ἡ αἰωνία, ἡ συνειθισμένη ἱστορία τοῦ δρόμου, τέλος πάντων.
Κάποιος διηγήθη τότε τήν καταπληκτική φάρσαν, πού ἐσκάρωσε, πρό ἐτῶν, στήν Σῦραν, ἕνας ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ, μέ τήν βοήθειαν τῆς μυστηριώδους δυνάμεως τῶν μοιραίων αὐτῶν φράσεων. Ἐκάλεσεν ἕνα νεοφώτιστον Τοῦρκον, πού εἶχεν ἔλθει εἰς τόν τόπον, ἀποζών μέ διάφορα θελήματα, καί τοῦ εἶπε:
– Ἄκουσ’ ἐδῶ, Σαράντη! Βλέπεις αὐτόν τόν γέρο, πού περνάει; Πουλάει ἕνα σκυλάκι. Τοῦ ’δωκα δέκα δραχμές νά μοῦ τό δώση. Αὐτός μοῦ ζήτησε δεκαπέντε. Τέλος πάντων, δέν συμφωνήσαμε. Τώρα ἀποφάσισα νά τοῦ δώσω τίς δεκαπέντε. Δέν θέλω ὅμως νά τοῦ προσπέσω ὁ ἴδιος. Κάνε μου λοιπόν τή χάρη νά πᾶς νά τόν ρωτήσης, ἄν τό πουλάει τό σκυλάκι. Κι ἄν σοῦ πῇ δεκαπέντε δραχμές, νά τοῦ τίς δώσης καί νά τό πάρης.
Πᾶρε καί τά λεφτά!
Ὁ πτωχός ἔσπευσε νά προφθάση τόν κύριον τοῦ σκυλιοῦ. Τόν ἐπλησίασε, τόν ἐχαιρέτισε καί τοῦ εἶπε, σύμφωνα μέ τήν παραγγελίαν:
– Τό πουλᾶς τό σκυλάκι;
Ἐκεῖνος ἐσταμάτησεν, ἐκύτταξε τόν ἀπεσταλμένον ἀπό πάνω ὥς κάτω, μέ τρομερά βλέμματα, ἀγρίεψε, καί μέ φωνήν, πού ἔτρεμεν ἀπό πάθος, ἐμουρμούρισε:
– Τό πουλλλλῶ!
– Πόσο; τόν ἐρώτησεν, ἀνύποπτος, ὁ ἄλλος.
– Πόσο; Νά πόσο!
Ὁ γηραλέος ἐσήκωσε τήν μαγκούρα του καί τήν κατέφερε μέ τόσην δύναμιν κατά τῆς κεφαλῆς τοῦ ἀθώου, ὥστε τοῦ τήν ἄνοιξε εἰς δύο.
– Νά μάθης, ἄλλοτε, παληάνθρωπε!
Χωρίς νά ἐννοῇ τίποτε ὁ δυστυχισμένος ἄνθρωπος, ἔσπευσε, πνιγμένος ἀπό τά αἵματα, νά σωθῇ ἀπό τήν ὀργήν τοῦ ἀγνώστου.
– Τί μοῦ ’κανες, ἀφεντικό; ἔλεγε, σέ λιγάκι, πρός τόν ἄνθρωπον, πού τοῦ εἶχεν ἀναθέσει τήν τραγικήν αὐτήν ὑπηρεσίαν. Αὐτός μοῦ ἄνοιξε τό κεφάλι, δίχως λόγο καί αἰτία.
Ὁ ἄθλιος, λαϊκός φαρσέρ, πού εἶχε παρακολουθήση ξεκαρδισμένος, μέ τούς φίλους του, τήν σκηνήν, ἐπροσποιήθη τόν ἀνήξερον.
– Δέν γίνεται! εἶπε. Κάτι θά τοῦ εἶπες καί τόν πείραξες…
– Τίποτε, ἀφεντικό! διεμαρτύρετο τό αἱμοσταγές θῦμα. Τίποτε, σοῦ ὁρκίζομαι. Δέν ἐπρόφτασα νά τόν ρωτήσω, ἄν πουλάη τό σκυλάκι, καί μοῦ ἄνοιξε τό κεφάλι.
Ἁπλούστατα, ὁ γηραλέος ἦτον ἕνας γνωστός τύπος ἡμιπαράφρονος, τόν σφυγμόν τῆς τρέλλας τοῦ ὁποίου εἶχαν ἀνακαλύψει ἤ δημιουργήσει τα ἀλάνια τῆς Σύρας.
– Τό πουλᾶς τό σκυλάκι;
Ἔφθανε νά τοῦ ἀπευθύνουν τήν ἀσήμαντην αὐτήν καί ἀθώαν φράσιν, γιά νά γίνη ἔξω φρενῶν καί νά τά κυνηγᾶ μίλια ὁλόκληρα. Καί τίς ἁμαρτίες των ἀλανιῶν ἦτο μοιραῖον νά τίς πληρώση, ὅλες μαζί, ὁ νεοφώτιστος, πού ἐπῆγεν ἀνύποπτος καί μέ ὅλον τό θάρρος τῆς ἀγνοίας, νά τοῦ ἀπευθύνη, εἰς ἀπόστασιν μαγκούρας, τήν μοιραίαν φράσιν πού τοῦ ἀπηύθυναν τά σοφά ἀλάνια, ἐξ ἀποστάσεως ἑνός μιλίου τοὐλάχιστον:
– Τό πουλᾶς τό σκυλάκι;
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ