Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 25 Αὐγούστου 1925
Διά νά κερδίσῃ κανείς τόν τίτλον τοῦ ἥρωος, δέν εἶνε ἀπαραίτητον νά μεταβῇ εἰς τήν μάχην, νά ριφθῇ εἰς τά κύματα, πρός σωτηρίαν ἑνός πνιγομένου ἤ νά ὁρμήσῃ εἰς τάς φλόγας τῆς πυρκαϊᾶς, πρός διάσωσιν ἀθώων κινδυνεουσῶν ὑπάρξεων. Ὑπάρχουν καί ἄλλοι τρόποι, πολύ βολικώτεροι, καί οἱ ὁποῖοι δέν ἀπαιτοῦν ἐκτάκτους καί σπανίας εὐκαιρίας. Περί τούτου ἐπείσθην, χθές τό μεσημέρι, ὑπό τάς καθέτους ἀκτῖνας τοῦ φλογερωτέρου τῶν Ἡλίων.
-Φρίκη! Εἶπα ἀπομάσσων τόν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου μου, σέ κάποιον φίλον, ποῦ συνήντησα εἰς τήν ὁδόν Σταδίου καί ὑπό τάς ἰδίας καθέτους ἀκτῖνας τοῦ ἰδίου φλογεροῦ Ἡλίου.
-Γιατί; Τί συμβαίνει; μοῦ εἶπεν ὡς νά μήν ἐννοοῦσε τίποτε.
-Μέ ρωτᾶς ἀκόμη τί συμβαίνει; Ἀλλά τί θέλεις νά συμβῇ τρομερώτερον; Ψηνόμεθα, ἀδελφέ μου στό ἴδιο φοῦρνο. Καί μέ ρωτᾶς; Εἶνε ὡς νά ρωτοῦσε ἡ πατάτα, τό ἀρνί, μέ τό ὁποῖον ψήνεται στό ἴδιο ταψί, τί συμβαίνει καί στούς δύο. Δέν ὑποφέρεις λοιπόν ἐσύ;
-Ἐγώ; Καθόλου!
-Εἶσαι εὐχαριστημένος, λοιπόν, ἀπό τήν κατάστασιν;
-Δέν μοῦ κάνει οὔτε κρύο, οὔτε ζέστη.
-Κρύο δέν μοῦ κάνει οὔτε ἐμένα. Μακάρι νά μοὔκανε. Ἀλλά οὔτε ζέστη; Πῶς εἶνε δυνατόν;
-Δυνατότατον. Σοῦ ὁρκίζομαι, ὅτι δέν αἰσθάνομαι τήν παραμικροτέραν ἐνόχλησιν.
-Μήπως ἔζησες σάας Ἰνδίας;
-Ποτέ μου.
-Μήπως ἀποτελεῖς μετεμψύχωσιν χοιριδίου τοῦ γάλακτος, τό ὁποῖον ἐτελείωσε τάς ἡμέρας του στόν φούρνον;
-Δέν πιστεύω εἰς τήν μετεμψύχωσιν.
-Μήπως σ’ ἐξέρασε κανένα ἡφαίστειον;
-Δέν ἔχω καθόλου τήν νοσταλγίαν τοῦ κρατῆρος.
-Ἀλλά τότε, φίλε μου, εἶσαι ἥρως.
Ὁ φίλος μ’ ἐκύταξεν, ἀπό τοῦ ὕψους τῆς θερμομετρικῆς στήλης, καί μοῦ εἶπε:
-Τώρα τό κατάλαβες; Ἥρως εἶμαι βέβαια. Ὅλοι ἐσεῖς οἱ ἄλλοι εἶσθε ἄνθρωποι δειλοί καί ἀνίκανοι ν’ ἀντιμετωπίσετε τήν ζωήν. Παραδίδετε τά ὅπλα σας, χωρίς τήν ἐλαχίστην ἀντίστασιν. Τρομοκρατεῖσθε ἀπό μίαν ἀκτῖνα Ἡλίου. Αἶσχος!
Καί ἐβάδισε κατά τοῦ ἐχθροῦ μέ τό μειδίαμα εἰς τά χείλη.
Ἦτο πράγματι ἥρως. Ἀνῆκε καί αὐτός εἰς τήν γενεάν τῶν ἀφανῶν ἡρώων, οἱ ὁποῖοι δέν ζεσταίνονται τό καλοκαίρι καί δέν κρυώνουν τόν χειμῶνα. Ὁ τζίτζικας μπορεῖ νά σκάσῃ. Αὐτοί δέν θά καταδεχθοῦν νά σκάσουν ποτέ. Ὁ βορριᾶς μπορεῖ νά παγώσῃ ὅλα τά ἀρνάκια. Αὐτοί δέν θά καταδεχθοῦν νά ξεπαγιάσουν μαζί μέ τά ἀρνάκια. Κατάγονται κατ’ εὐθεῖαν, ἀπό τόν Ἀναστάσιον Γεννάδιον. Ὁ μέγας αὐτός ρήτωρ δέν ἔκαμνεν ρητορικήν μόνον μέ τόν λόγον. Ἔκαμνε ρητορικήν μέ ὅλην του τήν ὕπαρξιν. Καί δέν θά λησμονήσω ποτέ τόν λόγον, ποῦ μᾶς ἐξεφώνησε κάποτε, μέσα σ’ ἕνα χιονοστρόβιλον, μέ τό σακκάκι του. Ἕνα σακκάκι ἀπό μαῦρον ἀπλακᾶ. Τό σακκάκι αὐτό μᾶς εἶχεν ὁμιλήσῃ γιά ὅλους τούς ἡρωισμούς.
-Δέν κρυώνετε, διδάσκαλε; Τῶν ἐρωτήσαμεν, ὅταν ἔπαυσε νά ὁμιλῇ ὁ χιονοκόλλητος ἀλπακᾶς.
Ἐτοποθέτησε, μέ μίαν ἡρωικήν χειρονομίαν, τόν μονύελόν του εἰς τήν κόγχην τοῦ ὀφθαλμοῦ καί μᾶς ἀπήντησε:
-Οὔτε κρυώνω ποτέ, οὔτε ζεσταίνομαι. Εἶμαι ἀναίσθητος καί πρός τήν θερμότητα καί πρός τό ψύχος!
Ἐκεῖνος ὅμως ἦτο Γεννάδιος καί ἦτο ἕνας. Ἀναίσθητος καί πρός τήν θερμότητα καί πρός τό ψύχος καί πρός τήν πείναν ἀκόμη. Δέν ἐπεινοῦσε καί ὅταν ἀκόμη –πρᾶγμα, ποῦ τοῦ συνέβαινε συχνότατα– εἶχε τρεῖς ἡμέρας νά γευματίσῃ. Ὁ ἡρωισμός του, τέλος, ἔφθασε, καί μέχρις ἀναισθησίας τοῦ θανάτου. Κάποτε ἀνηγγέλθη ὁ θάνατός του ἀπό τό Παρίσι. Ἕνα μὴνα μετά τόν θάνατόν του, κἄποιος Ἀθηναῖος τόν συνήντησεν εἰς τά Παρισινά βουλεβάρτα.
-Δέν ἀπεθάνατε λοιπόν, δάσκαλε; Τόν ἐρώτησεν.
Ὁ Γεννάδιος ἐτοποθέτησε πάλιν, μέ μίαν ἡρωικήν χειρονομίαν, τόν μονύελόν του καί ἀπήντησεν.
-Ἀπέθανα. Ἀλλά ὁ θάνατος, ὅπως βλέπετε, δέ μοῦ κάμνει καμμιάν ἐντύπωσιν.
Ὁ ἡρωικός αὐτός Ἕλλην ἀπέθανεν, ἐπί τέλους, ὁριστικῶς. Ἀλλά δέν ἀπέθανε χωρίς ἀπογόνους.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ