Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 5 Ἰουλίου 1925
Αὐγή…
Κηφισσιά. Τό ἐπιβατικόν αὐτοκίνητον ξεκινᾶ ἀπό τόν Πλάτανον. Προχωροῦμεν νυσταλέοι, «χωρίς καμμιάν ὑποψίαν». Ὅπως οἱ ἥρωες τοῦ Δάντε. Ἔξαφνα μᾶς σταματᾶ ἄλλο αὐτοκίνητον. Ἔρχεται ἀπό τάς Ἀθήνας.
Ὁ ἕνας σωφέρ λέγει βιαστικά πρός τόν ἄλλον:
-Ἀπό τό ἁμάξι μου πήδησε τώρα μιά κυρία. Θά τή βρῇς παρακάτω. Σταμάτησε νά τήν πάρῃς… Ἀκοῦς;
Προχωροῦμε μέσα σέ σύννεφον σκόνης καί μυστηρίου.
-Νά ἡ κυρία!
-Πράγματι, ἡ κυρία. Αὐτή θά εἶνε… Στάσου νά τήν πάρουμε.
Στόπ! Ἡ μυστηριώδης κυρία ἐπιβαίνει βιαστικά τῆς ἁμάξης. Διατάσσει ἀσθματικῶς τόν σωφέρ:
-Γρήγορα, σέ παρακαλῶ. Ὅσο μπορεῖς γρήγορα. Σοῦ πληρώνω δέκα, δεκαπέντε, εἴκοσι δραχμάς τό εἰσιτήριό μου… Γρήγορα ὅμως… Ὅσο μπορεῖς γρήγορα!…
Ἀρχίζομεν νά τρέχωμεν ἰλιγγιωδῶς.
-Μπροστά πηγαίνει ἕνα φορτάκι… –ἐξακολουθεῖ μέ τόν ἴδιον ἀσθματικόν τόνον ἡ κυρία. Ἄν τό φθάσῃς… ἔχει ὅ,τι μοῦ ζητήσῃς.
Ἀρχίζομεν νά τρέχωμεν ἀκόμη ἰλιγγιωδέστερα. Ἐπί τέλους, διακρίνεται εἰς τήν ἀπόστασιν τό μυστηριῶδες φορτάκι.
-Σωφέρ… Ἄν προφτάσῃς τό φορτάκι… καί τοῦ βγῇς ἐμπρός… καί τό σταματήσῃς, ἔχεις ἑκατό φράγκα!
Γινόμεθα ἀστραπή.
-Ἐμπρός… λιγάκι ἀκόμη… ἐμπρός!
Ἡ κυρία βγάζει ἕνα στεναγμόν ἀνακουφίσεως. Δέν ἀπέχομεν παρ’ ὀλίγα μέτρα ἀπό τό καταδιωκόμενον μυστήριον. Ἐπί τέλους τό φθάνομεν. Μέ μίαν ἐπιδέξια στροφήν του βγαίνομεν ἐμπρός. Τό φορτάκι σταματᾶ. Παραδίδεται ἀδόξως. Μέσα του ἕνας κύριος μέ δύο κυρίες. Ἀλλόφρονες. Ἡ κυρία πηδᾶ ἀπό τό ἁμάξι μας. Ὁρμᾶ πρός τό φορτάκι. Μέ ἕνα θανάσιμον ἅλμα βρίσκεται ἐπάνω στήν ἀναβαθμίδα του. Δοκιμάζει νά παραβιάσῃ τήν θύραν. Ἕνα ἀνδρικόν χέρι ἀπό μέσα –τό χέρι τοῦ κυρίου μέ τάς δύο γυναῖκας– τήν ἀπωθεῖ.
Βρίσκεται πάλιν εἰς τό ἔδαφος. Τό φορτάκι, μ’ ἕνα ταχύν καί σοφόν ἑλιγμόν, κινεῖται πρός τά ἐμπρός, προχωρεῖ, ἐξαφανίζεται. Ἡ τραγική κυρία ἔχει ἀπολιθωθῇ μεταξύ τῶν δύο αὐτοκινήτων. Ἔχομεν ἀπολιθωθῇ μαζῇ της.
Στιγμαί μυστηρίου…
-Τί θά γίνῃ, ἐπί τέλους, κυρία; Θά ξαναρθῆτε μέσα, ἤ νά φύγουμε; Λύει τήν σιγήν τοῦ μυστηρίου ὁ σωφέρ.
-Θἄρθω! Ἀναστενάζει ἡ τραγική κυρία, ὠχρά ὡς σουδάριον, περιρρεομένη ἀπό κρύον ἱδρῶτα.
Τήν ξαναπαίρνομεν. Ἔχει πέσει ἀναίσθητη ἐπάνω στό κάθισμά της. Ἅλατα δέν ἔχομεν νά τῆς προσφέρωμεν. Ξεκινοῦμε, μέσα σέ σύννεφα σκόνης καί μυστηρίου. Ἡ κυρία σέ λιγάκι συνέρχεται, ἄνευ ἁλάτων.
-Δέν πειράζει!… τραυλίζει. Ἀρκεῖ, ποῦ μέ εἶδαν… Αὐτό ἤθελα… Ἀρκεῖ. Τώρα ξέρω ἐγώ πῶς νά τό διορθώσω…
Μιά θερμή, σιγαλή βροχούλα ἀρχίζει νά ραντίζῃ τό αὐτοκίνητον. Ἡ μελαγχολική, ταινία ἐξακολουθεῖ τώρα νά ξετυλίγεται κατά μῆκος τῶν πρώτων ἀγροικιῶν τῆς ἐξωτερικῆς λεωφόρου. Κρατοῦμε τήν ἀναπνοήν μας. Ἔπειτα σκότος…
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ