Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 14 Ἰουνίου 1925
Ὁ καταραμένος ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου ἡ ζωή ὑπῆρξε μία σειρά βασάνων καί ἀπογοητεύσεων, μ’ ἐσταμάτησε, καθώς ἐπηγαίναμεν, ἐμπρός εἰς τό ὑπερηφάνως ἀνεγειρόμενον μέγαρον καί μοῦ εἶπε:
-Τό βλέπεις αὐτό;
-Τό βλέπω.
-Ξέρεις, ποιός τό χτίζει;
-Ὄχι βέβαια κανένας φτωχός.
Ὁ καταραμένος ἄνθρωπος ἐχαμογέλασε φιλοσοφικῶς, δηλαδή μέ τό μέτωπόν του.
-Δέν πρόκειται περί αὐτοῦ! ἐξηκολούθησε. Πρόκειται περί τοῦ ὅτι ὁ ἄνθρωπος, πού χτίζει αὐτό τό μέγαρον, εἶνε ὀογδονταπέντε ἐτῶν. Καί τό χτίζει νά κατοικήσῃ ὁ ἴδιος. Καί πρέπει νά τόν ἰδῇς, μέ πόση ἀγαλλίασι παρακολουθεῖ τό χτίσιμό του καί πῶς ἐπιστατεῖ μοναχός του στή παραμικρότερη λεπτομέρεια καί πῶς κάθεται καί τό κυττάζει ἀπό μακρυά, πλάθοντας, βέβαια, στήν ψυχή του τό ὄνειρο τῆς ζωῆς, ποῦ θά περάσῃ ἐκεῖ μέσα. Λοιπόν, ὡρισμένως ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ποῦ εἶνε σήμερα ὀγδονταπέντε ἐτῶν, θά ἔχῃ τήν πεποίθησιν, πώς εἶνε αἰώνιος, ἀφοῦ σέ μιά ἡλικία, πού θά ἔπρεπε νά χτίσῃ, καί ἐπειγόντως μάλιστα, τόν τάφο του, χτίζει καινούργιο σπίτι, γιά νά κατοικήσῃ. Καί ὅμως, γι’ αὐτό ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶνε πλούσιος κι εὐτυχισμένος κι ἐγώ δυστυχισμένος καί φτωχός.
Ὁμολογῶ, ὅτι τό συμπέρασμα τοῦ καταραμένου ἀνθρώπου δέν κατώρθωσε νά τό χωρέσῃ ὁ νοῦς μου. Ἦτο τόσον ἀπρόβλεπτον καί τόσον γριφῶδες ταυτοχρόνως.
-Τί ἐννοεῖς; τόν ἐρώτησα.
-Ἐννοῶ, ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἐκανόνισε πάντοτε τή ζωή του, μέ τήν ἰδέα, πώς εἶνε αἰώνιος, ὅπως καί ἐξακολουθεῖ νά τήν κανονίζῃ. Ὑπῆρξεν, ἑπομένως, προβλεπτικός, ὑπελόγιζε τάς συνεπείας τῶν πράξεών του μέχρι τῶν ἀπωτέρων δυνατῶν ὁρίων, δέν ἔκαμε ποτέ τίποτε, τό ὁποῖον, ἔστω καί ὕστερα ἀπό δέκα ἤ εἴκοσι χρόνια, θά μποροῦσε νά ἔχῃ μιά δυσάρεστη συνέπεια καί, μέ μίαν λέξιν, παρέβαινε διαρκῶς τήν ἐντολήν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
-Ποίαν ἐντολήν;
-Αὐτήν, ποῦ μᾶς λέει: «Μή μεριμνᾶτε περί τῆς αὔριον». Αὐτός ἐμερίμνα διαρκῶς, ὄχι μόνον περί τῆς αὔριον, ἀλλά καί περί τῆς μεθαύριον καί τῆς ἀντιμεθαύριον. Καί περιφρονοῦσε διαρκῶς τήν σήμερον. Ἐνῷ ἐγώ…
-Ἐσύ;
-Ἐγώ, ἀκολουθῶν τήν ἐντολήν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐμεριμνοῦσα διαρκῶς διά τήν σήμερον. Ὅλαι αἱ πράξεις τῆς ζωῆς μου ἔγιναν ὡς νά μήν ὑπῆρχεν ἡ αὔριον. Κάθε βράδυ ἤμουν προετοιμασμένος νά πεθάνω τό ἄλλο πρωί καί ἑπομένως ἐφρόντιζα νά περάσω καλά τήν τελευταίαν μου νύχτα. «Φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν». Δυστυχῶς, δέν ἀπέθανα κανένα πρωί. Ἐπίστευα, πῶς εἶμαι ἐφημέριος καί κοντεύω νά καταντήσω αἰώνιος. Τώρα πληρώνω καθημερινῶς τάς συνεπείας ὅλων τῶν πράξεών μου, ποῦ εἶχα πιστέψει, ὅτι δέν θά προφθάσουν νά ἔχουν συνεπείας γιά μένα. Μποροῦσα νά εἶμαι ξένοιαστος, καί εἶμαι φορτωμένος ἀπό φροντίδες. Μποροῦσα νά περνῶ ἀπό τούς τοίχους καί νά μή τούς προσέχω. Καί τώρα, μόλις ἀντικρύσω τοῖχον, μοῦ ἔρχεται νά χτυπήσω ἀπάνω του τό κεφάλι μου. Καί ὅλα αὐτά, διότι ἐπίστευσα στό ἐφήμερον τοῦ ἀνθρώπου. «Ἐπάμεροι. Τί δέ τίς, τί ὁ οὔτις; Σκιάς ὄναρ ἄνθρωπος». Ἰδού λοιπόν, ὅτι δέν πρέπει νά πιστεύῃ κανείς, ὅτι εἶνε αἰώνιος. Καί, εἰς τά ὀγδονταπέντε του χρόνια, νά ζῇ καί νά πράττῃ, ὡς νά πρόκηται νά ζήσῃ ἄλλα τόσα. Ἰδού ἡ συνταγή ὅλων τῶν ἐπιτυχιῶν καί ὅλων τῶν εὐτυχιῶν μαζῆ εἰς τόν κόσμον αὐτόν!
Δέν ἠμπόρεσα ν’ ἀρνηθῶ, ὅτι ἡ συνταγή ἦτο πράγματι σοφώτατη.
-Γιατί δέν ἀποφασίζεις, τοῦ εἶπα, ν’ ἀρχίσῃς ἀπό σήμερα νά πιστεύῃς εἰς τήν αἰωνιότητά σου; Εἶνε πάντοτε καιρός.
Ἐχαμογέλασε πάλιν φιλοσοφικῶς, δηλαδή μέ τό μέτωπόν του.
-Ὁπωσδήποτε προτιμῶ ν’ ἀρχίσω ἀπό αὔριο… μοῦ εἶπε. Σήμερα πρόκειται νά κάνω πάλι μιά κουτουράδα, μέ τήν προϋπόθεσιν, ὅτι θά πεθάνω αὔριο τό πρωί. Καί δέν ἐπιθυμῶ νά τή χάσω…
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ