ΕΤΟΣ ΑΡΧΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ 1876
Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2025

Στόν Ὑμηττό, στόν Ἰλισσό καί στόν ὑπέροχο Μᾶνο

Κι ἔχει ἀνάψει ἡ κουβέντα περί μουσικῆς κι ἔχουμε φθάσει στό κεφάλαιο «Μᾶνος Χατζιδάκις».

Κανά δυό ἀπό τήν παρέα εἶναι φανατικοί τοῦ Μίκη, ὁ ἄλλος λατρεύει τόν Σπανό, συζητᾶμε, ἀραδιάζουμε τίτλους δίσκων, τραγούδια, στιχουργούς κι ἕνα σωρό ἄλλα, γύρω ἀπό τήν χρυσή ἐποχή. Μ’ ἀρέσει νά τούς μπερδεύω καί ἁπλώνω στό τραπέζι τά δύσκολα, δηλαδή τήν Πορνογραφία, τό Reflections, τούς δίσκους τοῦ Σείριου.

Τούς μιλῶ γιά τόν στιχουργό Χατζιδάκι, ἄλλος θεωρεῖ τόν Γκάτσο κορυφαῖο κι ἄλλος τόν Χριστοδούλου, μέχρι πού ὁ Γιάννης πηγαίνει στό βάθος τοῦ μπάρ, ἀνοίγει τό καπάκι τοῦ παλιοῦ «Bluthner» καί χτυπᾶ μιά συγχορδία…

«Γιά κάτσε ν’ ἀκούσουμε τώρα τί ἔχεις νά μᾶς πεῖς» λέει ὁ Παντελῆς καί στρώνομαι στήν ἄβολη καρέκλα. Τό κατάστημα δέν διαθέτει «σκαμπώ κλειδοκυμβάλου». Ἁπλώνομαι στό κλαβιέ καί σκέφτομαι τί νά παίξω. Περιδιαβαίνω σκόρπιες κλίμακες, καί ἀρχίζει νά λειτουργεῖ τό «τσίρκο ἠλεκτρικό μές στό μυαλό μου», πού λέει κι ὁ Διονύσης.

«Τώρα πού εἶναι ἄνοιξη», ἀρχίζει νά ἄδει ὁ καλλίφωνος Γιάννης Πετρόπουλος, καί τό μοναδικῆς ὀμορφιᾶς «Κάπου ὑπάρχει ἀγάπη μου» γεμίζει τήν καρδιά τοῦ ξεχασμένου ὀργάνου καί τούς χώρους τοῦ μικροῦ μπάρ. «Θά τήν γυρέψω στά χαρτιά, θά τήν γυρέψω στ’ ἄστρα/μά, σάν τήν βρῶ, στ’ ὁρκίζομαι πώς θά ντυθῶ μές στ’ ἄσπρα»…

Ἡ παρέα ἐκστασιάζεται, ἡ βραδυά εἶναι γλυκύτατη καί βρίσκω τήν εὐκαιρία νά τούς θυμίσω ὅτι καί οἱ στίχοι εἶναι τοῦ Μάνου! Καί καθώς ἔρχονται «τά πρῶτα» ἀπό τήν Μαρία, γυρίζω σέ ρέ μείζονα καί πιάνω ἕναν ἀργεντίνικο σκοπό, σέ ὕφος «τανγκό», γιά νά τό γυρίσω ἀμέσως, μόλις ὁ Ἀνδρέας σηκώνει τήν Μαίρη γιά χορό, στήν Μαύρη Φόρντ, ἀπό τήν «ὁδό Ὀνείρων». Τό ζευγαράκι μας, παντρεμένοι πενῆντα χρόνια, στροβιλίζεται καί ἡ συντροφιά ἄδει «Ἄχ, τί κακό, ἄχ τί κακό, μέσα στήν Φόρντ ἕνα βραδύ μαγικό/ ἔχασα κάτι πού τό εἶχα φυλαχτό!». Κι αὐτό τό ἆσμα, σέ μουσική καί στίχους τοῦ τεράστιου δημιουργοῦ κι ἀπό κοντά, σέ ντό μείζονα, «Συνέβη στήν Ἀθήνα», τό τραγούδι σέ μουσική καί στίχους τοῦ Μάνου Χατζιδάκι, τό ὁποῖο ἀκούστηκε γιά πρώτη φορά στά ἀγγλικά τό 1961, ἀπό τήν Hannelore Auer στήν ταινία τοῦ Andrew Marton «Συνέβη στήν Ἀθήνα», πού ἀναφερόταν στούς Ὀλυμπιακούς Ἀγῶνες τοῦ 1896.

Καί πρίν ἡ παρέα ψιθυρίσει κάτι ἄλλο, γυρίζω τόν ρυθμό σέ λάτιν καί παρασύρω ὅλο τό μπαράκι στόν «Ὑμηττό», πού μόλις τό ἀκούσεις δέν μπορεῖς παρά ν’ ἀρχίσεις νά λικνίζεσαι καί νά ἀκολουθεῖς τά βήματα στόν ρυθμό. «Πέτρα πού κύλησε μήν τήνε κρατήσεις/τό ριζικό της εἶν’ κακό καί θά μετανοήσεις» λέει ὁ στίχος τοῦ Χατζιδάκι. Κι ὕστερα, στό ἴδιο τέμπο, περπατᾶμε στόν «Ἰλισσό», πού ἀκουγόταν στήν ταινία τοῦ Νίκου Κούνδουρου «Ὁ Δράκος», τό 1956. Εἶναι ἡ ὥρα νά τούς τήν σκάσω.

«Ὡραῖος ὁ στίχος ἐδῶ τοῦ Μάνου, πρωτοποριακός» λέει ὁ Μιχάλης, πού παίρνει καί ὕφος. «Ἔχασες, φίλε. Ὁ Μᾶνος ἔγραψε τόν “Ὑμηττό”, ἀλλά τόν στίχο στόν “Ἰλισσό” τόν ἔγραψε ὁ Γιῶργος Ἐμιρζᾶς» τοῦ λέω καί συνεχίζω. Ἀρχίσαμε τό τραγούδι στίς ἕντεκα καί φύγαμε στίς τρεῖς. Τραγουδήσαμε μόνο Χατζιδάκι. Καί φύγαμε εὐτυχισμένοι!

Απόψεις

«Βόμβα» ἀπό τόν Πρόεδρο Βουλῆς Λιβύης: Δέν ἀναγνωρίζουμε ΑΟΖ στήν Κρήτη!

Εφημερίς Εστία
Δῶρον ἄδωρον ἡ διακήρυξις τοῦ Ἀκίλα Σάλεχ ὅτι εἶναι ἄκυρο τό τουρκολιβυκό μνημόνιο ἐπειδή ἡ κυβέρνηση δέν εἶχε λάβει ψῆφο ἐμπιστοσύνης – Υἱοθετεῖ πλήρως τήν τουρκική θέση ὅτι ἡ μέση γραμμή χαράσσεται ἀπό τήν ἠπειρωτική Ἑλλάδα καί ὄχι τά νησιά

Δέν εἶναι ταινία, εἶναι Ἱστορία γιά νά τήν κρατᾶς φυλακτό!

Μανώλης Κοττάκης
Παρακολούθησα τήν πρώτη προβολή τῆς ταινίας «Καποδίστριας» τοῦ Γιάννη Σμαραγδῆ μαζί μέ τόν διευθυντή φωτογραφίας τοῦ φίλμ Δημήτρη Σταύρου ἀπό τά ὀρεινά τοῦ «Ἑλληνικοῦ Κόσμου».

Μέτρα Μητσοτάκη γιά δανειολῆπτες σέ ἑλβετικό φράγκο, ἀγρότες καί στεγαστικό

Εφημερίς Εστία
Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στήν ὁμιλία του στήν Βουλή, πρό τῆς ἐγκρίσεως τοῦ προϋπολογισμοῦ τοῦ 2026 μέ ὀνομαστική ψηφοφορία (ἐνεκρίθη μέ 159 ψήφους «ναί», ἔναντι 136 «ὄχι» σέ σύνολο 295 ψηφισάντων), ἀνεφέρθη σέ μιά σειρά μέτρων, μεταξύ τῶν ὁποίων μέτρα γιά τούς δανειολῆπτες σέ ἑλβετικό φράγκο, τόν ΟΠΕΚΕΠΕ, τούς ἀγρότες καί τό στεγαστικό τῶν δημοσίων ὑπαλλήλων.

Μνήμη Μπόστ, μνήμη ἑνός ἄλλου πολιτισμοῦ

Δημήτρης Καπράνος
Πέρασαν τριάντα χρόνια ἀπό τό 1995, ὁπότε μᾶς ἄφησε γιά πάντα ὁ Μέντης Μποσταντζόγλου (Μπόστ), ὁ ἄνθρωπος πού ἐπέβαλε τό δικό του, μοναδικό, ὕφος στόν χῶρο τοῦ Πολιτισμοῦ.

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 1965

Πρό 60 ἐτῶν
Ο ΚΟΣΜΟΣ Η ΚΙΝΕΖΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ