Στόν Ὑμηττό, στόν Ἰλισσό καί στόν ὑπέροχο Μᾶνο

Κι ἔχει ἀνάψει ἡ κουβέντα περί μουσικῆς κι ἔχουμε φθάσει στό κεφάλαιο «Μᾶνος Χατζιδάκις».

Κανά δυό ἀπό τήν παρέα εἶναι φανατικοί τοῦ Μίκη, ὁ ἄλλος λατρεύει τόν Σπανό, συζητᾶμε, ἀραδιάζουμε τίτλους δίσκων, τραγούδια, στιχουργούς κι ἕνα σωρό ἄλλα, γύρω ἀπό τήν χρυσή ἐποχή. Μ’ ἀρέσει νά τούς μπερδεύω καί ἁπλώνω στό τραπέζι τά δύσκολα, δηλαδή τήν Πορνογραφία, τό Reflections, τούς δίσκους τοῦ Σείριου.

Τούς μιλῶ γιά τόν στιχουργό Χατζιδάκι, ἄλλος θεωρεῖ τόν Γκάτσο κορυφαῖο κι ἄλλος τόν Χριστοδούλου, μέχρι πού ὁ Γιάννης πηγαίνει στό βάθος τοῦ μπάρ, ἀνοίγει τό καπάκι τοῦ παλιοῦ «Bluthner» καί χτυπᾶ μιά συγχορδία…

«Γιά κάτσε ν’ ἀκούσουμε τώρα τί ἔχεις νά μᾶς πεῖς» λέει ὁ Παντελῆς καί στρώνομαι στήν ἄβολη καρέκλα. Τό κατάστημα δέν διαθέτει «σκαμπώ κλειδοκυμβάλου». Ἁπλώνομαι στό κλαβιέ καί σκέφτομαι τί νά παίξω. Περιδιαβαίνω σκόρπιες κλίμακες, καί ἀρχίζει νά λειτουργεῖ τό «τσίρκο ἠλεκτρικό μές στό μυαλό μου», πού λέει κι ὁ Διονύσης.

«Τώρα πού εἶναι ἄνοιξη», ἀρχίζει νά ἄδει ὁ καλλίφωνος Γιάννης Πετρόπουλος, καί τό μοναδικῆς ὀμορφιᾶς «Κάπου ὑπάρχει ἀγάπη μου» γεμίζει τήν καρδιά τοῦ ξεχασμένου ὀργάνου καί τούς χώρους τοῦ μικροῦ μπάρ. «Θά τήν γυρέψω στά χαρτιά, θά τήν γυρέψω στ’ ἄστρα/μά, σάν τήν βρῶ, στ’ ὁρκίζομαι πώς θά ντυθῶ μές στ’ ἄσπρα»…

Ἡ παρέα ἐκστασιάζεται, ἡ βραδυά εἶναι γλυκύτατη καί βρίσκω τήν εὐκαιρία νά τούς θυμίσω ὅτι καί οἱ στίχοι εἶναι τοῦ Μάνου! Καί καθώς ἔρχονται «τά πρῶτα» ἀπό τήν Μαρία, γυρίζω σέ ρέ μείζονα καί πιάνω ἕναν ἀργεντίνικο σκοπό, σέ ὕφος «τανγκό», γιά νά τό γυρίσω ἀμέσως, μόλις ὁ Ἀνδρέας σηκώνει τήν Μαίρη γιά χορό, στήν Μαύρη Φόρντ, ἀπό τήν «ὁδό Ὀνείρων». Τό ζευγαράκι μας, παντρεμένοι πενῆντα χρόνια, στροβιλίζεται καί ἡ συντροφιά ἄδει «Ἄχ, τί κακό, ἄχ τί κακό, μέσα στήν Φόρντ ἕνα βραδύ μαγικό/ ἔχασα κάτι πού τό εἶχα φυλαχτό!». Κι αὐτό τό ἆσμα, σέ μουσική καί στίχους τοῦ τεράστιου δημιουργοῦ κι ἀπό κοντά, σέ ντό μείζονα, «Συνέβη στήν Ἀθήνα», τό τραγούδι σέ μουσική καί στίχους τοῦ Μάνου Χατζιδάκι, τό ὁποῖο ἀκούστηκε γιά πρώτη φορά στά ἀγγλικά τό 1961, ἀπό τήν Hannelore Auer στήν ταινία τοῦ Andrew Marton «Συνέβη στήν Ἀθήνα», πού ἀναφερόταν στούς Ὀλυμπιακούς Ἀγῶνες τοῦ 1896.

Καί πρίν ἡ παρέα ψιθυρίσει κάτι ἄλλο, γυρίζω τόν ρυθμό σέ λάτιν καί παρασύρω ὅλο τό μπαράκι στόν «Ὑμηττό», πού μόλις τό ἀκούσεις δέν μπορεῖς παρά ν’ ἀρχίσεις νά λικνίζεσαι καί νά ἀκολουθεῖς τά βήματα στόν ρυθμό. «Πέτρα πού κύλησε μήν τήνε κρατήσεις/τό ριζικό της εἶν’ κακό καί θά μετανοήσεις» λέει ὁ στίχος τοῦ Χατζιδάκι. Κι ὕστερα, στό ἴδιο τέμπο, περπατᾶμε στόν «Ἰλισσό», πού ἀκουγόταν στήν ταινία τοῦ Νίκου Κούνδουρου «Ὁ Δράκος», τό 1956. Εἶναι ἡ ὥρα νά τούς τήν σκάσω.

«Ὡραῖος ὁ στίχος ἐδῶ τοῦ Μάνου, πρωτοποριακός» λέει ὁ Μιχάλης, πού παίρνει καί ὕφος. «Ἔχασες, φίλε. Ὁ Μᾶνος ἔγραψε τόν “Ὑμηττό”, ἀλλά τόν στίχο στόν “Ἰλισσό” τόν ἔγραψε ὁ Γιῶργος Ἐμιρζᾶς» τοῦ λέω καί συνεχίζω. Ἀρχίσαμε τό τραγούδι στίς ἕντεκα καί φύγαμε στίς τρεῖς. Τραγουδήσαμε μόνο Χατζιδάκι. Καί φύγαμε εὐτυχισμένοι!

Απόψεις

«Χρῖσμα» Κίμπερλυ στόν Νῖκο Δένδια

Εφημερίς Εστία
Ὁ πρῶτος Ἕλλην ὑπουργός πού φωτογραφίζεται μέ τήν Ἀμερικανίδα πρέσβυ – Καί ὁ Β. Κικίλιας στό πλευρό της – Ἀνοίγει θέμα γιά τό λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ καί τήν COSCO – «Κεραυνοβόλος» ἐπικοινωνιακή προέλασις τῆς κ. Γκίλφοϋλ

Ἐκρηκτικό κλῖμα

Μανώλης Κοττάκης
Εδῶ καί καιρό εἶναι σαφές, εἰδικῶς μετά τήν ὀπισθοχώρησή της στήν ὑπόθεση τῆς ἐκταφῇς τῶν θυμάτων τῶν Τεμπῶν, ὅτι ἡ Κυβέρνηση ἔχει χάσει τήν πρωτοβουλία τῶν κινήσεων.

Ὄπισθεν ὁλοταχῶς τῆς Κυβερνήσεως λόγῳ τῶν ἐντόνων ἀντιδράσεων γιά τά ΕΛΤΑ

Εφημερίς Εστία
Υπό τό βάρος τῶν σφοδρῶν ἀντιδράσεων ἀπό πολῖτες, τοπικούς φορεῖς, ἀκόμα καί στελέχη τῆς Νέας Δημοκρατίας, τά ΕΛΤΑ ἔκαναν ἕνα βῆμα πίσω, ἀναθεωρῶντας τό σχέδιο μαζικῶν ἀναστολῶν λειτουργίας.

Νά τήν βράσω ἐγώ τέτοια πρόοδο

Δημήτρης Καπράνος
«Βγῆκα λίγο ἔξω νά περπατήσω στό Πασαλιμάνι, ἀκουγόταν ἀπό ἕνα διαμέρισμα στόν πρῶτο ἡ τηλεόραση, ἔπαιζε εἰδήσεις, περνάω ἀπό δίπλα, ἀκούω τή φωνή μιᾶς ἡλικιωμένης γυναίκας νά λέει: “Σᾶς παρακαλῶ πάρα πολύ, μήν κλείνετε τό ταχυδρομεῖο μας, ποῦ θά πηγαίνω ἐγώ τώρα νά πληρώνω τά τηλέφωνά μου, τά ἠλεκτρικά μου, τά νερά μου;”.

Τετάρτη, 3 Νοεμβρίου 1965

Πρό 60 ἐτῶν
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΔΑΙΜΟΝΙΟΝ!