ΕΤΟΣ ΑΡΧΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ 1876
Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2025

Ἀπό τά πράσινα μάτια στήν Παπαλάμπραινα

Πάει κι αὐτή ἡ ἀποκριάτικη περίοδος. Οὔτε πού τήν πήραμε χαμπάρι.

Κι ἄν δέν ἦταν τά Καρναβάλια στήν Πάτρα, τό Μοσχᾶτο, τήν Ξάνθη καί ὅπου ἀλλοῦ (μέ τό βραζιλιάνικο πάντως στοιχεῖο νά ἔχει ἐπικρατήσει παντοῦ) οὔτε πού θά τό παίρναμε χαμπάρι τό καρναβάλι.

Ποῦ εἶναι ἐκεῖνα τά χρόνια, πού καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῶν Ἀπόκρεω εἴχαμε κάθε τόσο γλέντια καί τραγούδια, χορούς καί μασκαράτες, πανηγύρια καί σόκιν ἀνέκδοτα…

Καί ὄχι, φυσικά, τίποτε λουκούλλεια γεύματα. Ἡ παρέα καί τό γλέντι εἶχαν τόν πρῶτο λόγο. Κάθε οἰκογένεια ἔφερνε τό κατιτίς της καί τό τραπέζι γέμιζε λιχουδιές. Φάβα, σαλάτες, ἀλίπαστα, ἀλλαντικά, κανά-δυό ταψιά ψητό μέ πατάτες (ψημένα στόν φοῦρνο τῆς γειτονιᾶς) καί, φυσικά, νταμιζάνες μέ καλό κρασί, ἀγορασμένο ἀπό τόν «καρβουνιάρη». Τότε, ὅλα τά «καρβουνιάρικα» πουλοῦσαν καί κρασί!

Στό δικό μας τό σπίτι, εἴχαμε πάντα γλέντι τήν Τσικνοπέμπτη. Γέμιζε τό σαλόνι ἀπό φίλους καί συγγενεῖς, καί ὁ χορός ἔδινε κι ἔπαιρνε. Βάζαμε κι ἐμεῖς οἱ μικροί τά δικά μας δισκάκια στό πικάπ (κάτι ρόκ ἔντ ρόλλ, κάτι μάμπο καί σάμπες), ἀλλά ὅταν ἄρχιζαν τόν χορό οἱ μεγάλοι κάναμε στήν ἄκρη.

Συνήθως ἄρχιζαν ὅλα μέ μιά «Κομπαρσίτα», πού τήν χόρευαν τά ζευγάρια στήν πίστα, δηλαδή στό μεγάλο χώλ τοῦ σπιτιοῦ μας, στρωμένο μέ ἕνα περίτεχνο μωσαϊκό, πού περιεῖχε καί κοχύλια ἀπό τήν θάλασσα!

Ὕστερα χόρευαν καί κανά-δυο βαλσάκια, συνήθως τό «Ἄστα τά μαλλάκια σου ἀνακατεμένα» καί τό «Padam» μέ τήν Ἐντίτ Πιάφ, πού ἄρεσε στόν πατέρα μας. Κι ἀφοῦ τέλειωναν μέ τά εὐρωπαϊκά, ἔπεφτε στό πικάπ τό πρῶτο καλαματιανό. «Στῆς ἀκρίβειας τόν καιρό, ἐπαντρεύτηκα κι ἐγώ.» Καί δώσ’ του χορός κυκλωτικός, γιά νά ἀκολουθήσουν τά ἑπόμενα. «Σέ γέλασε, Παρασκευούλα μου, σέ γέλασε τό δημαρχόπουλο.» Βρέ, τί τραβοῦσε αὐτή ἡ Παρασκευούλα, πού «εἶχε ἀμπέλια στή Βλαχιά, σπίτια στό Βουκουρέστι», ἀλλά τό δημαρχόπουλο τήν κορόιδεψε καί δέν τήν πῆρε! Κι ὕστερα, ἀκολουθοῦσε «ἀπό τήν πόρτα σου περνῶ ὡραῖα Ἀγιώτισσα κι ἀπό τήν γειτονιά σου κόρη μέ τῇς ἐλιές.» Κι ἐγώ σκεφτόμουν πῶς μπορεῖ νά εἶναι ὄμορφη μιά γυναῖκα γεμάτη ἐλιές! Καί κατέληγα στό συμπέρασμα, ὅτι θά εἶχε προῖκα τίποτα ἐλαιῶνες! «Θά πάρω ἀεροπλάνο, ὡραία, Ἀγιώτισα, γιά νά ’ρθω νά σέ πάρω» τραγουδοῦσε ἡ ὁμήγυρις, κι ἐμεῖς ἀναρωτιόμασταν ἄν ἔχει ἀεροδρόμιο τό Αἴγιο!

Κι ὅταν τελείωνε ὁ σεληνιασμός μέ ὅλα τά καλαματιανά, τά συρτά, ἀλλά καί κανά-δυό τσάμικα, τήν «Ἰτιά, λουλουδιασμένη» και τήν «Παπαλάμπραινα», γιά νά χορέψει ὁ πατέρας μου καί νά σφυρίξει κλέφτικα, ἐρχόταν ἡ ὥρα τῆς δοκιμασίας.

«Δημητράκη, στή θέση σου.» Ἡ «θέση μου» ἦταν τό πιάνο «Lyon and Healy», μιά παλιά ἀμερικάνικη πιανόλα πού εἶχε γίνει πιάνο καί ὁ μπαμπᾶς, μέ μιά ψιλή σφαλιαρίτσα, ἔδινε παραγγελιές. Κι ἄρχιζα μέ τόν «Γεροδῆμο», γιά νά κλείσει ὁ ἰατρός μέ μιά κορώνα «Ἀμάααααν» κι ὕστερα ἔπαιζα «δύο πράσινα μάτια μέ μπλέ βλεφαρίδες» πού τραγουδοῦσε ἡ κυρία Ἑλένη, πού οὔτε πράσινα μάτια εἶχε οὔτε μπλέ βλεφαρίδες διέθετε.

Ἦταν ὄμορφα, ὅμως. Καί τά σκέφτομαι τώρα, πού μέ τόσους μασκαρᾶδες γύρω μας, δέν καταλαβαίνουμε Ἀποκριά!

Απόψεις

«Βόμβα» ἀπό τόν Πρόεδρο Βουλῆς Λιβύης: Δέν ἀναγνωρίζουμε ΑΟΖ στήν Κρήτη!

Εφημερίς Εστία
Δῶρον ἄδωρον ἡ διακήρυξις τοῦ Ἀκίλα Σάλεχ ὅτι εἶναι ἄκυρο τό τουρκολιβυκό μνημόνιο ἐπειδή ἡ κυβέρνηση δέν εἶχε λάβει ψῆφο ἐμπιστοσύνης – Υἱοθετεῖ πλήρως τήν τουρκική θέση ὅτι ἡ μέση γραμμή χαράσσεται ἀπό τήν ἠπειρωτική Ἑλλάδα καί ὄχι τά νησιά

Δέν εἶναι ταινία, εἶναι Ἱστορία γιά νά τήν κρατᾶς φυλακτό!

Μανώλης Κοττάκης
Παρακολούθησα τήν πρώτη προβολή τῆς ταινίας «Καποδίστριας» τοῦ Γιάννη Σμαραγδῆ μαζί μέ τόν διευθυντή φωτογραφίας τοῦ φίλμ Δημήτρη Σταύρου ἀπό τά ὀρεινά τοῦ «Ἑλληνικοῦ Κόσμου».

Μέτρα Μητσοτάκη γιά δανειολῆπτες σέ ἑλβετικό φράγκο, ἀγρότες καί στεγαστικό

Εφημερίς Εστία
Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στήν ὁμιλία του στήν Βουλή, πρό τῆς ἐγκρίσεως τοῦ προϋπολογισμοῦ τοῦ 2026 μέ ὀνομαστική ψηφοφορία (ἐνεκρίθη μέ 159 ψήφους «ναί», ἔναντι 136 «ὄχι» σέ σύνολο 295 ψηφισάντων), ἀνεφέρθη σέ μιά σειρά μέτρων, μεταξύ τῶν ὁποίων μέτρα γιά τούς δανειολῆπτες σέ ἑλβετικό φράγκο, τόν ΟΠΕΚΕΠΕ, τούς ἀγρότες καί τό στεγαστικό τῶν δημοσίων ὑπαλλήλων.

Μνήμη Μπόστ, μνήμη ἑνός ἄλλου πολιτισμοῦ

Δημήτρης Καπράνος
Πέρασαν τριάντα χρόνια ἀπό τό 1995, ὁπότε μᾶς ἄφησε γιά πάντα ὁ Μέντης Μποσταντζόγλου (Μπόστ), ὁ ἄνθρωπος πού ἐπέβαλε τό δικό του, μοναδικό, ὕφος στόν χῶρο τοῦ Πολιτισμοῦ.

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 1965

Πρό 60 ἐτῶν
Ο ΚΟΣΜΟΣ Η ΚΙΝΕΖΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ