ΕΤΟΣ ΑΡΧΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ 1876
Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

Σέ ποιά σημεῖα διαφωνῶ μέ τόν νόμο γιά τήν συνεπιμέλεια

«Περιέχει σοβαρές ἀστοχίες πού προσκρούουν στό συμφέρον τοῦ παιδιοῦ» – «Νομικῶς προβληματική ἡ διατύπωση γιά ἐξ ἴσου γονική μέριμνα» – «Μπορεῖ νά ὁδηγήσει σέ ἐναλλασσόμενη κατοικία» – «Ὁ νομοθέτης νά μήν ὑποκαθιστᾶ τήν δικαστική ἐξουσία»

ΟΙ ΑΡΧΕΣ τῆς δεκαετίας τοῦ ’80 ἀποτέλεσαν μία περίοδο σταθμό γιά τήν ἑλληνική κοινωνία, ὅσον ἀφορᾶ τή ρύθμιση τῶν σχέσεων τῶν συζύγων ἀλλά καί τῶν σχέσεων τῶν γονέων μέ τά παιδιά. Μεταξύ πολλῶν καί ριζικῶν ἀλλαγῶν πού ἔφερε ὁ νόμος 1329/83, ἦταν καί ὅτι ἡ γονική μέριμνα θά ἀσκοῦνταν πλέον ἀπό κοινοῦ καί ἀπό τούς δύο γονεῖς, σέ ἀντίθεση μέ τό παρελθόν, κατά τό ὁποῖο ὁ πατέρας καί σύζυγος ἦταν ὁ ἀπολύτως κυρίαρχος στά ζητήματα αὐτά. Σήμερα, τό Σχέδιο Νόμου τοῦ ὑπουργείου Δικαιοσύνης πού κατατέθηκε στή Βουλή, φιλοδοξεῖ νά ἀπαντήσει στίς νέες κοινωνικές ἀνάγκες πού διαμορφώνονται γύρω ἀπό τό θέμα τῆς ἄσκησης τῆς γονικῆς μέριμνας μετά τό χωρισμό τῶν γονέων.

Καταφέρνει ὅμως καί σέ ποιό βαθμό νά ἀνταποκριθεῖ σέ αὐτές τίς νέες κοινωνικές ἀνάγκες ἡ σημερινή νομοθετική πρωτοβουλία;

Τό μόνο σίγουρο εἶναι ὅτι τά ἐρωτήματα πού γεννιοῦνται, οἱ ἀπορίες πού δημιουργοῦνται καί τά θέματα πού χρειάζονται διευκρίνηση εἶναι πολλά.

Μέσα στή πολυπλοκότητα καί τή δυναμική τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων, πού δοκιμάζονται καί ἀλλάζουν μέ τόν χρόνο, καί γίνονται εἴτε ἀπόμακρες εἴτε, πολλές φορές, ἔντονα συγκρουσιακές, ὁ νομοθέτης καλεῖται νά παραμείνει ἀπόλυτα ἐπικεντρωμένος στό συμφέρον τοῦ παιδιοῦ. Αὐτή εἶναι καί ἡ μεγαλύτερη πρόκληση σέ ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα, ὥστε νά διατηρηθεῖ καί νά ἐνισχυθεῖ ὁ παιδοκεντρικός χαρακτήρας τοῦ οἰκογενειακοῦ δικαίου. Στό προτεινόμενο ἀπό τό ὑπουργεῖο Δικαιοσύνης σχέδιο νόμου δίνεται ἔμφαση στή σημασία τῆς συνέχισης τῆς ἀπό κοινοῦ ἄσκησης τῆς γονικῆς μέριμνας –καί μετά τή λύση ἤ ἀκύρωση τοῦ γάμου ἤ διακοπή συμφώνου συμβίωσης– στήν ὁποία, ἐπί τῆς ἀρχῆς, βεβαίως καί δέν διαφωνεῖ κανείς. Δέν κατορθώνεται, ὡστόσο, νά παραμένει στό ἐπίκεντρο τῶν νέων αὐτῶν ρυθμίσεων τό ἴδιο τό συμφέρον τοῦ παιδιοῦ. Θά ἔλεγε μάλιστα κανείς ὅτι μᾶλλον διαφαίνεται μία προσήλωση στίς στοχεύσεις τῶν γονέων, μέ ἐμφατική ἀναφορά σέ αὐτούς, καί μάλιστα ἰδιαίτερα στόν γονέα πού δέν διαμένει μέ τό τέκνο. Εἶναι χαρακτηριστικό τό παράδειγμα ὅτι ἐνῶ ὁ Α.Κ. ἤδη προβλέπει ὅτι ὁ καθένας ἀπό τούς γονεῖς ἐπιχειρεῖ καί μόνος του συνήθεις πράξεις ἐπιμέλειας τοῦ παιδιοῦ ἤ πράξεις πού ἔχουν ἐπείγοντα χαρακτῆρα, τό προτεινόμενο νομοσχέδιο εἰσάγει, ὡς προϋπόθεση θά λέγαμε γιά τίς πράξεις αὐτές, τή φράση «κατόπιν προηγούμενης ἐνημέρωσης τοῦ ἄλλου γονέα». Εἶναι προφανές ὅτι, μέ τήν πρόβλεψη αὐτή, πρακτικά, ὁ γονέας μέ τόν ὁποῖο διαμένει τό τέκνο –πού εἶναι συνήθως ἡ μητέρα– θά ἐπιφορτίζεται μέ τήν παράλογη ὑποχρέωση νά βρίσκεται σέ διαρκῆ ἐπικοινωνία μέ τόν ἄλλο γονέα. Καί μάλιστα γιά ἐπουσιώδη ζητήματα τῆς τρέχουσας καθημερινότητας τοῦ παιδιοῦ. Κάτι πού ἐκτός ἀπό ἄσκοπο εἶναι καί ἀθέμιτο γιά τήν τήρηση τῆς ἰδιωτικότητας τοῦ γονέα πού διαμένει μέ τό παιδί.

Ἀλλά καί γενικότερα, στό κείμενο παρατηροῦνται σοβαρές ἀστοχίες, οἱ ὁποῖες προσκρούουν στόν πυρῆνα τῆς προστασίας τοῦ συμφέροντος τοῦ παιδιοῦ. Στήν πρόβλεψη, γιά παράδειγμα, ὅτι «οἱ γονεῖς ἐξακολουθοῦν νά ἀσκοῦν ἀπό κοινοῦ καί ἐξίσου τή γονική μέριμνα», ἐντοπίζονται σοβαρά νομικά ἀλλά καί οὐσιαστικά προβλήματα, καθώς εἶναι ἀδύνατον οἱ γονεῖς νά «…ἐξακολουθούν νά ἀσκοῦν ἐξίσου τή γονική μέριμνα», ἀφοῦ «ἐξίσου» δέν τήν ἀσκοῦν οὔτε κἄν ἐντός γάμου, σύμφωνα μέ τόν Ἀστικό Κώδικα… Αὐτή ἡ προσθήκη ὅμως τῆς ἀόριστης, θά λέγαμε, ἔννοιας «ἐξίσου», περισσότερο θολώνει τό τοπίο, παρά ξεκαθαρίζει ἤ λύνει θέματα. Διότι δέν διασαφηνίζεται, ὅπως θά ἔπρεπε, ἀπό τόν νομοθέτη τί ἀκριβῶς σημαίνει καί τί «περιλαμβάνει» ἡ ἔννοια «ἐξίσου». Ἐξίσου σέ χρόνο, σέ ποιότητα, σέ συνεισφορά; Διότι, ἐάν γιά παράδειγμα, ὁ ὅρος «ἐξίσου» συνδυαστεῖ μέ τήν, ἐπίσης, νέα διάταξη πού προβλέπει ὅτι «ὁ ἐλάχιστος χρόνος ἐπικοινωνίας τεκμαίρεται στό 1/3 τοῦ συνολικοῦ χρόνου», «μέ φυσική παρουσία», τότε ἡ «ἐξίσου» ἄσκηση γονικῆς μέριμνας μπορεῖ νά ἑρμηνευτεῖ καί ὡς ἰσόχρονη… Καί ἡ ἰσόχρονη ἄσκηση γονικῆς μέριμνας, προφανῶς καί παραπέμπει στήν υἱοθέτηση τῆς ἐναλλασσόμενης κατοικίας. Δημιουργοῦνται ἔτσι νέα ζητήματα πού τείνουν νά περιπλέξουν τίς καταστάσεις ἀνάμεσα σέ δύο γονεῖς, εἰς βάρος πάντα τοῦ παιδιοῦ. Ἀδόκιμη ἐννοιολογικά θά μποροῦσε νά χαρακτηριστεῖ, ἐπιπλέον, καί ἡ χρήση, στήν προκειμένη περίπτωση, τοῦ ὅρου «τεκμαίρεται». Ἕνας ὅρος πού, ἐπιπρόσθετα, προσδίδει στήν ἐπικοινωνία ἑνός γονέα μέ τό παιδί του χαρακτῆρα ὑποχρεωτικότητας, ἐνῶ στήν πραγματικότητα πρόκειται περί δικαιώματος. Καί ἐνῶ γίνεται χρήση τοῦ ὅρου αὐτοῦ στή διάταξη γιά τήν ἐπικοινωνία, ἀμέσως παρακάτω, ἡ ὑποχρεωτικότητα αὐτή ἀναιρεῖται ὁλοσχερῶς, ἐάν τελικά ὁ γονέας ζητήσει λιγότερη ἐπικοινωνία. Ἔτσι, ἀλλοιώνεται κατά βάση ἡ προσέγγιση τῆς προστασίας τῆς ἐπικοινωνίας τοῦ γονέα πού δέν διαμένει μέ τό παιδί, καθώς αὐτή ἐπιχειρεῖται μέσα ἀπό ἕνα προδιαγεγραμμένο πλαίσιο ἐπικοινωνίας καί ὄχι μέ βάση τό ἴδιο τό συμφέρον τοῦ παιδιοῦ. Τό ὁποῖο, βεβαίως, ὀφείλει νά προσεγγίζεται κατά περίπτωση καί συγκεκριμένα (in concreto) ἀπό τόν δικαστή. Ἀκριβῶς διότι διαφέρει ἀπό περίπτωση σέ περίπτωση, καί κάθε τέτοια περίπτωση θά πρέπει νά ἐξετάζεται ὡς μοναδική. Γι’ αὐτό καί ὁ ρόλος τῆς δικαστικῆς λειτουργίας στή διευθέτηση τῶν ζητημάτων αὐτῶν εἶναι καταλυτικός, καί σέ καμμία περίπτωση δέν μπορεῖ νά ὑποκατασταθεῖ ἀπό τόν νομοθέτη.

Μία νομοθετική πρωτοβουλία, ἄλλωστε, γιά τόν ἐκσυγχρονισμό τοῦ οἰκογενειακοῦ δικαίου θά μποροῦσε νά λειτουργήσει, ταυτόχρονα, καί ὡς μία μεγάλη πρόκληση γιά ριζικές ἀλλαγές καί πιό ἀποτελεσματικές λύσεις στήν δικαστική προσέγγιση τῶν ἰδιαίτερα εὐαίσθητων αὐτῶν θεμάτων. Ὅπως γίνεται σέ ἄλλες εὐρωπαϊκές χῶρες, μέ τόν θεσμό τοῦ οἰκογενειακοῦ δικαστηρίου, γιά τόν ὁποῖο, ὑπάρχει ἤδη, ἐδῶ καί χρόνια, ὁ σχεδιασμός πού θά μποροῦσε νά ἀξιοποιηθεῖ.

Σέ κάθε περίπτωση, σίγουρα ὀφείλουμε νά προχωρήσουμε μέ πυξίδα τίς ἀνάγκες τῆς σύγχρονης κοινωνίας, μέσα στήν ὁποία οἱ ρόλοι καί τῶν δύο γονέων ἔχουν γίνει ἀκόμη πιό οὐσιαστικοί, ἀκόμη πιό συμμετοχικοί, ἀκόμη πιό ἰσότιμοι. Καί ὁ νομοθέτης θά πρέπει νά κινεῖται στήν κατεύθυνση περαιτέρω ἐνδυνάμωσης, ἀλλά καί θωράκισης τῶν ρόλων αὐτῶν, ἀλλά πάντα πρός ὄφελος τοῦ παιδιοῦ, ὥστε νά μπορεῖ ὁ δικαστής, ἔχοντας μία ἰσχυρή, θετική καί μέ ἐπίκεντρο τό παιδί βάση δικαίου, νά κρίνει τό κατά περίπτωση καλύτερο. Στό ἑπόμενο διάστημα καί μέχρι καί τήν ψήφιση τοῦ Σχεδίου Νόμου, θά πρέπει ὅλα τά παραπάνω πού ἀναφέρονται νά συζητηθοῦν διεξοδικά. Νά ὑπάρξει ἀπό ὅλες τίς πλευρές κατάθεση ἀπόψεων, διάθεση γιά διάλογο χωρίς προκαταλήψεις καί εὐελιξία, κάτι πού θά δώσει τή δυνατότητα νά ὑπάρξουν οἱ ἀναγκαῖες ἀλλαγές, πάντα μέ γνώμονα τήν ἀνάγκη γιά τήν ἐνίσχυση τοῦ παιδοκεντρικοῦ χαρακτῆρα τοῦ οἰκογενειακοῦ δικαίου.

Κεντρικό θέμα