Ἡ Ἑλλάς ἀναγνωρίζει τό Κόσοβο ἡ Σερβία ἀναγνωρίζει τό ψευδοκράτος

Δένδιας: Ἄλλο Κύπρος καί ἄλλο Κόσοβο σύμφωνα μέ τό Διεθνές Δικαστήριο τῆς Χάγης καί τά ψηφίσματα τοῦ ΟΗΕ

ΚΑΘΩΣ ἡ Ἑλλάς μελετᾶ τό ἐνδεχόμενο ἀναγνωρίσεως τῆς ἀνεξαρτησίας τοῦ Κοσσυφοπεδίου, λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τίς συνολικές ἐξελίξεις στά Βαλκάνια, ἡ Σερβία ἑτοιμάζεται γιά «ἀντίποινα», δηλαδή γιά ἀναγνώριση τοῦ τουρκοκυπριακοῦ ψευδοκράτους. Αὐτή θά εἶναι μία κίνησις ἀπελπισίας ἤ καί ἀδικαιολογήτου ὀργῆς, καθώς τό Βελιγράδι ἔχει δεχθεῖ τήν συνολική σχεδόν ἀναγνώριση τοῦ Κοσσυφοπεδίου, περιορίζοντας τήν ἀντίδρασή του σέ κάποιες δηλώσεις διαμαρτυρίας. Καί τοῦτο ἀπέναντι σέ χῶρες γενικῶς ἐχθρικές ἀπέναντί του, σέ ἀντίθεση μέ τήν Ἑλλάδα, ἡ ὁποία ἀπό τήν ἀρχή τῆς γιουγκοσλαβικῆς κρίσεως, τό 1989, τηροῦσε στάση συμπαθείας πρός τούς Σέρβους ἐπί τῇ βάσει κυρίως τοῦ ὅτι εἶναι ἕνας λαός ὀρθόδοξος καί ὡς ἐκ τούτου «ὁμόδοξος».

Πέρα ὅμως ἀπό τήν ὅποια συναισθηματική προσέγγιση τοῦ ζητήματος, ἡ ἀδήριτος πραγματικότης εἶναι ὅτι ἡ περίπτωσις τοῦ Κοσσυφοπεδίου, δέν ἔχει καμμία σχέση μέ αὐτήν τοῦ τουρκοκυπριακοῦ ψευδοκράτους. Συνεπῶς εἶναι τελείως ἄτοπη ἡ σύνδεσις τῆς διπλωματικῆς ἀντιμετωπίσεως τοῦ ἑνός μέ αὐτήν τοῦ ἄλλου.

Τά πράγματα τά ἔβαλε στήν θέση τους ὁ ὑπουργός Ἐξωτερικῶν Νῖκος Δένδιας, ὁ ὁποῖος ἐκλήθη νά ἀπαντήσει στήν ἐρώτηση ἐάν ἡ ἀναβάθμισις τοῦ Γραφείου Συμφερόντων τοῦ Κοσσυφοπεδίου στήν Ἀθήνα ἀλλά καί οἱ ἐπισκέψεις τοῦ ἰδίου στήν Πριστίνα συνιστοῦν βήματα πρός τήν ἀναγνώριση. Τοῦ ἐτέθη ἀκόμη τό ζήτημα ἐάν οἱ κινήσεις αὐτές ἀντίκεινται πρός τό Διεθνές Δίκαιο.

Ἡ ἀπάντησις τοῦ κ. Δένδια εἶναι ξεκάθαρη: «Ἡ ἔνταξη τῶν δυτικῶν Βαλκανίων στήν εὐρωπαϊκή οἰκογένεια ἀποτελεῖ βασική προτεραιότητα, καθώς ἡ σταθερότητα τῆς περιοχῆς ἔχει ἄμεσο ἀντίκτυπο στήν ἀσφάλειά μας. Δέν ἐπιθυμοῦμε τή δημιουργία μιᾶς “μαύρης τρύπας” στόν Βορρᾶ μας. Ἄν καί ἡ θέση μας ὅσον ἀφορᾶ τό καθεστώς τοῦ Κοσσόβου δέν ἔχει ἀλλάξει, τηροῦμε μιά ἐποικοδομητική στάση καί στηρίζουμε τόν διάλογο Βελιγραδίου – Πρίστινας». Σημειώνουμε ἐδῶ ὅτι ὁ κ. Δένδιας ἐμμέσως προϊδεάζει γιά μία πιθανή ἀναγνώριση. Ἀναφέρει δηλαδή ὅτι ἡ θέσις τῆς Ἑλλάδος γιά τό ζήτημα «δέν ἔχει ἀλλάξει» χωρίς νά διαβεβαιώνει καί ὅτι δέν πρόκειται νά ἀλλάξει εἰς τό μέλλον.

Ἰδιαίτερα ὅμως ὁ ὑπουργός Ἐξωτερικῶν ἐπισημαίνει τίς διαφορές τῆς περιπτώσεως τοῦ Κοσσυφοπεδίου ἀπό αὐτές τοῦ ψευδοκράτους: «Ὡς πρός τή νομιμότητα μιᾶς ἐνδεχόμενης ἀναγνώρισης, τό Διεθνές Δικαστήριο τῆς Χάγης γνωμοδότησε, τό 2010, ὅτι ἡ ἀνακήρυξη τῆς ἀνεξαρτησίας τοῦ Κοσόβου δέν παραβίασε τό Διεθνές Δίκαιο, καθώς δέν ἦταν προϊόν παράνομης χρήσης βίας πού καταδικάστηκε ἀπό τό Συμβούλιο Ἀσφαλείας, ὅπως ἀκριβῶς ἦταν ἡ ἀνακήρυξη τοῦ ψευδοκράτους τό 1983. Μέ τή διάλυση τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης καί τῆς Γιουγκοσλαβίας δημιουργήθηκαν ἀρκετά νέα κράτη. Κανένα ἀπό αὐτά, ὅμως, δέν ἦταν τό ἀποτέλεσμα ἐξωτερικῆς εἰσβολῆς».
Πράγματι, ἀπό τήν μελέτη τῆς ἀποφάσεως 141 τῆς 22ας Ἰουλίου 2010 τοῦ Διεθνοῦς Δικαστηρίου τῆς Χάγης γιά τήν συμβατότητα τῆς ἀνακηρύξεως τῆς ἀνεξαρτησίας τοῦ Κοσσυφοπεδίου, προκύπτει ὅτι αὐτή ἀντιμετωπίζεται ἐξ ἀρχῆς ὡς κάτι πολύ διαφορετικό ἀπό τήν Κύπρο. Στή σελίδα 40 (παράγραφος 114) τῆς ἀποφάσεως γίνεται παραπομπή στό ψήφισμα 1251 τοῦ Συμβουλίου Ἀσφαλείας τοῦ ΟΗΕ (29 Ἰουνίου 1999), ὅπου ἐπισημαίνεται ὅτι τό Σ.Α. «ἐπαναβεβαιώνει τήν θέση του ὅτι μιά διευθέτησις στό Κυπριακό πρέπει νά βασίζεται σέ ἕνα κράτος στήν Κύπρο, μέ μία κυριαρχία καί μία διεθνῆ προσωπικότητα καί μία ἰθαγένεια, μέ διασφαλισμένη τήν ἀνεξαρτησία καί ἐδαφική ἀκεραιότητά του». Καί στήν ἀμέσως ἑπομένη παράγραφο ἐπισημαίνεται ὅτι ἡ περίπτωσις τοῦ Κοσσυφοπεδίου εὑρίσκεται «σέ ἀντίθεση» καθώς ὁ ΟΗΕ δέν ἔχει ἀποφανθεῖ ἐπί τῆς καταστάσεως πού θά πρέπει νά χαρακτηρίζει τό Κόσοβο.

Ὅσο πεπλεγμένη καί ἄν εἶναι ἡ ὑπόθεσις τοῦ Κοσσυφοπεδίου, οἱ διεθνεῖς ἐξελίξεις τείνουν νά ξεπεράσουν τά στερεότυπα πού γιά πολλά χρόνια δυνάστευαν τήν πολιτική στά Βαλκάνια. Ἀναπροσανατολίζεται λοιπόν, ὑπό τό πρῖσμα τῆς καταστάσεως, καί ἡ πολιτική τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία μέχρι σήμερα καθορίζετο ἀπό μιά σχέση μέ τό Βελιγράδι βασισμένη στήν λαϊκή ἀντίληψη περί συμπαραστάσεως στούς ὁμοδόξους Σέρβους. Πρόκειται γιά μία σχέση ἐξ ἀρχῆς ἑτεροβαρῆ, ἀφοῦ ἡ Ἑλλάς ὑποστηρίζει σχεδόν ἀνεπιφυλάκτως τήν Σερβία τίς τελευταῖες δεκαετίες, χωρίς νά ὑπάρχει ἀνάλογη στάσις καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά. Δέν εἴδαμε οὐσιαστική ὑποστήριξη ἀπό τούς ὁμοδόξους οὔτε κἄν στό ζήτημα τῶν Σκοπίων. Ἡ Σερβία ἦταν ἀπό τίς πρῶτες χῶρες πού ἀνεγνώρισαν τό ψευδεπίγραφο μόρφωμα, ἐνῶ ἐμεῖς ἐξακολουθοῦμε μέχρι σήμερα νά θεωροῦμε τό Κοσσυφοπέδιο ἔδαφος αὐτόνομο μέν, ἀνῆκον στήν Σερβία δέ. Σημειώνεται ἐπιπροσθέτως ὅτι ἡ πολιτική τῶν Ἀθηνῶν ἀποβλέπει καί στήν ἀνακοπή τῆς ἐπεκτάσεως τῶν τουρκικῶν ἐπιρροῶν στά Βαλκάνια. Ὡς ἐκ τούτου ἡ ἐπιφυλακτική στάσις ἀπέναντι στό Κοσσυφοπέδιο δικαιολογεῖται ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ ἀλβανικός-μουσουλμανικός πληθυσμός πού ἀποτελεῖ τό 90% καί πλέον τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, τήν καθιστᾶ ὑπόστρωμα γιά περαιτέρω ἐπέκταση τῆς Τουρκίας.
Συστηματικῶς ὅμως καί τό Βελιγράδι ἀποδέχεται ὅλο καί περισσότερο τήν τουρκική διείσδυση μέ ἐμπορικές καί ἄλλες συμφωνίες πού συνάπτονται κατά τήν τελευταία περίοδο. Οὕτως ἤ ἄλλως, ἡ Σερβία οὐδέποτε εἶχε ἐφαρμόσει πολιτική περιορισμοῦ ἤ ἀποτροπῆς της.

Κεντρικό θέμα