«Τό Ἀρχιπέλαγος δέν εἶναι οὐδέτερη θάλασσα – ἡ ὑποθαλάσσια πολιτιστική κληρονομιά τοῦ Αἰγαίου εἶναι συντριπτικά ἑλληνική – Προσβάλλει τήν νομική μας κυριαρχία καί ταυτότητα τό κοινό πάρκο – Nά προστατεύσουμε τό Αἰγαῖο μέ σοβαρότητα – Ὁ διαμοιρασμός ἰσοδυναμεῖ μέ ὑποχώρηση στίς μονομερεῖς ἐνέργειες τῆς Τουρκίας στήν UNESCO»
H ΥΠΟΘΑΛΑΣΣΙΑ πολιτιστική κληρονομιά (ΥΠΚ) τῆς Ἑλλάδoς εἶναι ἕνας ἀθέατος ἀλλά θεμελιώδης κρίκος τῆς ταυτότητoς καί ἐμφατικότερα τῆς «θαλάσσιας ἰθαγένειας» τῶν παράκτιων καί νησιωτικῶν κοινοτήτων τῆς χώρας. Ἀπό τά ναυάγια τῆς κλασσικῆς καί ρωμαϊκῆς περιόδου ἕως τά βυζαντινά λιμάνια καί τά πλοῖα τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ Ἀγῶνα καί μέχρι τά ναυάγια τοῦ 1ου καί 2ου Παγκοσμίου πολέμου, ὁ βυθός τοῦ Αἰγαίου εἶναι ἕνα ἀπέραντο ἀνοικτό μουσεῖο, ἕνα ἀρχεῖο τοῦ ἑλληνικοῦ θαλάσσιου πολιτισμοῦ πού διασώζει ὄχι μόνον ἱστορικές μαρτυρίες ἀλλά καί πολύτιμα οἰκοσυστήματα.
- Tῆς Στέλλας Σοφίας Κυβέλου*
Σέ μιά ἐποχή ὅπου ἡ διεθνής κοινότητα προωθεῖ τόν στόχο 30×30 –δηλαδή τήν προστασία τοῦ 30% τῶν θαλασσίων περιοχῶν ἕως τό 2030– ἡ συζήτηση γιά τό πῶς συνδυάζονται ἡ διατήρηση τῆς βιοποικιλότητας καί ἡ προστασία καί ἀνάδειξη τῆς πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς ἀποκτᾶ νέα δυναμική. Τό ἰσλανδικό παράδειγμα εἶναι χαρακτηριστικό: στήν χώρα αὐτή, τά ναυάγια ἔχουν ἀναγνωριστεῖ ὄχι μόνο ὡς πολιτιστικά μνημεῖα ἀλλά καί ὡς πυρῆνες θαλάσσιας ζωῆς. Οἱ ἴδιοι οἱ ἁλιεῖς ἀποφεύγουν τά ναυάγια, προσφέροντας ἔτσι ἄτυπη ἀλλά οὐσιαστική προστασία.
Ἡ Ἑλλάς ἀπό τήν πλευρά της διαθέτει ἕνα ἀπό τά πλουσιώτερα ἀποθέματα ἐναλίων ἀρχαιοτήτων καί ὑποθαλάσσιας πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς στόν κόσμο –καί καταδήλως, τό μεγαλύτερο μέρος της ἐντοπίζεται στό Αἰγαῖο. Παρά ταῦτα, ἡ διαχείριση αὐτοῦ τοῦ πλούτου παραμένει ἀποσπασματική: ἡ Ἐφορεία Ἐναλίων Ἀρχαιοτήτων προστατεύει τούς τόπους κυρίως ἀπό τήν ἄποψη τῆς πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς, τό Ὑπουργεῖο Περιβάλλοντος καί ὁ Ὀργανισμός Φυσικοῦ Περιβάλλοντος & Κλιματικῆς Ἀλλαγῆς (Ο.ΦΥ.ΠΕ.Κ.Α) ἐπιβλέπει τίς θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές, καί ἡ ἁλιευτική πολιτική ἀκολουθεῖ τόν δικό της δρόμο, μέσῳ κυρίως τοῦ ἀντιστοίχου ὑπουργείου. Λείπει, ὡστόσο, ὁ συντονισμός –τό θεσμοθετημένο κοινό πλαίσιο πού θά συνδέσει τόν πολιτισμό, τήν οἰκολογία καί τήν προστασία τῆς θαλασσίας βιοποικιλότητος στό πλαίσιο τῆς βιώσιμης ἀνάπτυξης.
Ἡ ἀναγνώριση τῶν τόπων ΥΠΚ ὡς «Ἄλλων Ἀποτελεσματικῶν Χωρικῶν Μέτρων Διατήρησης (OECMs)», οἱ ὁποῖοι συμπληρώνουν τίς ἐπίσημες προστατευόμενες περιοχές, ὅπως προτείνεται διεθνῶς, θά μποροῦσε νά προσφέρει στήν Ἑλλάδα διπλό ὄφελος: ἐνίσχυση τῆς προστασίας τῶν ἐναλίων ἀρχαιοτήτων καί ταυτόχρονη συμβολή στούς περιβαλλοντικούς στόχους καί τούς στόχους διατήρησης τῆς βιοποικιλότητας. Μέ αὐτόν τόν τρόπο, ἡ χώρα θά μποροῦσε νά ἐπεκτείνει οὐσιαστικά τό δίκτυο θαλασσίων προστατευόμενων περιοχῶν της χωρίς νέες γραφειοκρατικές δομές, ἀξιοποιῶντας τίς ἤδη ὑπάρχουσες μορφές προστασίας.
Ἡ πρόταση γιά «κοινό θαλάσσιο πάρκο» στό Αἰγαῖο: Λάθος ἀφετηρία;
Προσφάτως, ἡ πρόταση τῆς πρώην Ἐπιτρόπου καί βασικῆς εἰσηγήτριας τῆς Ὁδηγίας 2014/89 γιά τόν Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό, Μαρίας Δαμανάκη, γιά τήν δημιουργία ἑνός «κοινοῦ ἑλληνοτουρκικοῦ θαλάσσιου πάρκου στό Αἰγαῖο» παρουσιάστηκε ὡς μιά συμβολική κίνηση εἰρήνης καί περιβαλλοντικῆς συνεργασίας. Ὡστόσο, πέραν τῆς θετικῆς διάθεσης πού δέν μποροῦμε ἴσως νά ἀμφισβητήσουμε, ἡ ἰδέα αὐτή προσκρούει σέ μιά θεμελιώδη πραγματικότητα: ἡ ὑποθαλάσσια πολιτιστική κληρονομιά τοῦ Αἰγαίου εἶναι συντριπτικά ἑλληνική.
Αὐτό ἐνισχύεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ Ἑλλάδα, σύμφωνα μέ τήν νομοθεσία της, ἀναγνωρίζει καί εὑρήματα ἡλικίας ἄνω τῶν 50 ἐτῶν ὡς προστατευόμενα ἐνάλια μνημεῖα. Εἰδικώτερα, στό Ἄρθρο 20 τοῦ Νόμου 3028/2002 γιά τήν Προστασία τῶν Ἀρχαιοτήτων καί τῆς Πολιτιστικῆς Κληρονομιᾶς ὁρίζεται ὅτι προστατευόμενα μνημεῖα μπορεῖ νά θεωρηθοῦν καί νεώτερα εὑρήματα, δηλαδή ἡλικίας ἀπό 50 ἕως 100 ἐτῶν, ἐάν χαρακτηριστοῦν σημαντικά ἀπό τό κράτος λόγῳ τῆς πολιτιστικῆς ἤ ἱστορικῆς ἀξίας τους.
Ἀπό τά ναυάγια τῶν κλασσικῶν χρόνων ἕως τίς ἑλληνιστικές καί ρωμαϊκές ἐμπορικές διαδρομές, τά περισσότερα τεκμήρια πού κείτονται στούς βυθούς ἀνήκουν στόν ἑλληνικό πολιτισμό. Αὐτός ὁ πλοῦτος οὐδόλως ἀφορᾶ ἕνα «κοινό πολιτιστικό ἀπόθεμα», ἀλλά μόνον ἕνα ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς ἐθνικῆς κληρονομιᾶς, ἀναγνωρισμένο ἄλλως τε ἀπό τή Σύμβαση τῆς UNESCO τοῦ 2001 γιά τήν Προστασία τῆς Ὑποθαλάσσιας Πολιτιστικῆς Κληρονομιᾶς, στήν ὁποία ἡ Ἑλλάδα εἶναι ἐνεργό μέλος –ὄχι ὅμως ἡ Τουρκία.
Μιά κοινή διαχείριση ἀπό τήν Ἑλλάδα καί τήν Τουρκία τοῦ συγκεκριμένου προτεινόμενου χώρου, λοιπόν, δέν θά ἦταν μόνο πολιτικά ἐξαιρετικά περίπλοκη. Θά ὑπονόμευε καί τή νομική κυριαρχία τῆς χώρας πάνω σέ ἕνα πολιτιστικό κεφάλαιο πού εἶναι κατ’ ἐξοχήν Ἑλληνικό. Ἡ ἰδέα τοῦ «θαλάσσιου πάρκου φιλίας» μπορεῖ νά ἀκούγεται ὄμορφα σέ διεθνῆ περιβάλλοντα ἤ ἀλλοῦ, παραβλέπει, ὅμως, τή θεμελιώδη ἀρχή, ὅτι δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει περιβαλλοντική συνεργασία χωρίς σαφῆ ἀναγνώριση πολιτισμικῆς καί κυριαρχικῆς ταυτότητος. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει περιβαλλοντική συνεργασία χωρίς σαφῆ ἀναγνώριση τοῦ δικαιώματος ἐπέκτασης τῶν ἑλληνικῶν χωρικῶν ὑδάτων ἀλλά καί ὁριοθέτησης –ἀφοῦ προηγουμένως ὑπάρξει μονομερής ἀνακήρυξης– Ἀποκλειστικῆς Οἰκονομικῆς Ζώνης τῆς Ἑλλάδος στήν περιοχή.
Πρός ἕνα ρεαλιστικό καί δημιουργικό ὅραμα
Ἐν κατακλεῖδι, ἡ Ἑλλάδα δέν χρήζει «συμβολικῶν πάρκων εἰρήνης», ὥστε νά ἀποδείξει ὅτι εἶναι σέ θέση νά ἡγηθεῖ θεμάτων θαλάσσιας διακυβέρνησης. Τό κάνει ἤδη ὅσον ἀφορᾶ σέ ἄλλες τομεακές προσεγγίσεις στόν θαλάσσιο χῶρο, ὅπως αὐτές πού σχετίζονται κυρίως μέ τήν μεταφορά καί ἀποθήκευση ἐνέργειας. Τό πρῶτο οἰκόπεδο ἔρευνας ὑδρογονανθράκων χωροθετεῖται στήν ΑΟΖ Ἑλλάδας – Ἰταλίας. Ἡ Ἑλλάδα, ἀντιθέτως, ἔχει ἀνάγκη ἀπό συντονισμό τῶν δικῶν της ἐθνικῶν τομεακῶν πολιτικῶν –πολιτιστικῆς, περιβαλλοντικῆς, ἁλιευτικῆς καί τουριστικῆς– ὥστε νά ἀναδείξει τή θαλάσσια κληρονομιά της ὡς παράγοντα βιώσιμης ἀνάπτυξης, ἤπιας γεωπολιτικῆς ἰσχύος καί διεθνοῦς κύρους.
Ἰδιαίτερα, ἡ ἐνίσχυση τῆς «ἤπιας γεωπολιτικῆς ἰσχύος» τοῦ Αἰγαίου Πελάγους, μέσῳ τῆς ὀργάνωσής του σέ παραγωγικές λειτουργικές συστάδες νήσων, μέ οἰκονομική συμπληρωματικότητα καί κοινωνικο-πολιτισμική συνέχεια, θά ἀποτελέσει ἀσπίδα, τόσο τῆς χώρας μας ὅσο καί ὁλόκληρης τῆς Εὐρώπης στά σύνορά της μέ τήν Ἀσία καί στήν Ἀνατολική Μεσόγειο εὐρύτερα.
Ἡ υἱοθέτηση μιᾶς ὁλοκληρωμένης στρατηγικῆς ΥΠΚ –θαλάσσιας βιοποικιλότητας, στά πρότυπα τῆς Ἰσλανδίας, θά μποροῦσε νά μετατρέψει τήν Ἑλλάδα σέ πρότυπο γιά ὁλόκληρη τή Μεσόγειο. Μέ πιλοτικά προγράμματα σέ τόπους ὅπως ἡ Περιστέρα Ἁλοννήσου ἤ τά ναυάγια τῆς Καλύμνου ἤ τῆς Λέρου, μέ τή συμμετοχή τῆς ἐπιστημονικῆς κοινότητος καί τῶν τοπικῶν κοινωνιῶν, ἡ χώρα μπορεῖ νά ἐπιτύχει κάτι οὐσιαστικότερο ἀπό τίς ἐντυπωσιακές ἀνακοινώσεις: μία πραγματική σύνθεση πολιτιστικῆς προστασίας καί ἀνάδειξης καί οἰκολογικῆς διατήρησης καί προστασίας.
Ἡ πρόκληση, τελικῶς, δέν εἶναι νά «μοιραστοῦμε» τό Αἰγαῖο, ὑποχωρῶντας στίς μονομερεῖς ἐνέργειες καί στά πρό μηνῶν ὑποβληθέντα ἀπό τήν Τουρκία θαλάσσια χωροταξικά σχέδια στήν UNESCO (MSP Global).
Ἡ πρόκληση εἶναι νά προστατεύσουμε τό Αἰγαῖο μέ σοβαρότητα. Ἡ ὑποθαλάσσια πολιτιστική κληρονομιά του δέν εἶναι διαπραγματεύσιμη, εἶναι ἀναπόσπαστο στοιχεῖο τῆς βαθιά ριζωμένης στίς τοπικές κοινότητες τῶν νησιῶν μας ἑλληνικῆς ἱστορικῆς καί θαλάσσιας ταυτότητός τους.
Ἀντί, λοιπόν, γιά οὐτοπικές «κοινές ζῶνες» προστασίας, ἡ Ἑλλάδα ἔχει ἐνώπιόν της μιά πολύ πιό πραγματιστική καί δημιουργική ἀποστολή, μέ μεγάλη προστιθέμενη ἀξία: νά μετατρέψει τόν βυθό της σέ ἐργαστήριο σύνδεσης καί ὀργανικῆς σύζευξης πολιτισμοῦ καί φύσης, μέ σεβασμό στήν ἱστορία, στό περιβάλλον καί στήν ἴδια της τήν κυριαρχία (στά χωρικά της ὕδατα) καί τά κυριαρχικά δικαιώματά της (στίς ΑΟΖ της ἤ τά ὅρια τῆς ὑφαλοκρηπίδας της.) Τά ἐκπονούμενα ἔργα πρός διευκόλυνση μιᾶς τέτοιας ἐπιχείρησης, χρηματοδοτούμενα εἴτε ἀπό Εὐρωπαϊκούς εἴτε ἀπό Ἐθνικούς πόρους, μποροῦν νά εἶναι πολύ βοηθητικά, πρός τήν κατεύθυνση αὐτή.
Τέλος, ὁ ρόλος τῶν τοπικῶν κοινωνιῶν καί κοινοτήτων εἶναι καθοριστικός γιά τή συντήρηση καί ἀξιοποίηση τῆς πολιτισμικῆς κληρονομιᾶς –καί φυσικά ὄχι μόνο τῆς ἐνάλιας. Τά ἀρχαιολογικά εὑρήματα συνιστοῦν μέρος τοῦ ἱστορικοῦ παρελθόντος αὐτῶν τῶν κοινωνιῶν, ἀποτελοῦν τίς ρίζες τους –εἶναι μέ ἄλλα λόγια «κιβωτοί πολιτισμοῦ», ὁ ὁποῖος διαμόρφωσε τήν ταυτότητά τους, τό βαθύτερο «εἶναι» τους. Ἄλλως τε, οἱ τοπικές κοινωνίες φέρουν ζῶσα καί τήν ἄυλη πολιτισμική κληρονομιά τοῦ παρελθόντος τους, ἡ ὁποία ἐκφράζεται στά ἔθιμά τους, στούς χορούς, στίς ἑορτές καί στίς τέχνες τους, ἰδιαίτερα σέ αὐτήν πού ἀποκαλοῦμε «λαϊκή» τέχνη. Ὅπως ἔλεγε ὁ Πικιώνης, «τό λαϊκόν διαφυλάττει ἐν πρωτογόνῳ ἀλλ’ ἁγνοτάτῃ μορφῇ πανάρχαιες οὐσίες», διαφυλάττει μέ ἄλλα λόγια τήν ταυτότητα τοῦ Τόπου καί ὑποδηλώνει τήν ἀδιάλειπτη συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
*Ἡ Στέλλα Κυβέλου εἶναι Καθηγήτρια στό Πάντειο Πανεπιστήμιο, Εὐρωπαϊκή Ἐμπειρογνώμων Θαλάσσιου Χωροταξικοῦ Σχεδιασμοῦ καί ἐπιστημονική ὑπεύθυνη τοῦ ἔργου ΕΛΙΔΕΚ «HER-SEA» γιά τήν καταγραφή τῆς ὑλικῆς καί ἄυλης παράκτιας καί ὑποθαλάσσιας πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς στήν Ἑλλάδα.

