«Η περιέργεια είναι το αντίδοτο στον φόβο και την επανάληψη. Είναι το κλειδί για την εξέλιξη»
Από την επιβλητική ομορφιά του αρχαίου θεάτρου της Σικυώνας μέχρι τις μεγάλες σκηνές του Λονδίνου, του Ελσίνκι και του Λας Βέγκας, ο διεθνούς φήμης Έλληνας δημιουργός Takis έχει διανύσει μια πορεία που μοιάζει ταυτόχρονα αρχαία και απολύτως σύγχρονη.
- Συνέντευξη στην Γιώτα Βαζούρα
Σκηνογράφος και ενδυματολόγος, με διεθνή αναγνώριση και πολυάριθμες διακρίσεις, έχει καταφέρει να συνδυάσει την φιλοσοφική σκέψη με την τεχνική ακρίβεια και την βαθιά ενσυναίσθηση του αφηγητή. Φέτος, ο Έλληνας σκηνογράφος και ενδυματολόγος, με έργο που εκτείνεται από την όπερα και το μπαλέτο μέχρι το μιούζικαλ, το τσίρκο και την μόδα, είναι υποψήφιος για το βραβείο «Designer της χρονιάς» στα Διεθνή Βραβεία Όπερας (η τελετή των οποίων θα γίνει για πρώτη φορά φέτος στην Εθνική Λυρική Σκηνή στις 13 Νοεμβρίου 2025), μια διάκριση που επισφραγίζει σχεδόν δύο δεκαετίες καινοτομίας και δημιουργικής συνέπειας στην διεθνή σκηνή.

Ο καλλιτεχνικός του κόσμος αρνείται να χωρέσει σε κατηγορίες. Τα σκηνικά και τα κοστούμια του αναπνέουν ρυθμό και κίνηση. Από την «Τραβιάτα» στην Εθνική Όπερα της Νορβηγίας μέχρι το «Moulin Rouge» στις σκανδιναβικές πρωτεύουσες και από το διάσημο Τσίρκο Γκίφορντ στην αγγλική ύπαιθρο έως το «Meta-Suit» –μια ευμετάβλητη στολή που δημιούργησε στο πλαίσιο του διδακτορικού του στο Aalto University της Φιλανδίας και επαναπροσδιορίζει την έννοια της αρρενωπότητας–, το έργο του φέρει την υπογραφή της ρευστότητας, της κομψότητας και της ακρίβειας.
Κάτω όμως από την λάμψη και την φαντασμαγορία, υπάρχει κάτι βαθιά ελληνικό. Μια συνείδηση μέτρου, ρυθμού και μύθου? μια αίσθηση ισορροπίας ανάμεσα στο χάος και την αρμονία, που μοιάζει έμφυτη. Σήμερα, με έδρα το Λονδίνο και έργα που ταξιδεύουν σε τέσσερις ηπείρους, ο takis συνεχίζει να επεκτείνει την γλώσσα της σκηνικής εικόνας – όχι μέσα από την υπερβολή, αλλά μέσα από την νοημοσύνη και την ευαισθησία. Η προσέγγισή του είναι ταυτόχρονα γλυπτική και ποιητική, γεφυρώνοντας το κλασσικό με το σύγχρονο, το ανθρώπινο με το ψηφιακό.

Με αφορμή την υποψηφιότητά του στα φετινά Διεθνή Βραβεία Όπερας στην κατηγορία τού «Designer της χρονιάς», ο διεθνούς φήμης δημιουργός takis μιλά για την σχέση του με την φύση και την ελληνικότητα, την μαθητεία του δίπλα σε εμβληματικούς καλλιτέχνες, την σημασία της συνεργασίας και την θέση του σχεδιαστή σε έναν κόσμο που αλλάζει. Ανάμεσα στο φως και στην σκιά, στην πειθαρχία και στο παιχνίδι, αποκαλύπτει πώς η σκηνογραφία μπορεί να γίνει τρόπος να αφουγκράζεσαι την εποχή – αλλά και να την μεταμορφώνεις.
Μεγαλώσατε στη Σικυώνα, μια πόλη με το δικό της αρχαίο ελληνικό θέατρο. Πώς επηρέασε αυτό το περιβάλλον τη σχέση σας με το θέατρο και την τέχνη τού storytelling;
Το αρχαίο θέατρο της Σικυώνας ήταν μέρος της εφηβείας μου και των πρώτων μου θεατρικών αναζητήσεων. Μεγάλωσα μέσα σε ένα τοπίο γεμάτο Ιστορία που την ένιωθα ζωντανή – με την ηχώ φωνών που έχουν «χαθεί» εδώ και καιρό, με την αίσθηση ότι η παράσταση δεν ήταν επινόηση, αλλά συνέχεια. Αυτά τα ερείπια μου έμαθαν ότι η αφήγηση ιστοριών είναι μια αρχαιολογική πράξη. Κάθε παράσταση ανακαλύπτει μνήμες και τους δίνει μια τελική μορφή.
Σε αυτό λοιπόν το φόντο, ανακάλυψα την έννοια της προοπτικής –πώς η εγγύτητα και η απόσταση διαμορφώνουν την αντίληψη– και πώς τα σώματα μέσα σε ένα χώρο δημιουργούν σύνθεση και ρυθμό. Το αρχαίο θέατρο της Σικυώνας έγινε ο πρώτος μου δάσκαλος σε κλίμακα και μορφή, δείχνοντάς μου πώς η σκηνογραφία μπορεί να γίνει κατανοητή μέσα από το πρίσμα της φύσης. Το να δουλεύεις σε ένα τέτοιο περιβάλλον σημαίνει πώς όλες οι αισθήσεις είναι ενεργές: νιώθεις τον ήχο του ανέμου, την υφή της πέτρας, τη μυρωδιά της γης.
Το ίδιο το θέατρο είναι συνυφασμένο με το τοπίο – τα δέντρα «σκαρφαλώνουν» στα σκαλοπάτια του, η θάλασσα λάμπει στο βάθος και τα στοιχεία της φύσης γίνονται μέρος του ηχοτοπίου του, αλληλεπιδρώντας φυσικά με την αφήγηση. Αυτός ο διάλογος μεταξύ αρχιτεκτονικής και φύσης διαμόρφωσε την αντίληψή μου για τον σχεδιασμό ως κάτι ζωντανό – ως έναν χώρο που αναπνέει και μεταμορφώνεται με το φως και τον ρυθμό.
Σε αυτόν τον χώρο, μαθαίνεις να ακούς όσο και να βλέπεις. Δουλεύεις με την Ιστορία, αλλά και με το παρόν – επιστρέφοντας στο παρελθόν για να προχωρήσεις μπροστά. Αυτό είναι κάτι που αργότερα ανέπτυξα κατά τη διάρκεια της διδακτορικής μου έρευνας στο Πανεπιστήμιο Άαλτο, αναπτύσσοντας τη φιλοσοφία μου για την αποδόμηση/αναδόμηση της οπτικής δραματουργίας: τον σχεδιασμό όχι μόνο με τη μορφή, αλλά και με τον χρόνο, την κίνηση και τη μνήμη.

Ως Έλληνας στο Λονδίνο, έχετε πει ότι ποτέ δεν αισθανθήκατε ξένος. Υπάρχει κάτι εγγενώς «ελληνικό» που πάντα κουβαλάτε μαζί σας – στην αισθητική ή στην κοσμοθεωρία σας;
Το Λονδίνο με υποδέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες, αλλά κουβαλάω μέσα μου έναν ελληνικό εσωτερικό άξονα – ένα ένστικτο για την αρμονία μεταξύ χάους και τάξης, για το φως που σμιλεύει τη μορφή και θέατρο που «μιλά» στον κόσμο. Η έννοια της αρετής –η επιδίωξη της αριστείας μέσω της ακεραιότητας– αποτελεί τη βάση της καλλιτεχνικής μου ηθικής.
Η σχέση μου με τη φύση, την Ιστορία και την ελληνική φιλοσοφία έχει διαμορφώσει βαθιά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνομαι και δημιουργώ. Μεγαλώνοντας τόσο κοντά στη φύση με βοήθησε να σέβομαι και να αγαπώ την οικολογία, την ύλη και τους κύκλους του φωτός και του χρόνου – αξίες που συνεχίζουν να επηρεάζουν τόσο τις τεχνικές μου στο design όσο και την προσέγγισή μου στη βιωσιμότητα. Η ελληνική λογοτεχνία και μυθολογία διαμόρφωσαν επίσης βαθιά τη φαντασία μου, υπενθυμίζοντάς μου ότι το θέατρο αποτελεί ένα ανθρώπινο τελετουργικό, αλλά και μεταφυσική αναζήτηση.
Σκέφτομαι διττά: το λογικό και το ποιητικό, το μνημειώδες και το ανθρώπινο. Αυτή η συνύπαρξη έχει τις ρίζες της στο ίδιο το ελληνικό τοπίο – όπου συναντώνται η θάλασσα και το βουνό, η διαύγεια και η σκιά. Από εκεί προέρχεται η πεποίθησή μου ότι ο σχεδιασμός πρέπει να αναπνέει μεταξύ λογικής και συναισθήματος. Είναι ένα είδος πνευματικής γεωμετρίας που με συνοδεύει σε κάθε όπερα, μπαλέτο και μιούζικαλ που δημιουργώ – σαν μια πυξίδα που αφουγκράζεται επίσης το πνεύμα της εποχής, αντανακλώντας τον τρόπο με τον οποίο η τέχνη και η κοινωνία εξελίσσονται μαζί.

Ο πρώτος σας μέντορας ήταν ο ζωγράφος και γλύπτης Κώστας Πανιάρας. Ποια μαθήματα από αυτόν σας έχουν μείνει περισσότερο στη δουλειά σας ως σχεδιαστή;
Ο Κώστας Πανιάρας με έμαθε να μην φοβάμαι τα υλικά και την έκφραση. Πίστευε ότι κάθε επιφάνεια «κουβαλά» συναισθήματα και μνήμες και με ενέπνευσε να αφήνω τα υλικά να παίρνουν τις δικές τους ανάσες – να αποκαλύπτω τη διαδικασία τους, να βλέπω την ατέλεια ως αυθεντικότητα. Αυτή η πεποίθηση υπάρχει σε όλες τις δουλειές μου: από τις ακατέργαστες υφές τού «Stovepipe» που παρουσιάστηκε στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας μέχρι τον γλυπτικό μινιμαλισμό της όπερας «Phaedra» στο Royal Opera House.
Καθοριστική υπήρξε και η παρουσία του Άγγελου Παπαδημητρίου στην πορεία μου. Όπως και ο Κώστας, έτσι και ο Άγγελος με αντιμετώπισε από την αρχή ως συνοδοιπόρο. Μου έδειξε ότι η τέχνη μπορεί να είναι ταυτόχρονα ιερή και ανατρεπτική, ποιητική και ειρωνική – ότι η αλήθεια της γεννιέται εκεί όπου συνυπάρχουν η ευαισθησία και η τόλμη. Από εκείνον έμαθα να κινούμαι ελεύθερα ανάμεσα στο κιτς και το εκλεπτυσμένο, να παραμένω τολμηρός, ειλικρινής και απροσδόκητος. Μου δίδαξε ότι η ελευθερία και η πειθαρχία δεν είναι αντίθετες δυνάμεις, αλλά συνομιλητές στη δημιουργία.
Και οι δύο αυτοί καλλιτέχνες γεννήθηκαν στη Σικυώνα και διαμόρφωσαν όχι μόνο τη δημιουργικότητά μου, αλλά και τα ηθικά θεμέλια της τέχνης μου. Μου ενστάλαξαν ένα βαθύ σεβασμό για την καλλιτεχνική ειλικρίνεια – το θάρρος να υποστηρίζω μια ιδέα, να υπερασπίζομαι την ομορφιά όταν είναι εύθραυστη και να αποδέχομαι την αντίφαση ως μέρος της δημιουργικής διαδικασίας.

Έχετε σπουδάσει στο Βουκουρέστι, το Βερολίνο, το Λονδίνο και τη Φινλανδία. Πώς σας βοήθησε αυτό το ευρωπαϊκό ταξίδι να διαμορφώσετε τη μοναδική καλλιτεχνική σας φωνή;
Κάθε πόλη άφησε αδιαμφισβήτητα το στίγμα της. Στο Βουκουρέστι απέκτησα πειθαρχία και δομή μέσω των κλασσικών σπουδών· στο Βερολίνο, μυήθηκα στον πειραματισμό και τη ριζοσπαστική σκέψη· το Λονδίνο μού πρόσφερε συνεργασία, κλίμακα και παραγωγική ακρίβεια· ενώ το Ελσίνκι μού έδωσε χώρο για στοχασμό και έρευνα.
Αυτό το ταξίδι δεν ήταν μόνο γεωγραφικό, αλλά και αισθητικό: από τις μεσογειακές παραδόσεις της Ελλάδας έως την ανατολικοευρωπαϊκή οπτική γλώσσα της Ρουμανίας, την πρωτοπορία του Βερολίνου, την τεχνική δεξιοτεχνία του Λονδίνου και τον φιλοσοφικό μινιμαλισμό της Σκανδιναβίας. Όλες αυτές οι εμπειρίες μού έδειξαν ότι ο σχεδιασμός είναι διάλογος μεταξύ πολιτισμών και ότι η ταυτότητα δεν είναι ποτέ σταθερή, αλλά μια συνεχής ροή επιρροών και αισθητικής.

Υπήρξε κάποιο σημείο καμπής που συνειδητοποιήσατε ότι το έργο σας αναγνωριζόταν διεθνώς;
Δεν υπήρξε μια συγκεκριμένη στιγμή – η αναγνώριση ήρθε ως μια αλυσίδα κύκλων, ο καθένας από τους οποίους διευρυνόταν για να αποκαλύψει έναν νέο ορίζοντα. Ξεκίνησε στη Σικυώνα, μέσα στα ερείπια του αρχαίου θεάτρου, όπου για πρώτη φορά αισθάνθηκα πως η αφήγηση ιστοριών είναι ταυτόχρονα τελετουργία και ανανέωση. Αυτή η αίσθηση της συνέχειας –του παρελθόντος που διαμορφώνει το παρόν– έχει καθοδηγήσει κάθε βήμα της καριέρας μου.
Η ακαδημαϊκή μου πορεία με οδήγησε σε όλη την Ευρώπη: από τη δομή και την ακρίβεια του Βουκουρεστίου στον πειραματισμό του Βερολίνου, στη συνεργασία και το εύρος του Λονδίνου και στη στοχαστικότητα της Φινλανδίας. Κάθε στάση επέκτεινε το λεξιλόγιό μου – πολιτιστικά, αισθητικά και συναισθηματικά.
Στο Λονδίνο, η επαγγελματική μου ζωή ξεκίνησε με νέα έργα και παραγωγές για συγκεκριμένους χώρους, όπως το «Stovepipe» και το «Ditch» στα Old Vic Tunnels, και ακόμη και ένα προσωρινό θέατρο που χτίστηκε μέσα στο Marble Arch. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, σχεδίασα ένα ανακυκλωμένο θέατρο για την Opera Holland Park, καταφέρνοντας να ξεπεράσω τους περιορισμούς, μετατρέποντάς τους σε μια δημιουργική διαδικασία, πάντα με τις αρχές της βιωσιμότητας. Αυτά τα πρώτα έργα με έκαναν να λειτουργώ προσαρμοστικά – αξιοποιώντας τον χώρο αντί να τον διακοσμώ απλώς.
Από εκεί, το ταξίδι μου συνέχισε να προχωρά. Η «Μικρή Γοργόνα» για το Φινλανδικό Εθνικό Μπαλέτο ήταν ένα πραγματικό σημείο καμπής – το πρώτο μπαλέτο με προβολή 3D στον κόσμο και η πρώτη μου σημαντική συνεργασία εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου. Ακολούθησε η «Φαίδρα» στο Royal Opera House, που άνοιξε τις πόρτες για νέους διαλόγους στην ευρωπαϊκή όπερα. Σύντομα μετά ήρθε η «Μποέμ» για την Όπερα της Μινεσότα στις ΗΠΑ, το μιούζικαλ «LKY» στη Σιγκαπούρη, το «Atomic Saloon Show» και το «The Hook» για το Spiegelworld στο Λας Βέγκας και την Ατλάντικ Σίτι και πιο πρόσφατα το έργο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» για την Κρατική Όπερα της Νότιας Αυστραλίας.
Κάθε παραγωγή έγινε ένα νέο έδαφος έκφρασης – μια ευκαιρία να εφαρμόσω τη μεθοδολογία αποδόμησης/αναδόμησης σε νέα υλικά, πολιτισμούς και τεχνολογίες. Μαζί διαμόρφωσαν μια ταυτότητα που δεν καθορίζεται από τη γεωγραφία ή το είδος, αλλά από την περιέργεια και τη μεταμόρφωση.
Αυτό που μου έδωσαν αυτοί οι κύκλοι συνεργασιών –πέρα από την αναγνώριση– είναι η ελευθερία: η ελευθερία να κινούμαι μεταξύ σκηνικών και κοστουμιών, όπερας και θεάτρου, μπαλέτου και τσίρκου, να συνδυάζω την τεχνολογία με την τέχνη και να σχεδιάζω για έναν κόσμο που να γίνεται όλο και πιο διεπιστημονικός. Επιβεβαίωσαν την πεποίθησή μου ότι ένας σχεδιαστής πρέπει να ακούει το Ζeitgeist –αυτή την μεταβαλλόμενη ισορροπία της Ιστορίας, της καινοτομίας και του συναισθήματος– και να αφηγείται ιστορίες που έχουν παγκόσμια απήχηση, αντλώντας δύναμη από τις ρίζες του.

Η δουλειά σας εκτείνεται σε όπερα, μπαλέτο, μιούζικαλ, θέατρο και τσίρκο. Προσεγγίζετε κάθε κλάδο διαφορετικά ή υπάρχει μια ενιαία φιλοσοφία πίσω από όλα όσα σχεδιάζετε;
Κάθε κλάδος έχει τον δικό του ρυθμό, αλλά η φιλοσοφία μου παραμένει η ίδια: η αφήγηση μέσω της μεταμόρφωσης. Είτε πρόκειται για όπερα, θέατρο, μιούζικαλ ή τσίρκο, σχεδιάζω για την κίνηση – για έναν χώρο που ακούει και ανταποκρίνεται στο σώμα, στον λόγο και στον ρυθμό των συναισθημάτων.
Για μένα, η σκηνογραφία δεν είναι ένα φόντο, αλλά ένας ζωντανός οργανισμός στην παράσταση – ένας οργανισμός που αναπνέει, αντιδρά και μεταμορφώνεται. Βλέπω κάθε χώρο ως μια μορφή οπτικής δραματουργίας, όπου το φως, η υφή και η κίνηση αφηγούνται την ιστορία όσο και οι ίδιοι οι ερμηνευτές. Όλα τα είδη ανταποκρίνονται στη μουσική –είτε πρόκειται για μουσική παρτιτούρα είτε για προφορικό λόγο– και η ενέργεια αυτού του ρυθμού καθορίζει την αρχιτεκτονική κάθε σχεδίου.
Πολύ συχνά αξιοποιώ αναφορές ή στοιχεία από διάφορες χρονικές περιόδους ή στιλ, τα αποδομώ και εν συνεχεία τα ανασυνθέτω σε κάτι άλλο που μοιάζει ταυτόχρονα οικείο και καινούργιο – δημιουργώ μια οπτική γλώσσα που είναι «ζωντανή» την παρούσα στιγμή. Αυτή η διαδικασία αποδόμησης και αναδόμησης διατηρεί το έργο μου ευέλικτο και ζωντανό. Τελικά, ο στόχος μου είναι να δημιουργήσω μια σκηνογραφία που δεν απεικονίζει, αλλά μεταφράζει και ερμηνεύει – δημιουργώντας έτσι χώρους που «αναπνέουν» μαζί με τους ερμηνευτές, προκαλούν συναισθήματα και προσκαλούν το κοινό να ονειρευτεί. Είτε πρόκειται για το τελετουργικό της όπερας, τη σωματική ποίηση του μπαλέτου, την αμεσότητα του θεάτρου ή το ριψοκίνδυνο τσίρκο, η φιλοσοφία μου είναι πάντα η ίδια: μεταμόρφωση μέσω της ενσυναίσθησης, του ρυθμού και της φαντασίας.

Βλέπετε το τσίρκο ως μεταφορά/αλληγορία για την καριέρα σας – ισορροπώντας μεταξύ όπερας, μπαλέτου, μιούζικαλ και θεάτρου, όπως συμβαίνει άλλωστε σε αυτό με την παρουσίαση διαφορετικών παραστάσεων κάτω από μία τέντα;
Απολύτως. Το τσίρκο είναι μια ακριβής μεταφορά για το ταξίδι μου – είναι μια τέχνη ισορροπίας, εμπιστοσύνης, συγκέντρωσης, αυστηρότητας και θαυμασμού. Και ίσως και λίγη τυφλή πίστη στις ικανότητες και τον σκοπό μου. Το σουρεαλιστικό είναι ότι πέρασα πολλά χρόνια της παιδικής μου ηλικίας παίζοντας με ένα τσίρκο Playmobil που μου αγόρασαν οι νονοί μου. Αφιέρωνα πολλές ώρες εφευρίσκοντας παραστάσεις, σχεδιάζοντας κοστούμια για τους καλλιτέχνες και τα ζώα, δημιουργώντας ολόκληρους κόσμους κάτω από εκείνη τη μικρή τέντα. Όταν αργότερα το Giffords Circus (σ.σ. ένα από τα σημαντικότερα βρετανικά τσίρκα) με προσκάλεσε να συνεργαστούμε, ένιωσα σαν να ξαναζούσα εκείνη την παιδική ανάμνηση – μια στιγμή επιστροφής, όπου το παιδικό παιχνίδι μεταμορφωνόταν σε μία ώριμη καλλιτεχνική πράξη.
Τα χρόνια μου με το Giffords Circus μού δίδαξαν την οικειότητα και τη σημασία της χειροποίητης λεπτομέρειας, ενώ η συνεργασία μου επί σειρά ετών στις μακροχρόνιες παραγωγές του Spiegelworld στο Λας Βέγκας και την Ατλάντικ Σίτι βελτίωσαν την αίσθηση του ρυθμού, της ακρίβειας και της κλίμακας. Το τσίρκο μού θυμίζει ότι η ακροβασία και η πειθαρχία μπορούν να συνυπάρξουν όμορφα. Είναι ένα θέατρο κινδύνου που απαιτεί τόσο καρδιά όσο και γεωμετρία. Ο σχεδιασμός κοστουμιών για το τσίρκο έχει επίσης τη δική του ιδιαιτερότητα – τα υφάσματα πρέπει να είναι ελαστικά, να αναπνέουν και να αντέχουν, διατηρώντας παράλληλα την ομορφιά και τον χαρακτήρα τους.
Κάτω από μια τέντα, βρίσκω όλα τα μονοπάτια που αγαπώ –το πάθος της όπερας, την αλήθεια του θεάτρου, τις γραμμές του μπαλέτου και την ένταση του τσίρκου–, μια τέλεια αντανάκλαση της διεπιστημονικής μου ταυτότητας ως σκηνογράφου και σχεδιαστή κοστουμιών.

Φέτος έχετε προταθεί για το βραβείο «Σχεδιαστή της Χρονιάς» στα Διεθνή Βραβεία Όπερας. Τι σημαίνει για εσάς αυτή η αναγνώριση σε αυτό το στάδιο της καριέρας σας;
Είναι μεγάλη τιμή. Τα Διεθνή Βραβεία Όπερας, φέτος, και τα Βραβεία Olivier, λίγα χρόνια νωρίτερα, αναγνωρίζουν την τέχνη πίσω από τη φαντασία – τα εργαστήρια, τους δημιουργούς και τις «ομάδες» των παρασκηνίων που δίνουν ζωή στο όραμα. Αυτές οι υποψηφιότητες μπορεί να τιμούν την πορεία μου και να αποτελούν προσωπικά ορόσημα, αλλά πάνω απ’ όλα αντανακλούν τον βαθύ σεβασμό μου για τους τεχνίτες και τους συνεργάτες με τους οποίους δουλεύω.
Το να αναγνωρίζομαι μαζί με συναδέλφους των οποίων το θάρρος και τη δημιουργικότητα θαυμάζω βαθιά με κάνει να νιώθω μεγάλη ταπεινότητα. Αυτά τα βραβεία τιμούν την τολμηρή αφήγηση και την πεποίθηση ότι ο σχεδιασμός μπορεί να μεταμορφώσει τον τρόπο με τον οποίο η όπερα αισθάνεται και αναπνέει. Μου υπενθυμίζουν να συνεχίσω να αναλαμβάνω ρίσκα –να παραμένω φιλόδοξος στο όραμά μου και πιστός στις πεποιθήσεις μου, αλλά προσεκτικός στον αντίκτυπο– και να συνεχίσω να διαμορφώνω μια πιο βιώσιμη, ποιητική και ανθρώπινη γλώσσα για τη σκηνή.
Από όλες τις παραγωγές που έχετε σχεδιάσει, υπάρχει κάποια που έχετε ξεχωρίσει;
Πάντα σχεδιάζω μια παραγωγή σαν να ήταν η καλύτερη ή η τελευταία μου. Μερικές που μου έρχονται στο μυαλό αυτή τη στιγμή είναι: Η «Μικρή Γοργόνα» για το Εθνικό Μπαλέτο της Φινλανδίας. Ήταν η πρώτη μου διεθνής ανάθεση εκτός Λονδίνου και μια πρόκληση να συνδυάσω τρισδιάστατες προβολές, σκηνικά φώτα και κινητική αρχιτεκτονική. Ήταν ένα από τα πρώτα κλασσικά μπαλέτα με τρισδιάστατες προβολές: οι χορευτές φαίνονταν να αιωρούνται σε υποβρύχιους κόσμους, αλληλεπιδρώντας με ψηφιακά θαλάσσια πλάσματα, υποστηριζόμενοι από έντεκα πλήρη σκηνικά, κινούμενα δάπεδα και μηχανοποιημένες επιφάνειες – ένα έργο στο οποίο συνυπήρχαν η τέχνη και η τεχνολογία.
Ένα άλλο πολύ σημαντικό έργο ήταν το μιούζικαλ «LKY» στη Σιγκαπούρη, όπου μου ανατέθηκε να δραματοποιήσω οπτικά τη ζωή του ιδρυτή της Σιγκαπούρης, Lee Kuan Yew, το 2015 – τη χρονιά που πέθανε. Μου δόθηκε πλήρης πρόσβαση στα αρχεία για να αποκωδικοποιήσω και να δημιουργήσω έναν σκηνικό κόσμο που να έχει ιστορική, συναισθηματική και εθνική απήχηση. Ήταν τεράστια ευθύνη να μεταφέρω οπτικά την ιστορία μιας χώρας που δεν είχα επισκεφθεί ποτέ πριν. Το σκηνικό ήταν μινιμαλιστικό, αλλά ταυτόχρονα δυναμικό: συρόμενα ξύλινα πάνελ μεταμορφώνονταν σε εικόνες, οι προβολές έβαζαν σε στρώσεις τις αναμνήσεις με τις ειδήσεις σε κίνηση και η δύναμη του σχεδιασμού βρισκόταν σε αυτόν τον συγκρατημένο χαρακτήρα του.
Θυμάμαι επίσης με ενθουσιασμό την μεγάλη πρόκληση του μιούζικαλ «In the Heights» και την πρώτη παραγωγή του «Moulin Rouge» σε όλη τη Σκανδιναβία, όπου πέντε χώρες συνεργάστηκαν για να δημιουργήσουν μια εκδοχή με βαθύτερες ιστορικές και ευρωπαϊκές ρίζες. Επίσης, μεγάλο συναισθηματικό βάρος υπήρχε στον σχεδιασμό για το Shakespeare’s Globe υπό την ηγεσία τής Michelle Terry – μιας σπουδαίας ηθοποιού και καλλιτεχνικής διευθύντριας με την οποία σπούδασα στη RADA (Royal Academy of Dramatic Art). Ήταν βαθιά συγκινητικό να βλέπω τη Michelle να παίζει στη σκηνή φορώντας το κοστούμι που είχα σχεδιάσει για εκείνην.
Έχετε συνεργαστεί στενά με σκηνοθέτες όπως η Ροδούλα Γαϊτάνου και ο Jussi Nikkila. Πόσο σημαντική είναι η εμπιστοσύνη και η χημεία μεταξύ σκηνοθέτη και σχεδιαστή για τη δημιουργία μιας δυναμικής παραγωγής;
Είναι θεμελιώδης. Ο διάλογος μεταξύ σκηνοθέτη και σχεδιαστή είναι ουσιώδης – ένα δημιουργικό ντουέτο που απαιτεί ρυθμό, εμπιστοσύνη και δημιουργική ένταση. Με τη Ροδούλα Γαϊτάνου μοιραζόμαστε τον μεσογειακό λυρισμό και την συναισθηματική ακρίβεια. Το έργο της συνδυάζει το πάθος με την πειθαρχία – προσεγγίζει την όπερα με δραματική σαφήνεια και με την αίσθηση της σύνθεσης ενός ζωγράφου. Αυτό που θαυμάζω περισσότερο είναι η ικανότητά της να ισορροπεί την ένταση και την κομψότητα. Δημιουργεί θέατρο που είναι συναισθηματικό, αλλά και αυστηρά δομημένο, και πάντα ριζωμένο στην αλήθεια. Με τον Jussi Nikkilδ συνδεόμαστε σε μια άλλη συχνότητα – μια σκανδιναβική εσωστρέφεια και τόλμη. Η σκηνοθεσία του έχει συχνά κινηματογραφικό ρυθμό – είναι εξαιρετικά οπτική, αποσταγμένη και ανθρώπινη. Η αληθινή συνεργασία δεν έχει να κάνει με τη συμφωνία – έχει να κάνει με την προσεκτική ακρόαση. Όταν υπάρχει εμπιστοσύνη, η σκηνογραφία παύει να είναι φόντο και γίνεται μέρος της μουσικής τής παράστασης. Οι καλύτερες ιδέες συχνά αναδύονται στους χώρους μεταξύ της συζήτησης και της σιωπής.

Κοιτάζοντας πίσω στην καριέρα σας μέχρι τώρα, για ποιες στιγμές είστε πιο περήφανος και ποια μαθήματα θα μοιραζόσασταν με τους νέους σχεδιαστές που ξεκινούν σήμερα;
Όταν κοιτάζω πίσω, δεν είμαι περήφανος μόνο για τις παραγωγές, αλλά και για τις συνδέσεις – τα νήματα που ενώνουν ανθρώπους, τόπους και ιδέες. Είμαι περήφανος για τις συνεργασίες που μετατράπηκαν σε φιλίες, για τους νέους σχεδιαστές που έχω καθοδηγήσει και που τώρα έχουν βρει τη δική τους φωνή, και για τα εργαστήρια και τους τεχνίτες των οποίων τα χέρια και η φαντασία έχουν διαμορφώσει τους κόσμους που έχουμε χτίσει μαζί. Εξίσου σημαντικές είναι οι στιγμές όπου η σκηνογραφία ξεπερνά τη λειτουργία της και γίνεται πράξη ευθύνης – όταν ένα σκηνικό επαναχρησιμοποιείται, μεταμορφώνεται ή γεννιέται ξανά μέσα από βιώσιμα υλικά.
Είμαι περήφανος για αυτές τις μικρές «επαναστάσεις»: για τη δημιουργία σκηνογραφιών που επαναπροσδιορίζουν τη σχέση μας με τα υλικά και τον χρόνο και για την ίδια φιλοσοφία που περνά και στα κοστούμια – εκεί όπου η ύλη, όπως και ο άνθρωπος, εξελίσσεται μέσα στη διαδικασία.
Στους νέους σχεδιαστές θα έλεγα: μην κυνηγάτε την ταχύτητα, κυνηγάτε τη διάρκεια. Μάθετε να ακούτε – το κείμενο, τους συνεργάτες σας, τα υλικά που έχετε στα χέρια σας. Η τέχνη είναι ταυτόχρονα σωματική, συναισθηματική και διανοητική. Όσο καλύτερα κατανοείτε το οικοσύστημά της, τόσο πιο ουσιαστικό γίνεται το έργο σας. Και πάνω απ’’ όλα, παραμείνετε περίεργοι. Η περιέργεια είναι το αντίδοτο στον φόβο και την επανάληψη. Είναι το κλειδί για την εξέλιξη. Διατηρήστε τις αξίες σας τόσο ζωντανές όσο και τη φαντασία σας, γιατί τελικά ο σχεδιασμός δεν αφορά μόνο την εμφάνιση ενός αντικειμένου, αλλά και το πώς κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται, να σκέφτονται και να θυμούνται. Δεν είναι σπριντ, αλλά μαραθώνιος συγκέντρωσης, αφοσίωσης, συνέπειας, σκληρής δουλειάς και σεβασμού.
Πώς ορίζετε την προσωπική επιτυχία ως σχεδιαστής – είναι το χειροκρότημα, η τεχνική επίτευξη ή η επίδραση της αφήγησης στο κοινό;
Η επιτυχία, για μένα, είναι όταν ένας χώρος αλλάζει τον τρόπο που το κοινό νιώθει και ακούει – όταν ο σχεδιασμός γίνεται αόρατος, επιτρέποντας στο συναίσθημα να κυριαρχήσει. Υπάρχει χαρά και στις τρεις μορφές αναγνώρισης: το χειροκρότημα του κοινού, την τεχνική επίτευξη της ομάδας και την συναισθηματική επίδραση της ιστορίας. Για μένα, όλα αυτά συνυπάρχουν.
Η πραγματική επιτυχία είναι όταν ένας ηθοποιός μού λέει ότι το σκηνικό τον ενέπνευσε –ότι του έδωσε χώρο, στοχασμό, ελευθερία και ώθηση να φτάσει πιο μακριά– ή ότι τα κοστούμια τον ενδυνάμωσαν και τον απελευθέρωσαν να ανακαλύψει μια νέα διάσταση του χαρακτήρα του – όταν ο σχεδιασμός γίνεται προέκταση της τέχνης του. Ή όταν το κοινό γελάει ή δακρύζει ως αντίδραση στην ατμόσφαιρα που δημιουργήσαμε μαζί.
Το χειροκρότημα σβήνει, αλλά η ενσυναίσθηση, η δεξιοτεχνία και η κοινή ανθρώπινη εμπειρία παραμένουν. Η επιτυχία δεν είναι μια στιγμή – είναι η ήσυχη συνειδητοποίηση ότι το design έχει αγγίξει κάποιον, έστω και για λίγο, και έχει αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο βλέπει ή αισθάνεται τον κόσμο.
Το «Meta-Suit» είναι ένα ευμετάβλητο κοστούμι που εξερευνά τις εκφράσεις της αρρενωπότητας. Τι σας ενέπνευσε να το δημιουργήσετε και ποιες ερωτήσεις προσπαθούσατε να απαντήσετε μέσω του σχεδιασμού;
Το «Meta-Suit» ήταν μια εφεύρεση που προέκυψε μέσα από τη διδακτορική μου διατριβή στο Πανεπιστήμιο Aalto, με τίτλο «The «Meta-Suit»: De-Re-Constructing the Ultimate Masculine Attire» (Το «Meta-Suit»: Ανακατασκευάζοντας την απόλυτη αρρενωπή ενδυμασία).
Δεν προέκυψε μέσα από το θέατρο, αλλά από την παρατήρηση της καθημερινής ζωής. Το ερώτημα ήταν απλό, μα και βαθιά πολυσύνθετο: πώς οι άνδρες κατασκευάζουν και εκφράζουν την ταυτότητά τους μέσα από το ανδρικό κοστούμι; Το «Meta-Suit» επιτρέπει τη μεταμόρφωση σε πραγματικό χρόνο – ένα διαδραστικό ένδυμα όπου ένα σώμα μπορεί να κινείται ανάμεσα στη δύναμη και την ευθραυστότητα, την αυτοπεποίθηση και την ευαισθησία. Αποκαλύπτει ότι η αρρενωπότητα δεν είναι μια σταθερή έννοια, αλλά μια ρευστή, εκφραστική κατάσταση, που αντανακλά και αντιδρά στο περιβάλλον της.
Η μόδα πάντα κινούνταν σε κύκλους: αυτό που ξεκινά ως ρούχο γίνεται κοστούμι, και αυτό που ονομάζουμε κοστούμι τελικά γίνεται Ιστορία. Η ιστορία της ενδυμασίας αντικατοπτρίζει την εξέλιξη της ίδιας της κοινωνίας – τις ιεραρχίες, την πολιτική και τα μεταβαλλόμενα ιδανικά της για το φύλο και την εξουσία. Μέσα από το «Meta-Suit» ήθελα να εξερευνήσω αυτόν τον κύκλο – να αμφισβητήσω τον τρόπο με τον οποίο τα ρούχα που φοράμε αντανακλούν, ενισχύουν ή αντιστέκονται στην κοινωνικοπολιτική συγκυρία.
Το έργο, που εκδόθηκε από την Aalto Arts Books και κυκλοφόρησε διεθνώς, συνεχίζει να μου υπενθυμίζει ότι ο σχεδιασμός μπορεί να μιλήσει ταυτόχρονα στη σκηνή, στο σώμα και στην κοινωνία – ότι αυτό που φοράμε είναι πάντα μια μορφή αφήγησης. Αμφισβητεί επίσης τη βιωσιμότητα – πώς ένα ενιαίο ένδυμα μπορεί να προσαρμοστεί ή να μεταμορφωθεί αντί να αντικατασταθεί, προσκαλώντας έναν νέο διάλογο μεταξύ σχεδιασμού, ταυτότητας και μακροζωίας.

Πώς φαντάζεστε την όπερα του μέλλοντος;
Το μέλλον της όπερας θα είναι τόσο αναλογικό όσο και έξυπνο. Φαντάζομαι μια σκηνογραφία προσαρμοστική και χαμηλών εκπομπών άνθρακα, χωρίς ογκώδη σκηνικά· ψηφιακά δίδυμα που επιτρέπουν την οπτικοποίηση, τη δοκιμή και τη βελτιστοποίηση των παραγωγών χωρίς σπατάλη πόρων· και εργαλεία XR ή AI που χρησιμοποιούνται ποιητικά και όχι επιδεικτικά – για να υπηρετούν το συναίσθημα, όχι να το υποκαθιστούν. Η τεχνολογία πρέπει να ενισχύει το συναίσθημα, όχι να το επισκιάζει. Η επόμενη εποχή στον σχεδιασμό της όπερας θα συνδυάσει την ανθρώπινη διαίσθηση με την ψηφιακή ακρίβεια – όπου η βιωσιμότητα, η χειροτεχνία και η φαντασία θα συνυπάρχουν σε τέλεια αρμονία. Η ποίηση της όπερας βρίσκεται στην ανάσα, στην κίνηση, στη δόνηση του ήχου – στον πυρήνα του ανθρώπινου στοιχείου.
Η όπερα πρέπει να συνεχίσει να εξελίσσεται με τον ίδιο ρυθμό που εξελίσσεται και η κοινωνία μας, παραμένοντας αληθινή και ταυτόχρονα έχοντας το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον. Πρέπει να ανοίξει τις πόρτες της στις νέες γενιές, να καλωσορίσει την περιέργεια και την καινοτομία, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι δεν θα γίνει ποτέ απρόσιτη ή θα απευθύνεται μόνο σε λίγους. Το μέλλον της εξαρτάται από την ενσωμάτωση – από την ικανότητα να συγκινεί τις καρδιές, να εμπλέκει τη σκέψη και να παραμένει επίκαιρη σε έναν κόσμο που αλλάζει.
Τι συμβουλή θα δίνατε σε έναν νεαρό Έλληνα φοιτητή που ονειρεύεται να ακολουθήσει τα βήματά σας;
Πρώτα απ’ όλα, να μην προσπαθήσει να αντιγράψει τα βήματα κανενός. Μπορεί να εμπνευστεί από κάποιον, αλλά πάντα να αναρωτιέται τι είναι αυτό που τον εμπνέει πραγματικά σε αυτόν τον άνθρωπο που έχει για πρότυπο και γιατί. Μέσα από αυτή τη διαδικασία θα χτίσει το δικό του μονοπάτι. Η ατομικότητα και η αυτοέκφραση δεν είναι δώρα, αλλά κερδίζονται με σκληρή δουλειά, επιμονή και ειλικρινή διάλογο με τις αισθήσεις και τις εμπειρίες του καθενός.
Να μαθαίνει νέα πράγματα και να παραμένει προσγειωμένος. Να μελετήσει θεωρία και τέχνη. Ο σχεδιασμός παραστάσεων απαιτεί πολλές γνώσεις – εμπειρία, κριτική, αλλά και αυτοκριτική. Να ταξιδέψει, να παρατηρήσει και να βρει μέντορες που θα προκαλούν και θα εμπνέουν. Το ταξίδι από τη Σικυώνα στο Λονδίνο και στη συνέχεια στο διεθνές προσκήνιο μου έδειξε ότι ο σχεδιασμός δεν αφορά τη δημιουργία αντικειμένων, αλλά τη δημιουργία νοήματος, την αφήγηση ιστοριών και τη διαμόρφωση ενσυναίσθησης.
Να έχει περιέργεια, αλλά και αφοσίωση – θα έλεγα σε αυτόν τον άνθρωπο «αφιέρωσε χρόνο, κάνε τό κάτι παραπάνω». Ο σχεδιασμός απαιτεί συγκέντρωση, αντοχή και αφοσίωση. Θα πρέπει να σέβεται κάθε άτομο με το οποίο συνεργάζεται –την οπτική του, την τέχνη του, την ενέργειά του–, γιατί η συνεργασία είναι το σημείο όπου συμβαίνει η πραγματική δημιουργία. Και, φυσικά, να διατηρήσει πάντα την ηθική τόσο ακονισμένη όσο το μολύβι.
Η Εθνική Λυρική Σκηνή έχει επεκτείνει το διεθνές της προφίλ. Βλέπετε ευκαιρίες για συνεργασία εκεί ή η πορεία σας μέχρι τώρα σας έχει κρατήσει κυρίως στο εξωτερικό;
Η Εθνική Λυρική Σκηνή είναι στην καρδιά μου και αποτελεί ουσιαστικό μέρος της δημιουργικής μου πορείας. Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Βουκουρέστι, περνούσα όλες τις διακοπές μου στην Αθήνα στο ζωγραφικό τμήμα της ΕΛΣ, όπου συνεργαζόμουν με τον Νίκο Χρίστου και τη Μαίρη Γιαννακοπούλου. Μου έμαθαν τη σκηνογραφική ζωγραφική και μου έδωσαν τις πρώτες γνώσεις για την θεατρική τέχνη. Με ενθάρρυναν, με ώθησαν να προχωρήσω. Θα ήταν σαν να έκλεινε ένας κύκλος αν επέστρεφα στις νέες εγκαταστάσεις –αυτή τη φορά φέρνοντας την διεθνή μου εμπειρία πίσω στον τόπο όπου έκανα τα πρώτα μου πειράματα στη σκηνογραφική ζωγραφική– και συνεργαζόμουν ξανά με τα ταλαντούχα εργαστήρια της.

Αν μπορούσατε να ανταλλάξετε ρόλους για μια μέρα με έναν μαέστρο, τραγουδιστή ή χορευτή σε μία από τις παραγωγές σας, ποιον θα επιλέγατε και γιατί;
Και οι τρεις ρόλοι με συναρπάζουν. Ο μαέστρος κρατάει τόσο τη δομή όσο και το συναίσθημα – διαμορφώνοντας την ένταση και την ευαισθησία μιας ορχήστρας και δίνοντας πνοή σε ολόκληρο το σύνολο. Με μια μόνο κίνηση της μπαγκέτας, κρατάει τον χρόνο, τον ρυθμό και την αόρατη αρχιτεκτονική του ήχου. Ένας καταξιωμένος τραγουδιστής, όταν το χάρισμα συναντά την αλήθεια και το ταλέντο, μπορεί να μετατρέψει τη φωνή σε κάτι υπερβατικό. Ο ήχος του δεν γεμίζει απλώς τον χώρο – φτάνει στην ψυχή.
Η ηχώ του παραμένει στον χώρο για πολύ μετά την πτώση της αυλαίας, σαν να έχει περάσει μόλις από τη σκηνή κάτι θεϊκό. Και ο χορευτής –όταν είναι πραγματικά εξαιρετικός– φαίνεται να κινείται με ένα πνεύμα που αψηφά τη βαρύτητα, αναστέλλοντας τον χρόνο μέσω της κίνησης. Ο καθένας ενσαρκώνει μια μορφή μεταμόρφωσης που προσπαθώ να εκφράσω μέσω του σχεδιασμού: την αρχιτεκτονική του ήχου του μαέστρου, την αντήχηση της φωνής του τραγουδιστή και την φευγαλέα χάρη του χορευτή.
INFO:
www.takis.design

