Η μή τιμαριθμοποίησις τῆς φορολογικῆς κλίμακος πλήττει τά εἰσοδήματα, ἀλλά αὐξάνει τά φορολογικά ἔσοδα τοῦ κράτους, ἐνῶ παραλλήλως μειώνει τήν συνολική ζήτηση, συγκρατῶντας τίς πληθωριστικές πιέσεις.
Στό συμπέρασμα αὐτό καταλήγει ἡ μελέτη τῆς Eurobank Research «Πληθωρισμός καί φορολογική ἐπιβάρυνση τῶν νοικοκυριῶν», σημειώνοντας ὅτι ἡ μή τιμαριθμοποίησις συνιστᾶ «μορφή πληθωριστικοῦ φόρου».
Ὅπως σημειώνεται, «τυχόν αὐξήσεις στά ὀνομαστικά εἰσοδήματα, πού μπορεῖ ἁπλῶς νά ἀντισταθμίζουν μέρος τῆς ἀπώλειας τῆς ἀγοραστικῆς τους δύναμης λόγῳ τῆς αὔξησης τοῦ ἐπιπέδου τῶν τιμῶν, ἐνδέχεται νά ὁδηγήσουν τούς φορολογουμένους σέ ὑψηλότερα φορολογικά κλιμάκια αὐξάνοντας δυσανάλογα τόν φόρο πού πληρώνουν, ἀκόμα καί ἄν τό πραγματικό τους εἰσόδημα ἔχει μειωθεῖ. Ἀκόμα καί νοικοκυριά μέ ἀμετάβλητες ὀνομαστικές ἀποδοχές ἐπηρεάζονται ἀπό τήν ὀλίσθηση κλιμακίου, καθώς ἡ ἀγοραστική τους δύναμη μειώνεται, ἀλλά ὁ φόρος πού τούς καταλογίζεται παραμένει ὁ ἴδιος». Ὡστόσο, μιά σύνδεσις τῶν φορολογικῶν συντελεστῶν καί ὁρίων μέ τόν πληθωρισμό θά ἔφερνε σημαντική ἐλάφρυνση στά εἰσοδήματα.
Συμφώνως πρός τήν μελέτη, ἡ φορολογική ἐπιβάρυνσις τῶν εἰσοδημάτων ἀπό μισθωτές ὑπηρεσίες, συντάξεις καί ἐπιχειρηματική δραστηριότητα, δηλαδή ὁ ἀναλογῶν φόρος ὡς ποσοστό τῶν ἀντίστοιχων φορολογουμένων εἰσοδημάτων, ηὐξήθη, ἀπό τό 9,9% τό 2021, στό 11,1% τό 2023. Βάσει τῶν ἐκτιμήσεων τῆς μελέτης, τό 37% τῆς αὐξήσεως αὐτῆς προῆλθε ἀπό τήν μή τιμαριθμοποίηση τῆς φορολογικῆς κλίμακος.
Οἱ ἐπιπτώσεις εἶναι ἀκόμη πιό βαριές στά εἰσοδήματα ἀπό μισθωτή ἐργασία, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν καί τήν βασική πηγή φορολογικῶν ἐσόδων. Γιά κάθε 5 εὐρώ εἰσοδήματος πού δηλώνουν τά φυσικά πρόσωπα, τά 4 ἀπό αὐτά ὑπάγονται στήν κλίμακα φορολογίας εἰσοδήματος τῶν μισθωτῶν, ἡ ὁποία εἶναι ἐντόνως προοδευτική: Καθώς τά εἰσοδήματα τῶν φορολογουμένων αὐξάνονται καί ὑπερβαίνουν ὁρισμένα κατώφλια, φορολογοῦνται μέ ὁλοένα ὑψηλότερους συντελεστές.
Εἰδικώτερα, σχεδόν ἡ μισή (47%) αὔξησις τοῦ ἀναλογοῦντος φόρου στά εἰσοδήματα ἀπό μισθωτή ἐργασία καί συντάξεις μεταξύ 2021 καί 2023 ὀφείλεται στήν μή τιμαριθμοποίηση, ἐνῶ στά εἰσοδήματα ἀπό ἐπιχειρηματική δραστηριότητα τό ποσοστό αὐτό φθάνει μόλις τό 16%. Ἡ φορολογική ἐπιβάρυνσις –δηλαδή ὁ ἀναλογῶν φόρος ὡς ποσοστό τῶν φορολογουμένων εἰσοδημάτων– ηὐξήθη κατά 1,1 ποσοστιαία μονάδα (π.μ.) γιά τά εἰσοδήματα ἀπό ἐπιχειρηματική δραστηριότητα, ἐκ τῆς ὁποίας μόνο ἡ 0,1 π.μ. προῆλθε ἀπό τήν μή τιμαριθμοποίηση τῆς κλίμακος. Ἀντιθέτως, γιά τά εἰσοδήματα ἀπό μισθούς, ἡ ἐπίδρασις τῆς μή τιμαριθμοποιήσεως τῆς κλίμακος ὄχι μόνο ἐξηγεῖ στό σύνολό της τήν αὔξηση τῆς φορολογικῆς ἐπιβαρύνσεώς τους κατά 0,9 π.μ., ἀλλά τήν ὑπερβαίνει: Ἄν δηλαδή ἡ φορολογική κλίμακα εἶχε τιμαριθμοποιηθεῖ πλήρως, ἡ φορολογική ἐπιβάρυνσίς τους θά εἶχε μειωθεῖ ὁριακῶς. Ἀκόμα καί νοικοκυριά μέ ἀμετάβλητες ὀνομαστικές ἀποδοχές ἐπηρεάζονται ἀπό τήν ὀλίσθηση κλιμακίου, δηλαδή τήν αὐτόματη αὔξηση τῆς φορολογικῆς ἐπιβαρύνσεως, καθώς ἡ ἀγοραστική τους δύναμις μειώνεται, ἀλλά ὁ φόρος πού τούς καταλογίζεται παραμένει ὁ ἴδιος.