Ὁδηγοῦσε ἄλλος κι ἐγώ, ἔπειτα ἀπό ἄπειρα χρόνια, μποροῦσα νά θαυμάσω, ἀπό τήν θέση τοῦ συνοδηγοῦ, τό τοπίο, ταξιδεύοντας ἀπό Πειραιᾶ γιά τήν Νεμέα καί τήν Ἐπίδαυρο.
Κοίταξε τώρα, ἀγαπητέ. Πῶς νά μήν ἀπορεῖς γιά τό πῶς οἱ Ἕλληνες, πρίν πέντε χιλιάδες χρόνια, ἐπέλεξαν τήν Νεμέα γιά νά τήν κατοικήσουν, γιά νά καλλιεργήσουν τήν ἄμπελο, γιά νά ὑψώσουν τόν περίφημο ναό τοῦ Διός, νά κατασκευάσουν τό ὑπέροχο Στάδιο, νά καθιερώσουν τά «Νέμεα», ἀγῶνες μέ πανελλήνιο κλέος καί ἐμβέλεια.
Κι ἀφοῦ πήγαμε στήν Βαγγελίτσα τοῦ Παλυβοῦ τό δωράκι γιά τόν γάμο, στό «Κτῆμα», ἀφοῦ ἡ οἰκογένεια ἀπουσιάζει σέ διακοπές, πήραμε τόν δρόμο πρός τήν Ἐπίδαυρο…
Προσωπικά, μέ μαγεύει ἡ Πελοπόννησος. Ἀπό παιδάκι, τότε πού οἱ διακοπές μας (δέκα ἡμέρες ὅλες κι ὅλες) μᾶς ἔφερναν στό Τολό, σ’ ἕνα σπιτάκι μέσα στήν θάλασσα, ἀνάμεσα στό μοναδικό ξενοδοχεῖο τῆς παραλίας, τοῦ Σόλωνα, καί τήν παραλιακή ταβέρνα τοῦ Σπιθούρη. Πίσω μας τό μπακάλικο τοῦ Μπικάκη καί στό βάθος τό γήπεδο, μέ τό σχεδόν πράσινο τερραίν, ὅπου παίζαμε μπάλα μέ τούς παῖκτες τοῦ Ἐθνικοῦ Τολοῦ! Τολό, Ναύπλιο, Ἀσίνη, Ἄργος, Τίρυνθα καί τό χωριό μέ τά πέντε ἄλφα, ἡ Δαλαμανάρα.
Καί στά ὀρεινά, στό Καστρί, τό χωριό μας, στόν Πάρνωνα, τό μπαλκόνι μου βλέπει πρός τό Ἄστρος Κυνουρίας, μέ τά γύρω ὑπέροχα χωριά.
Καί ὅσο ζυγώναμε στήν Ἐπίδαυρο, τόσο πάλι σκεπτόμουν τόν Ἔριχ φόν Ντένινκεν, πού ἐπιμένει πώς οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἐπέλεξαν τά σημεῖα πού κατοίκησαν καί ἀνέδειξαν «βλέποντας ἀπό ψηλά». Κι ὅσο μπαίναμε ς’ ἐκεῖνο τό βαθύ πράσινο τῆς Ἀργολίδος, ὅσο πλησιάζαμε στόν καταπράσινο κρατῆρα στόν ὁποῖο ἔχουν ἁπλωθεῖ ἡ ὀρχήστρα καί οἱ κερκίδες τοῦ Θεάτρου τῆς Ἐπιδαύρου, τόσο μοῦ ’ρχεται νά ἀσπασθῶ τήν ἄποψή του.
Πάντα θυμᾶμαι ὅμως καί τά λόγια τοῦ σπουδαίου Νίκου Τσιφόρου.
«Ἄν πάρεις σβάρνα τίς ἀρχαῖες τοποθεσίες, βλέπεις ὅτι τά ἔκαναν ὅλα μετρημένα κι ὅπως πρέπει. Οἱ Δελφοί ἔχουν ὅλο κεῖνο τό μυστήριο πού τούς χρειάζεται γιά νά γίνουν ἕνας τόπος μυστηρίου. Ἡ Ὀλυμπία εἶναι ἁπλωτή καί καταπράσινη καί σέ προσκαλεῖ νά κάνεις ἀγῶνες. Ἡ Ἐπίδαυρος εἶναι τόπος καθαρά ποιητικός καί ὅ,τι χρειάζεται γιά μιά παράσταση ποιητικοῦ ἔργου. Ἄσε τήν ἀκουστική της. Δεκάρα πετᾶς κάτω στήν ὀρχήστρα καί ἀκούγεται ἀπάνω – ἀπάνω,στις τελευταῖες κερκίδες. Τά πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησαν… Λέμε γιά τούς ἀρχαίους ἡμῶν προγόνους. Καί καλά πού ἤτανε κι αὐτοί νά βολευόμαστε σήμερα. Οἱ καημένοι ὅμως, Θεός σχωρέσ’ τους, πιάσανε, φτιάσανε πολιτισμό, φτιάσανε μνημεῖα, φτιάσανε τοποθεσίες, καί σκεφτήκανε: “Θά ’ρθουνε μεθαύριο οἱ ἀκαμάτηδες οἱ ἀπόγονοί μας καί τί θά τρῶνε… Άσ’ τους νά ’χουνε κάτι νά δείχνουνε,να βγάζουνε τό ψωμάκι τους”»…
Πῶς νά μήν συμφωνήσεις; Τρίγωνο ἰσοσκελές, μέ κορυφές τόν Παρθενῶνα, τό Ποσειδώνιο τοῦ Σουνίου καί τόν ναό τῆς Ἀφαίας Ἀθηνᾶς στήν Αἴγινα! Κάτι πού κάνουν σήμερα τά drones κι ἐμεῖς τά θαυμάζουμε, οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τό ἔκαναν χωρίς τήν σημερινή τεχνολογία. Ἔτσι εἶναι ἤ μήπως διέθεταν κάτι πού ἐμεῖς δέν ἔχουμε ἀκόμη ἀνακαλύψει; Ἀφῆστε με νά χορτάσω Πελοπόννησο. Κι ἄς ἔχω τίς ἀπορίες μου…