Δέν μοῦ ἔκανε ἡ καρδιά νά βγῶ ἀπό τό σπίτι. Σάν κάτι νά ἔχει πλακώσει τήν καρδιά μου, πού βρίσκεται ἔξω ἀπό τό στῆθος μου, κάπου βόρεια… Ἄν καί σηκώθηκα νωρίς, ὅπως κάθε πρωί, δέν ἀκολούθησα τήν πεπατημένη. Κι ἔτσι προηγήθηκε ὁ καφές!
Κι ὕστερα μπῆκα κάτω ἀπ’ τό ντούς, καυτό νερό, τόσο καυτό, λίγο πρίν τό ἔγκαυμα! Κι ὕστερα ἀμέσως κρύο, λίγο πρίν τόν πάγο! Ὅπως τότε, στό Χάμμερφεστ, πού βγαίναμε ἀπό τήν σάουνα καί πέφταμε στό χιόνι! Γιατί; Πῶς μοῦ ἦρθε; Δέν ξέρω. Ἤθελα νά ἀλλάξω τήν ροή τῶν πραγμάτων.
Αὔριο τό πρωί θά ἔχουμε κάτι καλύτερο νά κάνουμε. Θά ἀγωνίζεται ὁ Στέφανος-Λεωνίδας (εἶναι τό δεύτερό του ὄνομα) Τσιτσιπᾶς, ὁ ἐγγονός τοῦ μεγάλου ποδοσφαιριστῆ τῆς ΕΣΣΔ, ἐπιθετικοῦ τῆς Σπαρτάκ Μόσχας, τῆς Ντιναμό Μόσχας καί τῆς Ζενίτ Ἁγίας Πετρούπολης (Λένινγκρανττότε) Σεργκέι Σαλνίκωφ. Ναί, ὁ πατέρας τῆς μητέρας τοῦ Στέφανου, Ἰουλίας Σαλνίκοβα, κέρδισε μέ τήν ὁμάδα τῆς ΕΣΣΔ τό χρυσό μετάλλιο στούς Ὀλυμπιακούς Ἀγῶνες τῆς Μελβούρνης τοῦ 1956 καί ἡ μορφή του ἔχει ἀποτυπωθεῖ σέ γραμματόσημα τῆς τότε Σοβιετικῆς Ἑνώσεως! Διάβασα στό διαδίκτυο καί γιά τήν μητέρα του, τήν Τζούλια, πού ἦταν ἐκ τῶν κορυφαίων ἀθλητριῶν τοῦ τένις στήν Ρωσσία (194η παγκοσμίως) καί κατάλαβα ὅτι τό DNA τοῦ νεαροῦ δέν εἶναι καί τόσο εὔκολη ὑπόθεση! Κι ὕστερα σκέφτηκα νά βγῶ, μά κάτι δέν μοῦ πήγαινε. Θές ὁ καιρός, θές αὐτά πού ἄκουγα στό ραδιόφωνο (ἀπ’ εὐθείας σύνδεση μέ τό Κοινοβούλιο), δέν ἔλυναν τό βάρος ἀπό τά πόδια μου…
Θλίψη, ἀκούγοντας τόν παλιό κνίτη, ἀπουσιολόγο τῆς Ἰωνιδείου, νά ὑποστηρίζει ὅτι γιά μία τόσο σοβαρή, μία ἐθνική ὑπόθεση, ἀρκεῖ μία φωτοτυπία τῆς ρηματικῆς διακοινώσεως τῶν γειτόνων τήν ὁποία βρῆκε στό διαδίκτυο!
Τί «pacta sunt servanda» καί κουραφέξαλα! Σιγά μήν σεβαστοῦν οἱ γείτονες ὅτι «τά συμφωνηθέντα πρέπει νά τηροῦνται.» Μπορεῖ οἱ Λατῖνοι νά ἐννοοῦσαν τό «pacta sunt servanda rebus sic stantibus» (τά συμφωνηθέντα πρέπει νά τηροῦνται, μέ τά πράγματα ὡς ἔχουν), ἀλλά δέν διακρίνω καί πολύ λατινικό ταμπεραμέντο στήν κοινωνία τῶν γειτόνων μας…
Ἔβγαλα ἀπό τήν ντουλάπα ἕνα κοστούμι κι ἕνα ὑποκάμισο. «Νά πάω στήν Βουλή, νά εἶμαι παρών σέ μία ἱστορική συζήτηση» σκέφτηκα. Βρέθηκα στό γραφεῖο μέ τίς πυτζάμες. Τά ροῦχα ἐκεῖ, στό κρεβάτι. Κι ἐγώ νά ψάχνω στήν βιβλιοθήκη. Μανόλης Ἀναγνωστάκης:
«Κι ἤθελε ἀκόμη πολύ φῶς νά ξημερώσει. Ὅμως ἐγώ/Δέν παραδέχτηκα τήν ἧττα. Ἔβλεπα τώρα/Πόσα κρυμμένα τιμαλφῆ ἔπρεπε νά σώσω/
Πόσες φωλιές νεροῦ νά συντηρήσω μέσα στίς φλόγες.
Μιλᾶτε, δείχνετε πληγές ἀλλόφρονες στούς δρόμους/ Τόν πανικό πού στραγγαλίζει τήν καρδιά σας σά σημαία/ Καρφώσατε σ’ ἐξῶστες, μέ σπουδή φορτώσατε τό ἐμπόρευμα/ Ἡ πρόγνωσίς σας ἀσφαλής: Θά πέσει ἡ πόλις./ Ἐκεῖ, προσεχτικά, σέ μιά γωνιά, μαζεύω μέ τάξη,/ Φράζω μέ σύνεση τό τελευταῖο μου φυλάκιο/ Κρεμῶ κομμένα χέρια στούς τοίχους, στολίζω/ Μέ τά κομμένα κρανία τά παράθυρα, πλέκω/ Μέ κομμένα μαλλιά τό δίχτυ μου καί περιμένω./ Ὄρθιος καί μόνος σάν καί πρῶτα περιμένω.»