Διαβάζω ὅτι «θά γίνουν διάφορα» στήν παρέλαση τῆς 28ης Ὀκτωβρίου καί ἀναπολῶ.
Θυμᾶμαι ἐκεῖνες τίς ἐπετείους τῆς 28ης Ὀκτωβρίου τῶν παιδικῶν μου χρόνων, κάπου στά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ’60, τότε πού ὅλα ἔμοιαζαν πιό ἁπλᾶ, πιό ἁγνά, γεμᾶτα συγκίνηση. Ἦταν μιά ἐποχή πού ἡ Ἑλλάδα προσπαθοῦσε ἀκόμη νά σταθεῖ στά πόδια της, μά οἱ καρδιές τῶν ἀνθρώπων χτυποῦσαν δυνατά, γεμᾶτες πίστη καί περηφάνια.
Ἀπό τήν παραμονή τῆς ἐπετείου, ὁλόκληρη ἡ γειτονιά ἔπαιρνε γιορτινή ὄψη. Οἱ νοικοκυρές σκούπιζαν τά πεζοδρόμια, κρεμοῦσαν σημαῖες στά μπαλκόνια καί οἱ μαθητές στολίζαμε τήν εἴσοδο τοῦ σχολείου μας μέ κλάδους φοινικιᾶς. Ἡ γιαγιά, ὅπως κάθε χρόνο, ἔβγαζε ἀπ’ τό συρτάρι τήν μικρή σημαία τῆς Ὕδρας καί τήν στερέωνε στό παράθυρο, γιά «νά τήν βλέπει ὁ Θεός καί νά μᾶς φυλάει»…
Στό σχολεῖο, ἡ ἐπέτειος ἄρχιζε μέ τόν ἐκκλησιασμό. Μπροστά οἱ δάσκαλοι, μέ τά καλά τους ροῦχα, ἐμεῖς μέ σκοῦρο παντελόνι καί λευκό πουκάμισο καί ὅλοι μαζί πρός τήν ἐκκλησία. Οἱ ψαλμωδίες, τό βαρύ ἄρωμα τοῦ λιβανιοῦ καί τό φῶς τῶν κεριῶν συνέτειναν στήν κατανυκτική ἀτμόσφαιρα καί ἐνέπνεαν σεβασμό καί σιγή στό ἐκκλησίασμα. Ἔπειτα, στήν στολισμένη αἴθουσα τοῦ σχολείου, ποιήματα καί σκετσάκια γιά τήν «Εἰκοστή Ὀγδόη» καί, φυσικά, στό πικάπ πού ἔφερνε ἀπό τό σπίτι ἡ μητέρα μου, ἡ Σοφία Βέμπο.
Ἡ μεγάλη στιγμή, ὅμως, ἦταν ἡ παρέλαση. Οἱ δρόμοι τῆς πόλεως γέμιζαν κόσμο. Οἱ μανάδες μέ τά μικρότερα παιδιά στά χέρια, οἱ πατεράδες, καλοντυμένοι καί στητοί, καί οἱ παπποῦδες, μέ τα καπέλα τους καί τό μπαστούνι, θυμόντουσαν τά παλιά, καθώς ὅλοι εἶχαν ζήσει τόν πόλεμο καί τήν Κατοχή. Κι ἐμεῖς, περνούσαμε ἐμπρός ἀπό τό πρόχειρο βάθρο τῶν «ἐπισήμων». Καί στήν Ἕκτη τάξη, ἤμουν ἐκεῖνος πού κρατοῦσε τήν σημαία μέ προσήλωση καί ἐπίγνωση ὅτι κρατοῦσα κάτι ἱερό.
Καί τό μεσημέρι τό σπίτι μοσχοβολοῦσε καί τό τραπέζι γέμιζε μέ γέλια καί ἀφηγήσεις. Ὁ πατέρας πάντα μᾶς μιλοῦσε γιά τό ’40, γιά τά χιόνια τῆς Πίνδου καί τό ἀλβανικό μέτωπο, ὅπου πολέμησε «γιά τήν πατρίδα, τήν τιμή καί τήν ἐλευθερία». Κάθε χρόνο ἔλεγε σχεδόν τά ἴδια, ἀλλά μᾶς φαινόταν ὅτι τά ἀκούγαμε γιά πρώτη φορά… Ἦταν ἐκεῖνο τό «κάτι» ἀπό τό μεγαλεῖο καί τήν δύναμη ἐκείνης τῆς γενιᾶς.
Τό βράδυ, καθώς σκοτείνιαζε, ἡ σημαία ἔμενε νά κυματίζει στό μπαλκόνι, φωτισμένη ἀπό τό ἀδύναμο φῶς τῆς ξύλινης κολώνας τῆς ΔΕΗ. Κι ἐγώ, παιδί τότε, ἔνιωθα μιά γλυκιά συγκίνηση, πού δέν μποροῦσα ἀκόμη νά ἐξηγήσω. Ἴσως εἶχε ἀρχίσει νά σχηματίζεται ἡ αἴσθηση ὅτι ἀνήκαμε σέ κάτι μεγαλύτερο ἀπό ἐμᾶς, σέ μιά πατρίδα πού εἶχε πονέσει, μά στεκόταν στά πόδια της καί βάδιζε μπροστά.
Περασμένες πιά ἀρκετές δεκαετίες, μά κάθε φορά πού ζυγώνει ἡ 28η Ὀκτωβρίου, ἐκεῖνες οἱ εἰκόνες ἐπιστρέφουν ὁλοζώντανες. Τά σημαιάκια, οἱ φωνές τῶν παιδιῶν, ὁ ἦχος τῆς φιλαρμονικῆς τοῦ Ὀρφανοτροφείου, τό πάντα ὑγρό βλέμμα τοῦ πατέρα. Ἴσως νά μήν ἦταν τά τέλεια χρόνια, μά ἦταν χρόνια γεμᾶτα ψυχή. Ἄς σεβαστοῦμε τήν ἐπέτειο, ὅπως τῆς ἀξίζει.

