Τό 1965 ἤμουν δεκατέσσερα στά δεκαπέντε.
Σήμερα ἕνα ἀγόρι σ’ αὐτή τήν ἡλικία δέν σηκώνει κεφάλι ἀπό τίς ὀθόνες. Τήν μία στό κινητό, τήν ἄλλη στόν ὑπολογιστή, τήν ἄλλη στό τάμπλετ, τήν ἄλλη στό «σκρήν» τῆς κονσόλας μέ τά τηλεπαιγνίδια. Τότε, τά δεκαπεντάχρονα διάβαζαν ἐφημερίδες, παρακολουθοῦσαν τά τεκταινόμενα στόν ἀθλητισμό, τό θέατρο, τήν κοινωνία. Τότε ὑπῆρχαν παρέες καί ὄχι ἄτομα μονήρη, τότε τρέχαμε πίσω ἀπό τά κορίτσια ἐκλιπαρῶντας μιά μικρή ἐπαφή, ἕνα χάδι καί ἦταν εὐτυχία ἀπρόσμενη καί ἐκκωφαντική ἕνα φιλί στά κρυφά!
Ἡ οἰκογένειά μου, ἀστική, ὁ πατέρας ἰατρός στόν Οἶκο τοῦ Ναύτου, ἡ μητέρα μέ δικό της ἰδιωτικό σχολεῖο. Κάθε μέρα ἐρχόταν τό πρωί ὁ ἐφημεριδοπώλης. Στό σπίτι ἔμπαιναν ἡ Καθημερινή τό πρωί καί Τά Νέα τό μεσημέρι. Κάθε Τρίτη ἐρχόταν γιά ἐμένα ἡ Ὁμάδα τοῦ θείου μας Γιάννη Βανδώρου καί κάθε μῆνα τό περιοδικό Γυναῖκα. Τά λαϊκά περιοδικά, Ρομάντζο καί Θησαυρός, τά διάβαζα στό κουρεῖο, ὅταν πήγαινα γιά κούρεμα ἤ στό σπίτι τῆς φίλης τῆς μητέρας μου Ἑλένης Μέρκου. Ὁ πατέρας ἦταν βαθιά πολιτικοποιημένος. Παλαιός ἀριστερός, ἀνανήψας ἐνωρίς, εἶχε ἐνταχθεῖ μέ ἐνθουσιασμό στήν «Ἕνωση Κέντρου» ὑπό τόν Γεώργιο Παπανδρέου. Μετά τήν Μεταπολίτευση ἔγινε καραμανλικός! Ἡ μητέρα, κόρη βασιλικοῦ βουλευτοῦ, ἦταν φανατική «ἐρετζού», ὅπως τήν ἀποκαλοῦσε ὁ κουμπάρος μας, Θοδωρῆς Γιαννόπουλος, ἀδεφλός τοῦ ἀειμνήστου Εὐαγγέλου, τοῦ ἀθυροστόμου!
Ὡς παιδί, λοιπόν, πολιτικοποιημένης οἰκογένειας, ἔζησα ἀπό κοντά τά γεγονότα τῆς «Ἀποστασίας» τοῦ 1965. Ὁ πατέρας μέ ἔπαιρνε μαζί στίς διαδηλώσεις, στήν Ἀθήνα, ὅπου ἄκουγα τά συνθήματα «Μητσοτάκη κάθαρμα», «Τσιριμῶκο μασκαρᾶ», «Τούμπα δολοφόνε». Ὄχι ὅτι πολυκαταλάβαινα, ἀλλά μοῦ ἄρεσε ὅλη ἐκείνη ἡ ἀτμόσφαιρα, πού θύμιζε παλαιότερα συλλαλητήρια, στά ὁποῖα μετεῖχα ὡς μαθητής, μέ συνθήματα ὑπέρ τῆς ΕΟΚΑ καί «ἡ Κύπρος εἶναι ἑλληνική», πού ἔμειναν συνθήματα.
Ὁ νονός τοῦ ἀδελφοῦ μου, Ἀγησίλαος Σπηλιάκος, βουλευτής Λακωνίας, ἔγινε ὑφυπουργός τῶν «Ἀποστατῶν» καί δέν μιλιόταν γιά χρόνια μέ τόν πατέρα μας. Ἀργότερα, μᾶς ἐξηγοῦσε ὅτι «ἀποστάτης ἦταν ὁ Ἀνδρέας, πού ἔφερε τούς Τροτσκιστές γιά νά διαλύσει τήν Ἕνωση Κέντρου.» Ὁ νονός τοῦ ἄλλου μου ἀδελφοῦ λεγόταν Βοζίκης καί ἦταν γραμματεύς τῆς Βουλῆς. Ἔτσι, ἀπό μικρός τά μάθαινα ὅλα ἀπό πρῶτο χέρι. Σᾶς βεβαιῶ, λοιπόν, ὑπευθύνως, ὅτι τό περίφημο δίστιχο «Ἦταν τά στήθη σου ἄσπρα σάν τά γάλατα /καί μοῦ ’λεγες …γαργάλατα» δέν τό ἔγραψε ὁ Γεώργιος Ἀθανασιάδης-Νόβας (Γεώργιος Ἀθάνας), ἀλλά ὁ πανέξυπνος δημοσιογράφος-κριτικός πασῶν τῶν Τεχνῶν Κώστας Σταματίου! Μπορεῖ νά εἶναι ἐν μέρει γνωστό, ἀλλά τό βεβαιῶ γιατί τό ἔμαθα, τότε, ἐκ τῶν ἔσω. Εἶχα, βλέπετε, «τά μέσα» καί τούς «δικούς μου ἀνθρώπους»… Ἦταν μιά ἰδέα τῶν στελεχῶν τοῦ
«Συγκροτήματος Λαμπράκη», τήν ὁποία ὑλοποίησε ὁ Σταματίου. Τόν γνώρισα, ἀργότερα, ὡς δημοσιογράφος τῆς «Καθημερινῆς», ὅπως καί τήν σύζυγό του, Μαρία Παπαδοπούλου, ἐπίσης κριτικό, κυρίως τῆς τηλεοράσεως.
Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος δύσκολος, δύστροπος, εὐφυέστατος, ἑτοιμόλογος καί καυστικός. Ἦταν, διόλου παράξενο, Πειραιώτης, μεγαλωμένος στόν Πειραιᾶ καί τήν Σαλαμῖνα. Τίς λίγες φορές πού βρέθηκα σέ συντροφιές στίς ὁποῖες μετεῖχε, θαύμασα τόν εὐθύ του λόγο καί τήν βαθειά του γνώση γιά τά πράγματα. Γιά σκεφθεῖτε. Μέ ἕνα δίστιχο ἔκανε …δύστυχο καί ἐκμηδένισε ἕναν κορυφαῖο πολιτικό, ποιητή, λογοτέχνη, δημοσιογράφο καί πολεμικό ἀνταποκριτή. Μέ ἕνα …«γαργάλατα»!