Μέ ἐρωτᾶτε πολλοί «Μά, πῶς εἶναι δυνατόν, ἄνθρωποι πνευματικοί, νά ἀγαπᾶτε τόσο πολύ τό ποδόσφαιρο;»
Καί ἐπειδή μέ ἐρωτᾶτε ἐπιμόνως, σᾶς ἀπαντῶ μέ ποίηση. Πρῶτα μέ τό ἀριστούργημα τοῦ Γιώργου Μαρκόπουλου «Ὠδή στόν παίκτη τῆς ΑΕΚ καί τῆς Ἐθνικῆς, Χρῆστο Ἀρδίζογλου». Ἀπολαῦστέ το:
«Ἀπό τό ὅτι, ὁρμώμενος, τά χρόνια περνοῦν γρήγορα καί αὐτό τό βρίσκω πικρό καί ἄδικο/καί ἀπό τό ὅτι ὁ ποιητής παλαιότερα Δικταῖος Ἄρης, ἐκράτησε ὡς ἀφιλοκερδής τεχνίτης στήν πενιχρή ἀθανασία του/τόν ἄλλοτε σπουδαῖο παίκτη τῆς ποδόσφαιρας Ἠλία υἱόν του Ὑφαντῆ -τοῦ Ὀλυμπιακοῦ Πειραιῶς- τονίζοντας τά κάλλη του καί τήν εὐμορφία του παράλληλα μέ τόν μακαρισμό “εὐτυχισμένος (νά ’ν’) ὁ Πειραιᾶς πού ἔχει φορτώσει τόσες ἀπ’ τίς ἐλπίδες του πάνω σέ τέτοια ἀγόρια”/θά ὑμνήσω καί ἐγώ μέ τή φτωχή τήν πένα μου τόν μοναχικό πλήν ὅμως φιλότιμο χαρακτῆρα τοῦ παίκτου τῆς Α.Ε.Κ. καί τῆς Ἐθνικῆς Χρήστου Ἀρδίζογλου./Θά ὑμνήσω, γιατί τό παιδί αὐτό ἀπό τίς ταπεινές τίς γειτονιές τοῦ Περισσοῦ προερχόμενο, τῆς Ριζουπόλεως καί τῆς Σαφράμπολης./Ἦταν τό μόνο ἀπό πολλούς ἄλλους, πού παρά τήν ὑπεροψία τῆς νεότητάς του ἐκράτησεν ἑνός λεπτοῦ στά μυστικά σιγή/γιά τούς ἀποχωρήσαντες βετεράνους, πού δέν ἐπέτυχαν πολύτιμο γκόλ/σέ κρίσιμη στιγμή ἀπορρίπτοντας ἔτσι ἀκόμα καί τόν θάνατο, μιά καί ἀγνόησε ὅλους αὐτούς τούς ἀθλητές πού τώρα βρίσκονται στό χῶμα. Θά ὑμνήσω…»
Καί τώρα, τό κέντημα τοῦ μεγάλου μας Μάνου Χατζιδάκι «Μιά μπαλάντα γιά τόν Τζόρτζ Μπέστ». Ὑποκλιθεῖτε, παρακαλῶ: «Ἐκμηδενίστηκε ἡ ὁρμή μου, ἔγινε χιόνι τό κορμί μου, ἀπό μιά εἰκόνα κρεμαστή, χρωματιστή./Ἀπό ’να ποδοσφαιριστή, πού σφυροκόπαε τή βροχή, Θεέ μου, μέ τί ψυχή γινόταν ὁ ἴδιος πάθος./Εἰκόνα καί βροχή, μές στήν τηλεοπτική μου συσκευή. “Ὁ Μπέστ ὑπῆρξεν ὁ καλύτερος! Ὁ Μπέστ ὑπῆρξεν ὁ καλύτερος!”/Ἔτσι θά τραγουδᾶνε τά παιδιά τῆς Ἀλμερίας, ἀλλά καί τῆς Ἀγγλίας, τῆς Ἀλβανίας, τῆς Ἀρμενίας, τῆς Τασμανίας καί τῆς Δανίας./Σέ μιά ἐποχή μελλοντική. “Ὁ Μπέστ ὑπῆρξεν ὁ καλύτερος”./Κι ὅσο γιά μένα, ἔτσι καθώς θά ’μαι χωμένος στήν πατρική μου γῆ, οἱ ἀπόγονοι θά ’ρχονται κάθε Κυριακή νά μέ ποτίζουν ἔρωτα, ψωμάκι καί βροχή./Κι ὅταν θά σουρουπώνει, θά στέκουν μπρός μου προσοχή (Οἱ ἀπόγονοι) γιορτάζοντας τό πάθος μου,/γιά μιά φωτογραφία χρωματιστή, γι’ αὐτόν τόν Γεώργιο Μπέστ, τόν ποδοσφαιριστή. Λονδῖνο 15 Ἰουνίου 1969, μιά Κυριακή»…
Καί κλείνω μέ στίχο δυναμικό καί συναρπαστικό, ἀπό ἕναν μεγάλο μας ποιητή: «Ἄκου τόν ἦχο σπάζει πέτρες Καί πέφτουνε πεφτάστερα στούς στίβους/Στά γήπεδα πηδοῦν οἱ μπάλες, σάν μπάλες ρούγκμπι σάν πεπόνια./Κομψές κυρίες στίς κερκίδες καί κορασίδες μέ pull-over, χειροκροτοῦν κι ὅλο φωνάζουνε./«Goal! Goal! στά δίχτυα τῶν ἐχθρῶν. Ὄχι ποτέ στά δίχτυα τοῦ θανάτου!». Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος, «Ἠχώ» (Ἡ σήμερον ὡς αὔριον καί ὡς χθές, Ἄγρα 1984).
Καί σᾶς ἐρωτῶ κι ἐγώ μέ τήν ἀράδα μου: Πῶς μπορεῖτε σεῖς πού ἐπιμόνως μέ ἐρωτᾶτε «πῶς εἶναι δυνατόν νά τό ἀγαπῶ;», νά μήν ἀγαπᾶτε τό φουτμπώλλ;