Τί συμβαίνει τελικά μέ ἐμᾶς τούς δημοσιογράφους;
Ποῦ στήν εὐχή πῆγε ὅλη ἐκείνη ἡ εὐαισθησία πού διέκρινε τόν κλάδο μας; Ποῦ πῆγαν ἐκεῖνα τά «Ὄχι» πού λέγαμε στούς ἀρχισυντάκτες καί τούς διευθυντές μας ὅταν μᾶς πίεζαν νά βροῦμε φωτογραφίες τῶν πνιγμένων στά ναυάγια, νά βροῦμε φωτογραφίες τοῦ δολοφόνου μέ τήν γυναῖκα του πού ἔσφαξε, καί ἄλλα τέτοια «εὐαίσθητα», στά ὁποῖα, κάποια στιγμή, ἀποφασίσαμε νά ποῦμε «Ὄχι»; Καί τό εἴχαμε πετύχει, μέχρι πού …γίναμε πολλοί.
Μέχρι πού μπῆκε στόν χορό ἡ «ἐλεύθερη» ραδιοφωνία καί τηλεόραση καί τρέχαμε νά μαζέψουμε τίς κασέτες Κοσκωτᾶ πού ἄφηναν οἱ Ὑπηρεσίες σέ καλάθια ἀχρήστων κι ἐμεῖς τίς μεταδίδαμε χωρίς κἄν νά ἀκούσουμε ἀπό πρίν τό περιεχόμενό τους! Εἶχε ἀρχίσει ὁ «ὑγιής ἀνταγωνισμός», καί χανόταν ἡ μπάλλα!
Θυμᾶμαι ὅταν εἶπα τό πρῶτο μου «ὄχι» στόν Σαράντο Σαραντάκο, ἀρχισυντάκτη μου στήν «Βραδυνή» τοῦ Ἀθανασιάδη. «Τρέξε στήν Ἀμφιάλη, βρές τόν Πουλακίδα (ὁ φωτορεπόρτερ) καί ξαμολήσου στό σπίτι τοῦ καπετάνιου! Θέλω φωτογραφίες!» μοῦ λέει. Πρίν λίγο τοῦ ἔχω πάει τήν εἴδηση ὅτι ἕνα ἑλληνικό φορτηγό εἶχε φύγει αὔτανδρο στόν Βισκαϊκό. «Δέν θά πάω!» τοῦ λέω, καί μένει κόκκαλο. «Γιατί, παιδί μου; Πάρε ταξί!» μοῦ ἀπαντᾶ ἀπορημένος. «Δέν πρόκειται γι’ αὐτό. Ἁπλῶς, δέν θά πάω!» τοῦ λέω καί ἀρχίζω νά τοῦ ἐξηγῶ ὅτι «δέν πρόκειται νά προσθέσει τίποτε στό ρεπορτάζ ἡ φωτογραφία τοῦ νεκροῦ, τήν ὁποία θά ἔχουμε βουτήξει ἀπό κάποιον τοῖχο τοῦ σπιτιοῦ, τήν ὥρα πού ὁ ἕνας ἐκ τῶν δύο θά ἀπασχολεῖ τήν χήρα, πού ἀκόμη δέν θά ξέρει ὅτι εἶναι χήρα!»…
Ὁ Σαραντάκος μέ κοίταξε, χαμογέλασε μέ νόημα καί φώναξε τόν παρακαθήμενό μου στό διπλό γραφεῖο τοῦ α΄ ὀρόφου τῆς ὁδοῦ Πειραιῶς 9-11. «Κύριε Τρ… γιά ἐλᾶτε λιγάκι»… Φυσικά, ὁ συνάδελφος ἔφυγε «σφαῖρα» καί γύρισε μέ …ὁλόκληρο τό ἄλμπουμ μέ τίς φωτογραφίες πού εἶχε «ἀποσπάσει» πιθανότατα ἀπό τό σερβάν τοῦ σαλονιοῦ τήν ὥρα πού ὁ συνεργάτης του θά τῆς ἔλεγε «εἴμαστε ἀπό τήν Ὁμοσπονδία καί θά θέλαμε μερικά στοιχεῖα γιά τόν σύζυγό σας»…
Μέ τό πού ἔσκασε ἡ ἐλευθερία στά ΜΜΕ, μᾶς πῆρε καί μᾶς σήκωσε! Καί σήμερα, ἐμφανίζει μιά ἀπό τίς φίρμες τῶν μεσημεριανάδικων, τήν φωτογραφία τῆς δωδεκάχρονης τήν ὁποία ἐξέδιδε ὁ πενηντάχρονος, μαζ ί μέ τόν ἑξηντάχρονο! Καί δέν ντρέπεται, ἡ γελοία! Κι ὕστερα βγαίνουν στή δημοσιότητα τά στοιχεῖα τῶν δύο ἀλητῶν. Καί κανείς δέν σκέπτεται ὅτι ἔχουν ἀνήλικα κορίτσια, τά ὁποῖα φυσικά δέν θά μπορέσουν αὔριο νά πᾶνε σχολεῖο!
Καί ὁ γυιός τοῦ ἑνός ἀπολύεται ἀπό τήν ἐργασία του ἐπειδή «εἶναι γυιός τοῦ παιδοβιαστῆ». Καί δέν μᾶς λείπουν παρά μόνο τά ἄλογα, τό λάσο καί τά ρεβόλβερ, γιά νά ζήσουμε σέ ἕνα νέο «Φάρ-Οὐέστ» μέ τό λυντσάρισμα νά ἀποτελεῖ καθημερινότητα καί τήν «οἰκογενειακή εὐθύνη» νά μᾶς γυρίζει στόν μαῦρο κι ἄραχλο σταλινισμό! Τί ἔχουμε πάθει; Τί εἴδους δημοσιογραφία εἶναι ἐτούτη; Ποιός θά σταματήσει αὐτόν τόν κατήφορο τῆς πορνολαγνείας καί τῆς λατρείας σέ κάθε τί τό ἀποτροπιαστικό; Ποιός θά σκεφτεῖ τά ἀνήλικα κορίτσια τοῦ «παιδοβιαστῆ»; Μέχρι πότε τά νούμερα θά ἐκτρέφουν … «νούμερα»;