Δέν εἶχα, μέχρι πρό τινος, παρακολουθήσει οὔτε μία ταινία τοῦ Νίκου Ξανθόπουλου.
Στό σχολεῖο, μιλούσαμε περιφρονητικά γιά «τό παιδί τοῦ λαοῦ μέ τήν Rover 2000», ἐνῶ τά «λαϊκά» καί τά «μπουζούκια» τά εἴχαμε ἤδη καταδικάσει σέ ἀπομόνωση, καθώς μᾶς εἶχε κατακυριεύσει τό πόπ καί ρόκ.
Ἀργότερα, δεκαετία ’80, γνώρισα τόν Ξανθόπουλο στό σπίτι τοῦ φίλου μου Βασίλη Σαραντίτη. Εἶδα ἕναν ἄνθρωπο μορφωμένο, γλυκύτατο, πνευματώδη καί εἰλικρινῆ. Ἀλλά πάλι δέν αἰσθάνθηκα τήν ἀνάγκη νά δῶ κάποια ἀπό τίς ταινίες του.
Τόν τελευταῖο, ὅμως, καιρό, ἐκάθισα καί εἶδα κανα-δυό «ταινίες γιά ὅλη τήν οἰκογένεια» τῆς «Κλάκ-Φίλμ», σέ σκηνοθεσία τοῦ Ἀπόστολου Τεγόπουλου, καί ἔμεινα ἔκπληκτος!
Ἦταν, πράγματι, «ταινίες γιά ὅλη τήν οἰκογένεια». Διότι, πολύ ἁπλᾶ, τότε ὑπῆρχε οἰκογένεια! Καί σκέφθηκα πόσο δικαιολογημένη, σχεδόν ἀναγκαῖα, ἦταν, τελικά, ἡ ἀθρόα προσέλευση τῶν μεσαίας καί ἀσθενεστέρας τάξεως Ἑλλήνων, πού γέμιζαν ἀσφυκτικά τούς συνοικιακούς κινηματογράφους. Βεβαίως, δέν μπορῶ νά πῶ ὅτι μέ ἐνθουσίασε ἡ φωνητική ἱκανότης τοῦ Ξανθόπουλου. Μάλιστα, σέ μιά ταινία πού εἶδα, στούς τίτλους τῆς ἀρχῆς διάβασα: «Τραγουδοῦν: Νῖκος Ξανθόπουλος (μέ μεγάλα γράμματα), Στέλιος Καζαντζίδης – Μαρινέλλα (μέ ἐμφανῶς μικρότερα)»! Ἡ ταινία, μάλιστα, ἔγινε ἀφορμή νά ἀσχοληθῶ μέ τό ἔργο τοῦ λαϊκοῦ συνθέτη Γιώργου Μανισαλῆ (Μαγνησαλῆ), γιά τόν ὁποῖο μοῦ εἶχε πεῖ τά καλύτερα ἡ φίλη Ρίτα Σακελλαρίου…
Ἦταν, λοιπόν, δικαιολογημένη ἡ κοσμοσυρροή καί οἱ πινακίδες «Μόνον ὄρθιοι», τίς ὁποῖες ἀναρτοῦσαν οἱ κινηματογράφοι στήν Νίκαια, στήν δεκαετία τοῦ ’60-’70. Ταινίες πού μιλοῦσαν γιά τόν ἐργαζόμενο σκληρά τότε –καί συνεχῶς προοδεύοντα– λαό, γιά τίς ἀλησμόνητες πατρίδες. Κι ἔτσι βρέθηκα νά μελετῶ (ὅσο γίνεται) τό φαινόμενο «Ξανθόπουλος», τό ὁποῖο πλέον ἐκτιμῶ ἰδιαιτέρως καί ἀπό ἀπόψεως κοινωνιολογικῆς, καθώς οἱ ταινίες μέ διδάγματα σπανίζουν σήμερα.
Εἶδα, λοιπόν, προχθές μιά ταινία, στήν ὁποία ὁ Ξανθόπουλος διατηρεῖ ἕνα παλαιοβιβλιοπωλεῖο. Τίτλος: «Φτωχογειτονιά, ἀγάπη μου». Μέ ἠθοποιούς ὅπως ὁ Δῆμος Σταρένιος, ἡ Ἑλένη Ζαφειρίου, ἡ Κατερίνα Βασιλάκου, ὁ Θεόδωρος Μορίδης, ὁ Θεόδωρος Ἔξαρχος, ὁ Ἰάκωβος Ψαρρᾶς, ὁ Ἀλέκος Οὐδινότης, ὁ Ἀθηνόδωρος Προύσαλης, ὁ Βαγγέλης Καζάν, πλάθεται μιά δραματική ἱστορία, ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη διδάγματα καί προτροπές πρός τούς νεώτερους, εἶναι γεμάτη καλοσύνη καί ἔχει ἔντονο τό συναίσθημα τῆς ἀλληλοβοηθείας.
Μέ τό πού τελείωσε ἡ ταινία, εἶχε πάει σχεδόν δύο τό πρωί, ἀλλά… ποῦ νά κοιμηθῶ!
Ἦλθαν στό μυαλό μου τόσα καί τόσα, κυρίως σχετικά μέ τήν δική μας οἰκογένεια, πού εἴμαστε πέντε ἀδέλφια καί ζοῦμε τα τέσσερα στό Ἡνωμένο Βασίλειο (καί μάλιστα σέ μεγάλες, μεταξύ τους, ἀποστάσεις) καί ὁ ἕνας μόνον ἐδῶ. Καί σκεπτόμουν γιά ὧρες ἄν τελικά οἱ γονεῖς μου ἔκαναν λάθος πού ἔστειλαν τά παιδιά τους στήν Ἀγγλία «γιά νά ἐξασφαλίσουν καλύτερες σπουδές καί δυνατότητες», ἀλλά οὐδείς ἐπέστρεψε! Καί σκεπτόμουν γιά ὧρες τά παλιά, οἰκογενειακά γλέντια, πού τόσο μοῦ ἔχουν λείψει, τίς ἐπιμορφωτικές ἐκδρομές μέ τό «Σίμκα» τοῦ πατέρα μας ἤ στήν καρότσα τοῦ φορτηγοῦ τοῦ Βαρωνάκη.
Καί μόνο γιά ὅσα μέ ἔκανε νά σκεφθῶ καί νά φέρω στόν νοῦ μου, ἡ ταινία του Ξανθόπουλου ἄξιζε καί μέ τό παραπάνω! Ἀλήθεια, ἔχουμε σήμερα «ταινίες γιά ὅλη τήν οἰκογένεια»;