Θυμᾶμαι, ἀπό πιτσιρικάς, τά πανηγύρια τοῦ Δεκαπενταύγουστου. Μπορεῖ νά μήν πηγαίναμε τακτικά διακοπές, ἀλλά τόν Δεκαπενταύγουστο ὅλο καί σέ κάποια ἐκκλησιά τῆς Παναγίας θά βρισκόμασταν.
Κι ἐμεῖς, τά παιδιά, πού δέν πολυκαταλαβαίναμε ὅσα ἔλεγαν τά Εὐαγγέλια καί οἱ ψαλμοί, περιμέναμε τήν ὥρα πού θά βγοῦμε στήν πλατεῖα, μέ τούς πολύχρωμους πάγκους μέ τά παιγνίδια, γιά νά ἀρχίσουμε νά ζητᾶμε. «Πάρε μου αὐτό, μαμά». Κι ἐκείνη, πού εἶχε νά ἀποφασίσει γιά πέντε παιδιά, κοίταζε τόν πατέρα, ὁ ὁποῖος ἔδινε τό «πράσινο φῶς» ἤ ἔλεγε τό κλασικό «πᾶμε παρακάτω»…
Πάντα, ὅμως, φεύγαμε μέ «κάτι» ἀπό τό πανηγύρι. Πότε μέ ἕνα «μυλαράκι» (ἀπό τό «μύλος» καί ὄχι ἀπό τό «μῆλο»), ἕνα χειροποίητο μικρό «μύλο» πού γύριζε –καρφιτσωμένος σέ ἕνα λεπτό καλαμάκι– μέ τό φύσημα τοῦ ἀέρα, πότε μέ κάποιο τσίγκινο παιγνιδάκι –σπανίως μέ κάποιο κουρδιστό– ἀλλά, πάντα, μέ «γεμᾶτα τά χέρια»…
Τό πρῶτο πανηγύρι πού θυμᾶμαι, ὅμως, σάν νά εἶναι τώρα ἦταν στούς Φούρνους τῆς Ἰκαρίας, στά δώδεκά μου χρόνια. Ἡ μητέρα εἶχε φύγει γιά τήν Ἀγγλία μέ τόν μικρό μας ἀδελφό, ἐκεῖ πού σπούδαζαν ἡ ἀδελφή καί ὁ ἕνας ἐκ τῶν ἀδελφῶν· ὁ μεγάλος ἦταν στρατιώτης καί ἐγώ ἀκολούθησα τόν πατέρα, σέ ἕνα δεκαήμερο διακοπῶν. Στό Καρκινάγρι, τόν Ἀρμενιστή, τούς Φούρνους καί τόν Φάρο Πάππα, ὅπου μᾶς εἶχαν καλέσει ναυτικοί, πελάτες τοῦ ἰατροῦ πατέρα, ἀπό τόν Οἶκο τοῦ Ναύτου.
Στούς Φούρνους, λοιπόν, αἰσθάνθηκα γιά πρώτη φορά τίς δονήσεις ἑνός νησιώτικου δεκαπενταυγουστιάτικου πανηγυριοῦ! Τό γλέντι ἄρχισε ἀπό τό προαύλιο τῆς ἐκκλησίας. Τό μουσικό τρίο, βιολί, λαγοῦτο καί σαντοῦρι ἄρχισε νά παίζει βαδίζοντας πρό τό καφενεῖο τοῦ Φλυτζάνη, ὅπου εἶχαν στρωθεῖ τά τραπέζια, μέσα κι ἔξω ἀπό τό μαγαζί. Οἱ πιστοί, ἀκολουθούσαμε, μέχρι πού φτάσαμε, ὑπό τούς ἤχους μιᾶς σούστας, στόν χῶρο τῆς μυσταγωγίας. Οἱ μουσικοί κάθισαν σέ ἕνα μικρό πάλκο καί ἄρχισαν νά παίζουν. Σέ σχετικά μικρό διάστημα τό κέφι ἄρχισε νά ἀνάβει. Τά ψητά πήγαιναν κι ἔρχονταν, τό κρασί ἔρεε ἄφθονο καί ὁ χορός δέν ἄργησε. Μπάλος, σούστα, συρτά, καλαματιανά. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὁ βιολιστής, πού τό δεξί του χέρι εἶχε μόνο δύο δάχτυλα, ἀλλά εἶχε στερεώσει τό δοξάρι ἀνάμεσα σέ ὅσα τοῦ εἶχαν ἀπομείνει καί εἶχε ἐνισχύσει τό δέσιμο μέ ἕνα χοντρό λάστιχο! Κάθε δυό-τρία κομμάτια διέκοπτε τό παίξιμο γιά νά πιεῖ ἕνα ποτηράκι καί νά διορθώσει τήν στερέωση τοῦ δοξαριοῦ.
«Μπαμπᾶ, ὁ κύριος δέν ἔχει ὅλα του τά δάχτυλα» παρατήρησα. Κι ἐκεῖ, ἔμαθα ἀπό τόν φιλόμουσο πατέρα, ὅτι ὑπάρχει καί ἕνας σπουδαῖος κιθαριστής, ὁ Τζάνγκο Ράινχαρτ, πού ἔπαιζε ἔχοντας ἐπίσης λιγώτερα ἀπό δέκα δάχτυλα!
Κι ὅσο προχωροῦσε ἡ νύχτα τόσο ἄναβε τό κέφι. Καί ὁ βιολιστής-μαέστρος ἔπαιζε μέχρι καί «Μάτια καστανά/μιά νύχτα δέν περνᾶ» τοῦ Νίκου Γούναρη, μέ ἕναν ἰδιότυπο τρόπο. Πρώτη φορά ἄκουγα ταγκό, μέ νησιώτικο ὕφος! Θυμᾶμαι ὅτι ξύπνησα στό ντιβάνι, στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ τῆς οἰκογένειας Φλυτζάνη, πού μᾶς φιλοξενοῦσε. «Σέ πῆρε ὁ ὕπνος στή καρέκλα» μοῦ εἶπε ὁ πατέρας. Τί ὄμορφος ὕπνος…