Ἔχεις ραντεβού στίς ἕνδεκα, στό Κολωνάκι. Φεύγεις ἀπό τήν Καστέλλα στίς 10.15 καί στίς 10.25 εἶσαι ἐμπρός στήν εἴσοδο τοῦ γκαράζ στόν σταθμό Συγγροῦ-Φίξ.
Παίρνεις τό εἰσιτήριό σου ἀπό τό μηχάνημα, ἀνάβεις τά φῶτα σου καί κατεβαίνεις στό ὑπόγειο Α. Βλέπεις στήν φωτεινή πινακίδα ἕνα κεφαλαῖο Κ, πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι δέν ὑπάρχει θέση.
Περνᾶς τά σαμαράκια καί κατεβαίνεις στό ὑπόγειο Β. Ἡ πινακίδα ἔχει τόν ἀριθμό 3, ἀλλά ματαίως ψάχνεις, διότι δέν ὑπάρχει οὔτε μία θέση κενή. Ἐν τῷ μεταξύ, ἔχεις δεῖ τόσο στό Α ὅσο καί στό Β ὑπόγειο σταθμευμένα πολλά αὐτοκίνητα τύπου «βάν», πού ἀνήκουν σέ ἑταιρεία ἐνοικιάσεων. Κατεβαίνεις στό ὑπόγειο Γ. Ἐκεῖ ἡ πινακίδα γράφει τόν ἀριθμό 13.
Ἄρα, ὑπάρχουν δεκατρεῖς κενές θέσεις. Ἄμ δέ! Σέ κάθε κενή θέση ὑπάρχει ἐμπρός ἕνας πορτοκαλί κῶνος, πού σοῦ ἀπαγορεύει νά σταθμεύσεις. Προφανῶς, τίς θέσεις πού φέρονται ὡς ἄδειες, τίς ἔχει καπαρώσει κάποιο γραφεῖο ἐνοικιάσεως αὐτοκινήτων! Συνεχίζεις νά ὁδηγεῖς καί φθάνεις στό ὑπόγειο Δ. Κι ἐδῶ ὑπάρχουν 16 θέσεις κενές.
Ὑπάρχουν, ὅμως, καί ἰσάριθμοι πορτοκαλί κῶνοι, πού σοῦ λένε «Ἀπαγορεύεται». Κι ἔτσι, πηγαίνεις αἰσίως στό ὑπόγειο Ε! Δηλαδή, στίς ἕνδεκα τό πρωί, κατεβαίνεις στό πέμπτο ὑπόγειο, πρᾶγμα πού δέν συμβαίνει συχνά. «Δουλειά νά ἔχουν οἱ ἄνθρωποι καί νά ἐργάζονται καί κάποιοι ἐδῶ» σκέπτεσαι καί φθάνεις στό ὑπόγειο Ε.
Μόλις περνᾶς τό πρῶτο τετράγωνο, βλέπεις ἀπέναντι μιά ἄδεια θέση. Οἱ δύο διπλανές ἔχουν ἐμπρός τόν πορτοκαλί κῶνο. Ὑπάρχουν, ἐπίσης, στό «τετράγωνο» ὅπου πηγαίνεις νά παρκάρεις, δυνατές λάμπες led, καί ἐν τῷ μέσῳ, ἕνας μελαψός κύριος κάθεται σέ μιά πολυθρόνα γραφείου. Χωρίς γραφεῖο. «Φύγκε-φύγκε» μοῦ λέει, ἀλλά ἐγώ ἔχω ἐν τῷ μεταξύ παρκάρει. «Τί συμβαίνει; Ἀφοῦ δέν ἔχει κῶνο» τοῦ λέω, ἀλλά ἐκεῖνος ἐπιμένει. «Φύγκε, ἐντώ πλεντήριο» μοῦ λέει καί ἀρχίζω νά καταλαβαίνω.
Οἱ μισθωτές τοῦ πάρκιν τῶν ἕξι ὀρόφων, στόν σταθμό Συγγροῦ-Φίξ, ἔχουν μετατρέψει ἕνα τμῆμα του σέ γκαράζ ἑταιρειῶν ἐνοικιάσεως «βάν» καί ἔχουν ἐπίσης παραχωρήσει χώρους πού χρησιμποιούνται ὡς πλυντήρια. Ὁ μελαψός κύριος ἐπιμένει. «Φύγκε, φύγκε, ἀφεντικό φωνάζει.»
Φεύγω καί καταλήγω στό ἕκτο καί τελευταῖο ὑπόγειο. Ἐδῶ ὑπάρχουν κάποιες θέσεις κενές, στριμώχνω τό ὄχημά μου μεταξύ δύο «βάν», κατεβαίνω, ἀφιππεύω καί μπαίνω στόν ἀνελκυστῆρα, πού εἶναι πανβρώμικος καί μυρίζει ἀπαίσια.
Πατῶ τό κουμπί μέ τήν ἔνδειξη 2, ἀλλά δέν λειτουργεῖ! Προφανῶς κανείς δέν δίνει σημασία στούς ἀνελκυστῆρες. Καί γιατί νά δώσει σέ ἕναν χῶρο σταθμεύσεως γιά τό κοινό πού ἔχει μετατραπεῖ σέ γκαράζ καί πλυντήριο ὀχημάτων γραφείου ἐνοικιάσεως «βάν»;
Ἀνεβαίνω στόν πρῶτο ὄροφο καί κατεβαίνω ἀπό τήν ἐπίσης βρωμερή σκάλα στόν δεύτερο, ὅπου καί ὁ σταθμός τοῦ Μετρό.
Στήν ἐπιστροφή κατεβαίνω στό ἕκτο ὑπόγειο καί πηγαίνω νά πληρώσω στό μηχάνημα. Ἕνα λευκό Α4 χαρτί εἶναι κολλημένο καί γράφει «Δέν λειτουργεῖ». Καί γιατί νά λειτουργήσει; Ἀφοῦ τό γραφεῖο ἐνοικιάσεων (προφανῶς παρατύπως γίνεται ἡ παραχώρηση) δέν κατεβαίνει στό δεύτερο γιά νά πάρει τό μετρό;
Διαμαρτύρομαι στήν ὑπάλληλο: «Αἶσχος! Τό κάνατε γκαράζ φορτηγῶν» τῆς λέω. Μέ κοιτάζει μέ κατανόηση. «Ἔχετε δίκιο» μοῦ λέει. Ἀλήθεια, ἔχει δικαίωμα ὁ ἐκμισθωτής τοῦ γκαράζ γιά τό κοινό νά τό μετατρέπει σέ πλυντήριο «βάν»;