Πάει, λοιπόν, ὁ συνάδελφος Γιῶργος Κακούσης νά ἀπολαύσει τήν Βάλια Κάλντα καί «πέφτει» πάνω σέ παρέα «τσαμπουκάδων» κατασκηνωτῶν!
Τό θέμα ἔχει κάνει τόν γῦρο τοῦ διαδικτύου καί σχολιάζεται ἐντονότατα. Ἐκεῖ, λοιπόν, στήν ὑπέροχη Πίνδο, στήν ἀπίθανης ὀμορφιᾶς κοιλάδα, ἔχει κατασκηνώσει παρέα ἐνηλίκων καί ἔχει ἀνάψει φωτιά γιά νά ψήσει μπιφτέκια. Ὁ δημοσιογράφος «τρελαίνεται» καί ἐπιχειρεῖ νά σβήσει τήν φωτιά, ἀδειάζοντας μπουκάλια ἐμφιαλωμένου νεροῦ. Ὅπως γράφει, βρέθηκε ἀντιμέτωπος μέ «μπόλικο τσαμπουκᾶ».
Ὁ ἐνήλικος ψήστης ἀντιδρᾶ ἀμέσως. «Δέν θά μοῦ πεῖς ἐσύ τί θά κάνω» τοῦ λέει ὀργισμένος ὁ κατασκηνωτής. Ἀνάβει ὁ διάλογος καί τελικῶς καλεῖται ἡ Ἀστυνομία. Ἀλλά δηλώνει «ἀναρμόδια», διότι «τά δάση ἀνήκουν στήν Πυροσβεστική» καί, φυσικά, δέν κινεῖται «αὐτόφωρο», καθώς, ἐπιπροσθέτως, «ἡ φωτιά δέν εἶχε ἐξαπλωθεῖ».
Ἐδῶ παρεμβαίνει ὁ νομικός καί ἀναλύει: «Καί αὐτόφωρο νά εἴχαμε, θά εἶχε ἀθωωθεῖ ὁ κατηγορούμενος. Διότι “οὐδέν συνέβη”. Τό πολύ-πολύ νά ἔπεφτε ἕνα πρόστιμο».
Καί ὁ νομικός περιγράφει μέ ἁπλᾶ λόγια τήν ποινική νομοθεσία: «Συλλαμβάνεται κάποιος νά κυκλοφορεῖ «ἀσκόπως» μέ ἕνα μπιτόνι βενζίνη καί στουπιά σέ ἕνα δάσος, ἄς ποῦμε στίς 8 τό βράδυ.
Δέν εἶναι θεωρητικό παράδειγμα, ἔχει συμβεῖ! Ἐρωτᾶται «γιατί τά ἔχεις αὐτά» καί δέν ἀπαντᾶ ἤ λέει «τρά λά λά».
Τίθεται, λοιπόν, ἡ σχετική ἐρώτηση στούς φοιτητές τοῦ τρίτου ἔτους τῆς Νομικῆς: «Τί ἔχει διαπραχθεῖ ἀπό τήν σκοπιά τοῦ Ποινικοῦ Δικαίου;».
Ἡ σωστή ἀπάντηση εἶναι: «Τίποτε ἀπολύτως»! Πρόκειται τό πολύ γιά ἀτιμώρητη προπαρασκευαστική πράξη. Δέν εἶναι κάν ἀπόπειρα, διότι δέν ὑπάρχει «ἀρχή ἐκτελέσεως» τοῦ ἐγκλήματος. Ναί μέν εἰσερχόμεθα στό «πεδίο ἑρμηνεύσεως» τοῦ ἐννόμου ἀγαθοῦ, ἀλλά δέν ἔχει πληγεῖ ὁ «πυρήν» του. Γιά νά τιμωρηθεῖ ἡ προπαρασκευαστική πράξη, πρέπει νά ὑπάρχει εἰδική πρόβλεψη.
Ὑπάρχει; Ὄχι. Ἄρα, οὐδέν συνέβη.
Ἡ ἀβάσταχτη ἐλαφρότητα τοῦ νομοθετεῖν. Ἡ νομοθεσία χρειάζεται ἐπείγουσα, κατεπείγουσα ἀναμόρφωση σοβαρή.